Τρίτη άποψη

Πανεπιστήμιο υπό κηδεμονία

Δεν είναι αλήθεια ότι τα πανεπιστήμια είναι χώροι ούτε βαριάς ούτε τόσο συχνής εγκληματικότητας, όπως παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης πολλές φορές. Είναι χώροι, στους οποίους παρατηρούνται -μάλλον σποραδικά- περιστατικά βίας ή βιαιοπραγίας. Άλλωστε, η όποια αδυναμία της πανεπιστημιακής κοινότητας προβάλλεται σίγουρα υποκριτικά, τη στιγμή που η βαριά εγκληματικότητα και η ανασφάλεια καλπάζουν σε περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας, όπου η αστυνομική παρουσία είναι ιδιαίτερα ισχυρή και διαρκής.

Η ενσκήψασα υγειονομική κρίση αναδεικνύει καθημερινά στον δημόσιο διάλογο τη σημασία της χάραξης των ορίων ανάμεσα στην άσκηση των δικαιωμάτων (ατομικών και πολιτικών) και στην ανάγκη έκτακτης νομοθέτησης, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.

Και αν υπό το πρίσμα αυτό είναι σε ένα βαθμό δικαιολογημένη η κατ’ εξαίρεση νομοθέτηση, η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση επιδιώκει να ρυθμίσει νομοθετικά τα ζητήματα του πυρήνα της πολιτικής της ατζέντας μέσα στην πανδημία, με στόχο να κερδίσει επικοινωνιακά οφέλη στοχεύοντας σε συγκεκριμένο συντηρητικό εκλογικό κοινό, είναι τουλάχιστον ακατανόητη και επιτρέπει και στον πιο καλοπροαίρετο παρατηρητή να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση χειρίζεται την υγειονομική κρίση απολύτως καιροσκοπικά. Τελευταίο παράδειγμα, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο με τις ρυθμίσεις για την «πανεπιστημιακή αστυνομία».

Η ιδιότητα του φοιτητή δεν ταυτίζεται με την απλή συμμετοχή σε μια ακόμη βαθμίδα της εκπαίδευσης, καθώς αυτή δεν περιορίζεται μόνον σε μία στεγνή και αποστειρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά συνιστά μία συνολικότερη κατάσταση εκπαιδευτική, κοινωνική και πολιτική που στοχεύει στη διαμόρφωση του ακαδημαϊκού πολίτη, του ελεύθερου εκείνου πολίτη που έχει ανάγκη η κοινωνία για την αναζωογόνηση και την προκοπή της. Συνεπώς, η μελέτη, η λήψη πτυχίου και η απόκτηση επαγγελματικών εφοδίων δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) ο μοναδικός στόχος της φοίτησης και κατά τούτο η τριτοβάθμια εκπαίδευση διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα ποιοτικά της στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη βαθμίδα της εκπαίδευσης. Πράγματι, η πανεπιστημιακή κοινότητα (φοιτητές, διδακτικό προσωπικό, διοικητικοί υπάλληλοι) είναι ένας ζωντανός πολιτικός και κοινωνικός χώρος, όπου, παράλληλα με τη μελέτη της επιστήμης και την προώθηση της έρευνας, τίθενται στη δημόσια κρίση, προτείνονται, αμφισβητούνται -και ενίοτε δοκιμάζονται- πρωτότυπες θεωρίες και εναλλακτικά κοινωνικά μοντέλα, διαδικασία που πρέπει να διεξάγεται υπό την προστασία ενός αυστηρά κατοχυρωμένου πλαισίου ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διαρκής παρουσία της δημοσίας δυνάμεως εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπως αυτή προβλέπεται από τις προωθούμενες στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ρυθμίσεις, αμφισβητεί με καίριο τρόπο τη λειτουργία τους ως χώρων ελεύθερης διακίνησης των ιδεών· και αυτό, διότι η προληπτική παρουσία της αστυνομίας παρέχει σε αυτήν ευρύτατες αρμοδιότητες, κυρίως στον τομέα της πρόληψης των εγκλημάτων, οι οποίες πολλές φορές στην πράξη ερμηνεύονται διασταλτικά (π.χ. κατά το χαρακτηρισμό δραστηριοτήτων ή προσώπων ως «υπόπτων»), με ορατό τον κίνδυνο να ανατίθεται στην κρίση του εκάστοτε αστυνομικού το επιτρεπτόν ή μη δραστηριοτήτων απολύτως συμβατών με την άσκηση της ακαδημαίκής ελευθερίας.

