Η εικόνα της μάνας να της αρπάζει το παιδί μέσα από την αγκαλιά ένα φρικτό χέρι, μετέφερε ένα συγκλονιστικά δυνατό μήνυμα πάνω σε κάθε φάκελο: εργαλείο προπαγάνδας πολύ ισχυρό, μια περίοδο που υπήρχε μόνο η εφημερίδα και το ραδιόφωνο -και αυτά όχι σε κάθε σπίτι. Γράμματα αντίθετα λάμβαναν οι πάντες, στην τελευταία γωνιά της Ελλάδας. Η σειρά τριών γραμματοσήμων με θέμα το «παιδομάζωμα» κυκλοφόρησε την 1η Φεβρουαρίου 1949 σε δέκα εκατομμύρια τεμάχια, που κολλήθηκαν σε ισάριθμους φακέλους.
Δεν ήταν η μόνη περίπτωση που το ελληνικό γραμματόσημο χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς λόγους. Συνέβη πριν και μετά, αμέτρητες φορές. Παραδείγματα: Το 1916 η κυβέρνηση των Αθηνών πρόσθεσε ένα στέμμα στα γραμματόσημα που ήδη κυκλοφορούσαν, για να «ακυρώσει» έτσι όσα είχαν πέσει στα χέρια της κυβέρνησης Βενιζέλου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο Βενιζέλος απάντησε με νέα έκδοση, με μήνυμα «προσωρινή κυβέρνηση»: Ερχόμαστε!
Το 1922 οι επαναστάτες σφράγισαν («επισήμαναν», στη φιλοτελική γλώσσα) σε γραμματόσημα το μήνυμα «Επανάσταση 1922». Οι μοναρχικοί πήραν το αίμα τους πίσω με τη σειρά «Παλινόρθωση» το 1935 και πολλές ακόμα εκδόσεις με τις εκάστοτε βασιλικές οικογένειες, τους γάμους τους, τα γεννητούρια και τους θανάτους.
Το 1940 η δικτατορία του Μεταξά κυκλοφόρησε μια προπαγανδιστική υπέρ της ΕΟΝ σειρά: ένστολοι νέοι, με στρατιωτικό παράστημα στα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας. Λίγο μετά (1944) οι Γερμανοί υποχρέωσαν την ταχυδρομική υπηρεσία να κυκλοφορήσει μια έκδοση κατά των συμμάχων, για το βομβαρδισμό του Πειραιά. Κατόπιν, μετά τον εμφύλιο, κυκλοφόρησαν αρκετές σειρές που «γιόρταζαν» την κυβερνητική νίκη.
Μια από τις πιο παράδοξες στιγμές ήταν η έκδοση για τον Ίμρε Νάγκι ως αντίποινα στην έκδοση από την ΕΣΣΔ γραμματοσήμου για τον Μανόλη Γλέζο. Μια σου και μια μου… Αργότερα οι εκδόσεις της χούντας υμνούσαν το πραξικόπημα -κι άλλα, κι άλλα. Μέχρι τη δεκαετία του ‘90, οπότε ο όγκος της αλληλογραφίας υποχώρησε (ποιος το φανταζόταν ακόμα και μια δεκαετία πριν;) και το γραμματόσημο ως μέσο επικοινωνίας άρχισε να χάνει τη δύναμή του.
Μερικά στοιχεία
Η ιστορία του λεγόμενου παιδομαζώματος είναι περίπλοκη και ιστορικά ανεπαρκώς ερευνημένη. Η κυβέρνηση του βουνού έστειλε από τις περιοχές που έλεγχε γύρω στις 28.000 παιδιά στις ανατολικές χώρες, πιθανότατα με στρατηγικά και τακτικά κίνητρα. Η κυβέρνηση των Αθηνών μάζεψε άλλα τόσα σε παιδουπόλεις, που στήθηκαν με χρήματα του «εράνου της Φρειδερίκης» για να «εμβολιαστούν από το κομμουνιστικό μικρόβιο».
Πόσο βαθιές πληγές χαράχτηκαν στα παιδιά και στις δυο περιπτώσεις, προτιμώ να μην το σκέφτομαι. Αναμνήσεις έχουν καταγραφεί σε αρκετές περιπτώσεις. Στις ανατολικές χώρες τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, συνήθως χωρίς διακρίσεις, ενσωματώθηκαν, κάποια ομολογούν ότι αγάπησαν τη νέα τους πατρίδα. Φυσιολογικό. Έτσι συμβαίνει. Πόσα όμως χάθηκαν στη διαδρομή, που έγινε με τα πόδια στα βουνά και στο χιόνι; Άγνωστος ο αριθμός. Και πόσος πόνος προηγήθηκε της προσαρμογής, σε αυτά και στους γονείς που τα έχασαν; Πώς να τον ζυγίσεις;
Τα ίδια μου είχε πει μια γυναίκα που γνώρισα το 2005, σε ένα ταξίδι της στη Σύρο, η οποία είχε περάσει το 1948-49 σε κρατικό ορφανοτροφείο. Ήταν τέτοια η πληγή στην ψυχή που δεν είχε τολμήσει να επιστρέψει στο νησί για μισό αιώνα. Δεν ήθελε να δει τα μέρη για όσα θα της θύμιζαν. Ως τη στιγμή που μεγάλη, ένιωσε πια αρκετά δυνατή. Μου θύμισε τη γιαγιά μου από τη Μικρά Ασία. Δεν ήθελε ποτέ μα ποτέ να ξαναδεί το χωριό της, τον Γέροντα. Ούτε από μακριά, για μια μέρα.
Σε όλη αυτή την ιστορία, η επίσημη κυβέρνηση είχε στη διάθεσή της τα θεσμικά μέσα να «μιλήσει» και να ακουστεί περισσότερο. Την έκδοση των γραμματοσήμων. Τον ΟΗΕ στον οποίο υπέβαλε καταγγελία για «γενοκτονία» -του συρμού από τότε η λέξη, όποτε βόλευε πολιτικά. Τις διπλωματικές πιέσεις στο ανατολικό μπλοκ για επαναπατρισμό. Αλλά μέχρις ενός σημείου: Το 1952 έπαψε να θέτει το θέμα, καθώς κυνικά αναγνώριζε ότι «ύστερα από πέντε χρόνια κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης, τα παιδιά αυτά θα έχουν προωθηθεί στον δρόμο που υπέδειξε ο Ζαχαριάδης και το ΚΚΕ…». Δηλαδή, «ως εδώ ήταν η αγανάκτησή μας, τώρα κρατήστε τα».
Η φωτογραφία του γραμματοσήμου των 1.800 δρχ. από τη συλλογή μου.
