Όταν το πρόβλημα εντοπίζεται στην ούρηση απευθυνόμαστε στον ουρολόγο, αν έχουμε πρόβλημα στην όραση στον οφθαλμίατρο κι αν έχουμε δύσπνοια πάμε στον πνευμονολόγο. Δεν ντρεπόμαστε να πάμε σε αυτούς. Μπορεί να βαριόμαστε να πάμε, να σκεφτόμαστε τα χρήματα που θα πληρώσουμε ή τον χρόνο που θα δαπανήσουμε για την εξέταση, αλλά δεν ντρεπόμαστε να πάμε. Δεν ντρεπόμαστε ακόμα κι όταν ο ουρολόγος μας βάλει έναν καθετήρα στην ουρήθρα μας, αν ο πνευμονολόγος μας χώσει ένα βρογχοσκόπιο στην τραχεία ή ο γαστρεντερολόγος μας σπρώξει ένα κολονοσκόπιο στον πρωκτό μας.
Όταν κάποιος έχει πρόβλημα με το μυαλό του ή την συμπεριφορά του, πού πρέπει να πάει; Στον ψυχίατρο. Πάει; Όχι. Γιατί δεν πάει; Γιατί είναι ήττα και αποδοχή ανικανότητας να σε δει ψυχίατρος. Είναι ντροπή ένας ψυχίατρος να εξετάσει τη μνήμη σου, την προσοχή σου, τον συναισθηματικό σου τόνο, την ποσότητα και την ποιότητα του λόγου σου, την αντίληψη σου; «Γιατί να το κανω αυτό, μήπως είμαι τρελός;» σου λένε.
Και όταν κάποιος αγαπημένος μας συμπεριφέρεται με παράξενο τρόπο και συνάμα δεν δέχεται να πάει σε ψυχίατρο για να ελέγξει αν κάποιο ψυχιατρικό πρόβλημα ευθύνεται για αυτή του τη συμπεριφορά, τότε τι γίνεται; Τον αφήνουμε στην τύχη του; Όχι. Τότε ζητάμε από τον εισαγγελέα, την εισαγγελική παραγγελία για ακούσια εξέταση. Γιατί η Πολιτεία (μέσω του Εισαγγελέα) έχει την υποχρέωση και το δικαίωμα να απαιτήσει την ακούσια ψυχιατρική εξέταση κάποιου, αν βέβαια ο εισαγγελέας πεισθεί πως η συμπεριφορά του καθ’ ου είναι αρκούντως παράξενη και πιθανόν να οφείλεται σε παθολογικά αίτια. Τότε, ο εισαγγελέας θα διατάξει κάποιους αστυνομικούς να έρθουν στο σπίτι του, να τον καλέσουν να τους ακολουθήσει και να τον συνοδέψουν θέλει -δεν θέλει στην πλησιέστερη ψυχιατρική κλινική για να εξεταστεί από δυο ψυχιάτρους. Και αν αυτοί οι ψυχίατροι, ομοφώνως, διαπιστώσουν ότι πράγματι η συμπεριφορά του οφείλεται σε ψυχιατρική ασθένεια, υποχρεούνται και να τη θεραπεύσουν. Να μην τον αφήσουν στην τύχη του. Αυτή είναι η ουσία της εισαγγελικής παραγγελίας. Καμία σχέση με επικινδυνότητα, καμία σχέση με «ακούσιο εγκλεισμό στο Δρομοκαΐτειο», καμιά σχέση «με μαύρα σκοτάδια», όπως διαβάσαμε πρόσφατα με αφορμή την σχετική εμπλοκή διάσημου τραγουδιστή.