Ως δικαιολογία για την εισαγωγή των εν λόγω ρυθμίσεων προβάλλεται η προφανής και διαχρονική αδυναμία της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας να αποτρέψει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται κατά καιρούς εντός των ιδρυμάτων. Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία πάσχει σε δύο σημεία· και ως προς την εγκληματολογική της προκείμενη και ως προς το πολιτικό της σκέλος.

Δεν είναι αλήθεια ότι τα πανεπιστήμια είναι χώροι ούτε βαριάς ούτε τόσο συχνής εγκληματικότητας, όπως παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης πολλές φορές. Είναι χώροι, στους οποίους παρατηρούνται -μάλλον σποραδικά- περιστατικά βίας ή βιαιοπραγίας. Άλλωστε, η όποια αδυναμία της πανεπιστημιακής κοινότητας προβάλλεται σίγουρα υποκριτικά, τη στιγμή που η βαριά εγκληματικότητα και η ανασφάλεια καλπάζουν σε περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας, όπου η αστυνομική παρουσία είναι ιδιαίτερα ισχυρή και διαρκής. Και στην περίπτωση όμως που υπήρχε όντως πρόβλημα εγκληματικότητας, πάλι η κυβερνητική προσέγγιση είναι εκτός κάθε σύγχρονης έννοιας αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία θα έπρεπε να λαμβάνει πρωτίστως κοινωνικού χαρακτήρα προληπτικά μέτρα (ιδιαίτερα σε ένα χώρο, όπως το Πανεπιστήμιο) και να μην επαφίεται μόνο στον ρόλο της αστυνομίας για τον σκοπό αυτό. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, η σύνταξη του νομοσχεδίου ισοδυναμεί με ομολογία αποτυχίας της προηγηθείσας κυβερνητικής πολιτικής για την πάταξη της «ανομίας» στο Πανεπιστήμιο, αφού πριν από λίγο καιρό η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι η κατάργηση του ασύλου θα έθετε τέρμα στα φαινόμενα βίας (επιχείρημα ούτως ή άλλως αβάσιμο, δεδομένου ότι το άσυλο δεν κατελάμβανε π.χ. κακουργήματα).

Αν ήταν, πράγματι, κίνητρο της κυβέρνησης η πάταξη των φαινομένων βίας, γιατί δεν καλεί άμεσα την αστυνομία, κάθε φορά που τελείται π.χ. ένα κακούργημα (φανταζόμαστε ότι αυτές τις περιπτώσεις θέλει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση και όχι, για παράδειγμα, τις εξυβρίσεις); Αλλά αυτό είναι η πρόφαση· ο στόχος είναι η εκ βάθρων αλλαγή του Πανεπιστημίου, όπως το γνωρίζαμε, η αλλαγή της φυσιογνωμίας του και η μετατροπή του σε ένα κηδεμονευόμενο χώρο απλής κατάρτισης, αποκομμένο από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Δυστυχώς, η κυβέρνηση, μέσω μιας πολιτικής και διαδικαστικής αδικίας, φροντίζει να σπείρει αντιδραστικούς ανέμους, εξασφαλίζοντας ότι εν μέσω πανδημίας (λόγω των αναγκαίων περιοριστικών μέτρων)) θα αποφύγει να θερίσει τις αναμενόμενες θύελλες διαμαρτυρίας ή ότι θα τις πατάξει επικαλούμενη … τη «δημόσια υγεία».

Σχετικά άρθρα

Δύο χρόνια ΝΔ: Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας κάτω από τη βάση

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΟΣ

Εκδήλωση για το σύγχρονο πανεπιστήμιο

Ηπειρωτικός Αγών

Στόχος το σταδιακό άνοιγμα μετά το Πάσχα