Αίθουσα ΣύνταξηςΑπόψεις

Στερνή μου γνώση

Ο Γιώργος Απηλιώρης γράφει για τον Σταθμό Γεωργικής Έρευνας, που λειτουργούσε στον Κατσικά.

Αφορμή παίρνουμε από την πρόσφατα ανακοινωθείσα προσπάθεια της περιφέρειας Ηπείρου για την αύξηση του πληθυσμού και την ανάδειξη των θρεπτικών και γαστρονομικών χαρακτηριστικών της τοπικής φυλής προβάτων, που ακούει στο όνομα «Ορεινό Ηπείρου – Μπουτσίκο». Μιας φυλής στην οποία το 1980 ανήκε το 30% περίπου των εκτρεφόμενων προβάτων στην Ήπειρο και έκτοτε, στη λογική των βελτιωμένων ζώων, ακολούθησε ισχυρή φθίνουσα πορεία. Ευτυχώς όμως διασώθηκε. Δεν είχε την τύχη μεγάλου μέρους του γενετικού υλικού της χώρας μας, όπου ποικιλίες φυτών και φυλές ζώων εξαφανίστηκαν μέσα σε δύο-τρεις δεκαετίες. Και αυτή η διάσωση του δικού μας προβάτου μόνο τυχαία δεν ήταν.

Η περιοχή μας και η πόλη μας ειδικότερα ευτύχησε να έχει επί δεκαετίες ολόκληρες ένα σημαντικό κρατικό ερευνητικό ίδρυμα στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής. Σε ένα τεράστιο αγρόκτημα 900 περίπου στρεμμάτων, σε μικρή απόσταση από το κέντρο της πόλης, στον δρόμο προς Κατσικά άνθησε επί χρόνια ο Σταθμός Γεωργικής Έρευνας Ιωαννίνων.

Κυρίαρχα αντικείμενα έρευνας ήταν η κτηνοτροφία, η εδαφολογία και τομείς της φυτικής παραγωγής, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή μας. Πέρασαν από τις τάξεις του διακεκριμένοι επιστήμονες, κάποιοι από τους οποίους στελέχωσαν στη συνέχεια τις αντίστοιχες γεωπονικές και κτηνιατρικές σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το ερευνητικό έργο που παρήχθη ήταν σημαντικό και κυρίως διαχρονικό, όπως αποδεικνύεται και στην περίπτωση της φυλής του ορεινού ηπειρωτικού προβάτου που ξαφνικά… θυμηθήκαμε σήμερα.

Ήδη προς το τέλος της δεκαετίας του ‘70 έγινε αντιληπτή από τους επιστήμονες του Σταθμού η ανάγκη διάσωσης, διατήρησης αλλά και μελέτης των χαρακτηριστικών της φυλής. Η διάσωση ήταν επιτακτική όχι μόνο για να μην χαθεί (άλλη μια ντόπια φυλή) ως γενετικό υλικό, αλλά και λόγω της ανθεκτικότητας σε νεοεισαχθείσες ασθένειες, όπως η ποδοδερμίτιδα γνωστή και ως «κουτσαμάρα» των προβάτων που και σήμερα αποτελεί μάστιγα σε πολλά κοπάδια μας.

Την προσπάθεια ανέλαβαν δύο Γιαννιώτες επιστήμονες, ο Αντώνης Μάντζιος, γεωπόνος – ζωοτέχνης και επί πολλά χρόνια διευθυντής του Σταθμού Γεωργικής Έρευνας και ο κτηνίατρος Βασίλης Τζιόβας, γνωστός, εκτός των άλλων, και για την πλούσια δραστηριότητά του στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ζαγοριού. Διάβηκαν σε βουνά και κοπάδια και με τυχαία επιλογή δημιούργησαν έναν αρχικό πληθυσμό, που συν τω χρόνω έφτασε στα 400 ζώα ώστε να μπορεί να διεξαχθεί συστηματική έρευνα για τα χαρακτηριστικά της φυλής: τη γαλακτοπαραγωγή, την ποιότητα του γάλακτος, τον συντελεστή, πολυδυμίας κ.λπ.