Θα γινόταν άραγε ο ίδιος ντόρος αν αυτός ο τραγουδιστής πήγαινε στο «Υγεία»” ή στο «Αττικόν» για ένα πρησμένο πόδι; Φυσικά και όχι. Γιατίι; Εξαιτίας του στίγματος. Στίγμα είναι το σύνολο των απαξιωτικών και δυσφημιστικών χαρακτηρισμών που αποδίδονται αυθαίρετα απο την κοινωνία σε ένα άτομο, στερώντας σε αυτό το άτομο το δικαίωμα της κοινωνικής αποδοχής. Στίγμα είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι σε κάποια άτομα που δεν εξαρτάται τόσο από τη συμπεριφορά τους, όσο από την «ταμπέλα» που τους έχει αποδοθεί, με βάση τα στερεότυπα της εποχής. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι, που θεωρηθούν ότι έχουν ψυχιατρικό πρόβλημα, θα αντιμετωπίσθούν ως άχρηστοι, ανίκανοι, απρόβλεπτοι και επικίνδυνοι, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε έχουν επιδείξει τέτοια συμπεριφορά. Στίγμα είναι η δύναμη της κοινωνικής προκατάληψης που υπερισχύει της αντικειμενικής πραγματικότητας. Γιατί η κοινωνία έχει κατανοήσει την ψυχιατρική νόσο με όρους περασμένων χιλιετιρίδων, ως κάτι που δεν ισχύει πλέον, κάτι στιγματιστικό.
Ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι μεταδίδουν το μήνυμα της κοινωνικής παθολογίας, της επικινδυνότητας, του αφύσικου. «Εγκλεισμός στο Δρομοκαΐτειο», «εγκλεισμός χωρίς τη συγκατάθεση του», «οδηγήθηκε στο κολαστήριο ψυχών», «κρίθηκε επικίνδυνος». Ο άνθρωπος, που κάποια στιγμή της ζωής του αρρωστήσει και χρειαστεί να εξετασθεί από ψυχιάτρο, θεωρείται ακατάλληλος να ζει ανάμεσά μας, είναι ξένο σώμα, είναι ανίατα εξωγήινος. Ακόμα και οι εισαγγελείς δεν θέλουν να ασχολούνται με αυτόν, πιστεύουν ότι «χάνουν τον χρόνο τους μαζί του». Ακόμα και οι γιατροί άλλων ειδικοτήτων δυσανασχετούν αν δουν ότι αυτός που εκείνη την στιγμή εξετάζουν, έχει ψυχιατρικό ιστορικό, «να πας στον ψυχίατρο σου» του λένε, διακόπτοντας την εξέτασή τους. Σάμπως ένας που πάσχει από π.χ. διαταραχή παρασυσώρευσης δεν μπορεί να εμφανίσει αρρυθμία και την αναγκαιότητα να εξεταστεί και από καρδιολόγο.
Παραμένει ήττα να σε εξετάσουν ψυχίατροι. Σε μια εποχή που η ψυχοθεραπεία είναι must, οι περισσότεροι δεν θα απευθυνθούν στον ψυχίατρο. Στον ψυχολόγο θα πάνε, στον σύμβουλο ψυχικής υγείας θα πάνε, τον life coach θα επισκεφτούν. «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» και όλοι θέλουν κομμάτι από την πίτα. Όλοι ζητούν ψυχοθεραπευτή και όλοι κάνουν τον ψυχοθεραπευτή. Κι ας μην υπάρχει κανένα κανονιστικό πλαίσιο για το τι είναι ψυχοθεραπεία, ποιος ονομάζεται ψυχοθεραπευτής, ποια πρέπει να είναι τα προαπαιτούμενα για να ονομαστεί ή να συντηρήσει αυτή την ιδιότητα στον χρόνο.
Παραμένει ήττα και ντροπή να πάσχει κανείς από ψυχιατρική ασθένεια. Και γι’ αυτό δεν αποδέχονται να πάρουν φάρμακα ή να πουν ότι παίρνουν φαρμακα. Από την άλλη βέβαια, η χρήση ψυχοφαρμάκων όλο και αυξάνει. Αυτό λένε τουλάχιστον οι πωλήσεις φαρμάκων ή οι μετρήσεις φαρμακευτικών ουσιών στα απόβλητα μας.
Αποτυχία, ντροπή και ήττα είναι να επισκεφτείς, να νοσηλευτείς, να αναζητήσεις θεραπεία σε ψυχιατρική κλινική -που συνήθως λέγεται «τρελάδικο» και οι γιατροί «τρελογιατροί». Σαν να μην φτάνει το βάσανο που προκύπτει απο την ασθένεια, πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει και το βάσανο που προκύπτει από τα στερεότυπα της κοινωνίας.
Κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας!
