Το δέντρο της φωτογραφίας βρίσκεται στον παραλίμνιο κάπου 50 μέτρα από την προτομή του Λορέντζου Μαβίλη στην κατεύθυνση προς το Κάστρο. Πρόκειται για ένα από τα δέντρα (πιθανότατα σφενδάμου), που φυτεύτηκαν πριν περίπου τρία χρόνια, προκειμένου να συμπληρωθούν τα κενά που άφησαν τα πολλών δεκαετιών δέντρα πλατάνου τα οποία έπεσαν θύμα της γνωστής ασθένειας που έχει αφανίσει τεράστιο πληθυσμό πλατανιών στις παραποτάμιες περιοχές μας.
Το συγκεκριμένο δέντρο θα ήταν ηλικίας 7-8 συνολικά ετών (μαζί με τα χρόνια που έμεινε στο φυτώριο μέχρι τη μεταφύτευσή του). Και λέμε «θα ήταν», γιατί το νεαρό δέντρο φέτος το καλοκαίρι ξεράθηκε από έλλειψη νερού. Σε απόσταση πέντε μόλις μέτρων από το νερό της λίμνης!
Νομίζουμε ότι ο καθένας γνωρίζει –ή τουλάχιστον έχει ακούσει- ότι κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταφύτευση ενός δέντρου η επάρκεια σε νερό κατά την ξηρή περίοδο είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωσή του. Μάλιστα, είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας όταν το δενδρύλλιο εγκαθίσταται σε έδαφος συνεκτικό από τις πάμπολλες ανθρώπινες παρεμβάσεις, προκειμένου να διαμορφωθεί η παραλίμνια ζώνη με την κατασκευή του κρηπιδώματος, του πεζοδρόμου, της παραλιακής οδού κ.λπ., κάτι που απαίτησε όχι ευκαταφρόνητες ποσότητες αδρανών και γενικά «σκληρών» υλικών.
Στις αρχές Ιουλίου είχαμε διαπιστώσει ότι το μέχρι τότε καταπράσινο φύλλωμα του συγκεκριμένου δέντρου άρχιζε να «κρεμάει». Έτσι λένε στο καθημερινό λεξιλόγιο των γεωπόνων, δασολόγων κ.λπ. τα πρώτα συμπτώματα έλλειψης νερού. Πρόκειται όμως για στάδιο που «θεραπεύεται» εύκολα με τη συστηματική προσθήκη νερού, ώστε το φυτό να καλύπτει τις ανάγκες του, ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονης διαπνοής (αποβολής νερού) των φυτών λόγω ζέστης.
Απευθυνθήκαμε τότε σε καταστηματάρχη μιας από τις απέναντι καφετέριες, προτρέποντάς τον, τις ώρες που το πρωί τακτοποιεί τα τραπεζοκαθίσματά του, να γεμίζει με νερό έναν από τους κουβάδες του μαγαζιού και να ποτίζει το δέντρο (σε 10 – 15 μέτρα απόσταση όλο κι όλο). Η άμεση απάντηση που πήραμε ήταν «μα αυτό είναι δουλειά του δήμου»! Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε ότι είναι μάλλον δύσκολο να δούμε «προκοπή» από τις υπηρεσίες του δήμου, και έδειξε διάθεση να κάνει κάτι για το δεντράκι.
Έναν μήνα αργότερα, στα μέσα Αυγούστου, τα φύλλα του δέντρου είχαν αποχρωματιστεί σε μεγάλο βαθμό. Και πάλιν όμως η κατάσταση ήταν αντιμετωπίσιμη. Κάναμε την ίδια υπόδειξη σε έναν άλλον, διπλανό καταστηματάρχη, επισημαίνοντας το επείγον του συχνού ποτίσματος, ώστε να ανακτήσει το δέντρο τη σπαργή των φύλλων του. Πήραμε παραπλήσια απάντηση με την προηγούμενη περίπτωση.
Πήραμε ταυτόχρονα στο τηλέφωνο και την Υπηρεσία Πρασίνου και Κοιμητηρίων (sic) του δήμου. Μετά από έντονο «μουρμούρισμα», μας είπαν ότι έχουν όλο κι όλο πέντε έκτακτους εργάτες… και τα λοιπά συναφή, κι ότι θα προσπαθήσουν κάτι να κάνουν.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη, παρά τις έντονες βροχές που είχαμε για δυο – τρεις μέρες, το δέντρο δεν μπορούσε πια να ανακάμψει. Είχε περάσει πλέον στο στάδιο της «μόνιμης μάρανσης».
«Εύγε» μας για το δέντρο που ξεράθηκε λόγω έλλειψης νερού σε απόσταση πέντε μέτρων από το νερό της λίμνης!
Κι επειδή κάποιος θα μπορούσε εντελώς αβασάνιστα να μας πει «γιατί δεν πήγαινες εσύ να το ποτίσεις;», θα υπενθυμίσουμε ότι οι ανάγκες του φυτού τους δύο – τρεις κρίσιμους θερινούς μήνες είναι υψηλές ώστε να μην δύναται ένας πολίτης κάθε μέρα να ξεκινάει από την Καραβατιά με έναν κουβά στο χέρι και ένα σχοινί και να ανεβάζει νερό από τη λίμνη.
Τελικά, για να παραφράσουμε τον Κώστα Βάρναλη, δεν μας φταίει ούτε το κακό το ριζικό μας, ούτε ο Θεός που μας μισεί, ούτε καν είναι η νέα κατάσταση που λέγεται «κλιματική αλλαγή». Κάτι άλλο φταίει. Κι όλοι το ξέρουμε.