Η μελέτη αυτών των μορφολογικών, παραγωγικών και αναπαραγωγικών χαρακτηριστικών της φυλής διήρκησε κάποια χρόνια σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘20 από το συντοπίτη μας κ. Ευάγγελο Νικολάου, γεωπόνο – ζωοτέχνη και μετέπειτα καθηγητή Ζωοτεχνίας και αντιπρόεδρο του ΤΕΙ Ηπείρου με τη διδακτορική του διατριβή και πλήθος επιστημονικών δημοσιεύσεων σε πρακτικά συνεδρίων και επιστημονικά περιοδικά.

Σήμερα, που… ξαναγεννιέται το ενδιαφέρον για την ντόπια φυλή τίθεται επιτακτικά το ερώτημα. Τι απέγινε όλη αυτή η υποδομή σε ζωικό κεφάλαιο, εγκαταστάσεις, μέσα μηχανικής υποστήριξης και τέλος σε δημοσιευμένο ερευνητικό έργο;

Η φωτογραφία που τραβήξαμε την Κυριακή που μας πέρασε δίνει ανάγλυφη την εικόνα. Αφορά το κεντρικό κτίριο του Σταθμού Γεωργικής Έρευνας πάνω στον δρόμο προς Κατσικά. Το παραδοσιακό κτίριο φιλοξενούσε τη διοίκηση του Ιδρύματος, τα γραφεία των επιστημόνων-ερευνητών, τα εργαστήρια εδαφολογίας. Δεν είναι μόνο η απόλυτη εγκατάλειψη, αλλά και το ότι ακόμη και τα παράθυρα του δευτέρου ορόφου είναι ορθάνοιχτα, με τζάμια σπασμένα, ώστε να μπαίνει «άνετα» το νερό της βροχής και τα ξύλινα πατώματα να μετατραπούν σε… τσίπουρα! Η ίδια εικόνα και στον υπόλοιπο πλούσιο κτηριακό κ.λπ. εξοπλισμό. Κτίρια και στάβλοι ρημαγμένα, τρακτέρ και παρελκόμενα μηχανήματα που σκουριάζουν και κατά καιρούς ή έχουν (νόμιμα ή παράνομα) λεηλατηθεί, εκατοντάδες ακαλλιέργητα στρέμματα αγροτικής γης, κοντολογίς τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, με τη σταδιακή αποχώρηση επιστημόνων που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του πλούσιου ερευνητικού έργου (λόγω συνταξιοδότησης και άλλων), το ΕΘΙΑΓΕ, ο αρμόδιος κρατικός οργανισμός, εγκατέλειψε το Ίδρυμα. Καμία μέριμνα για την αντικατάσταση των επιστημόνων που αποχωρούσαν, καμία μέριμνα για τη συνέχιση του ερευνητικού έργου, τη διατήρηση των υποδομών και του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Κάποια λιγοστά μέλη κράτησαν με νύχια και με δόντια ένα πολύ μικρό ζωικό κεφάλαιο, στο οποίο καλείται σήμερα να βασιστεί η προσπάθεια της περιφέρειας. Τελικά το σπουδαίο αυτό γεωργικό ερευνητικό ίδρυμα έπαψε να υπάρχει και διοικητικά πριν μερικά χρόνια. Πέρασε έκτοτε στην αρμοδιότητα της περιφέρειας Ηπείρου, που καλείται να προσπαθήσει να το αναστήσει.

Είναι κρίμα όμως που χάθηκαν κάπου τρεις με τέσσερις δεκαετίες και μαζί τους μια πλούσια υλικοτεχνική υποδομή. Ευτυχώς, το δημοσιευμένο ερευνητικό έργο είναι εκεί και υπάρχει.

Σχετικά άρθρα

Μετά το «κασκαβάλι Πίνδου» σειρά έχει το «Μπούτσικο»

Αποστόλης Τζελέτας

Εσπερίδα για το καλαρρύτικο πρόβατο  «μπούτσικο»