Έγραφε η εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ στις 10 Σεπτεμβρίου 1914 στο πένθιμο πρωτοσέλιδο άρθρο της: «Ἡ Ἤπειρος ὅλη ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον καίεται ἀπὸ θλῖψιν ἐπὶ τῆ δυσαναπληρώτῳ ἀπωλείᾳ. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἠχοῦσι πενθίμως ἀγγέλλοντες τὸ ἀπαίσιον ἄγγελμα».
Ποιος ήταν αυτός ο λαμπρός άνδρας και αριστοκράτης που ένωσε στο πένθος την Ήπειρο και την Κεφαλλονιά; Τον πρωτογνώρισα στις γυάλινες φωτογραφίες του αδικοχαμένου στο Άουσβιτς Γιαννιώτη γιατρού Νισήμ Δ. Λεβή (βλ. Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: 1898-1944, Εκδόσεις Καπόν). Όσο περισσότερα έμαθα για την περίοδο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, τόσο πιο πολύ εκτίμησα τον Άγγελο Τυπάλδο Φορέστη (Εικ. 1).
Ένας αριστοκράτης από την Κεφαλλονιά
Όταν λέω πως ήταν αριστοκράτης, το εννοώ κυριολεκτικά. Η οικογένεια Τυπάλδου κατάγεται από Κεφαλλήνιους ιππότες όπως ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος που υπηρέτησε τον τελευταίο Φράγκο κυβερνήτη του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τον Λεονάρδο Γ’ Τόκκο στα τέλη του 15ου αιώνα. Οι οικογενειακές διασυνδέσεις ανάμεσα σε Ήπειρο και Κεφαλλονιά είχαν μακραίωνη ιστορία για τους Τυπάλδους και τους Φορέστη (Εικ. 2, 3).
Ο Άγγελος γεννήθηκε μέσα σε αυτή την οικογένεια το 1872 στην Κεφαλονιά και σπούδασε στην Αθήνα. Όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή το 1897, τον πήρε στο δικηγορικό του γραφείο ο συμπατριώτης του Αντώνιος Μομφεράτος. Όταν ο βουλευτής Κεφαλληνίας Μομφεράτος έγινε υπουργός στις κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Ζαΐμη (Δικαιοσύνης το 1899 και Παιδείας το 1901-1902), πήρε τον Φορέστη μαζί του σαν γενικό γραμματέα.
Ακολουθώντας οικογενειακή παράδοση, ο Άγγελος μπήκε στο διπλωματικό σώμα και υπηρέτησε αρχικά στο Ελληνικό προξενείο της Σμύρνης. Ο θείος του Παναγής είχε διατελέσει πρόξενος της Ελλάδας στη Βενετία, θέση που ανέλαβε μετά ο αδελφός του Άγγελου Τιμόθεος Τυπάλδος Φορέστης. Ο Ζακυνθινός Γεώργιος Φορέστης, είχε διατελέσει πρόξενος της Μ. Βρετανίας στα Ιωάννινα το 1810 στην εποχή του Αλή Πασά, ενώ ο Γεράσιμος Γ. Τυπάλδος πρόξενος της Ελλάδας στη Νάπολη της Ιταλίας το 1880.
Η ανάμιξη του Άγγελου με την Ήπειρο άρχισε στις αρχές του 1908 όταν διορίστηκε υποπρόξενος στην Τουρκοκρατούμενη ακόμα Πρέβεζα.
Ένας πατριώτης πρόξενος-κατάσκοπος
Θα απορήσει ίσως ο αναγνώστης: Γιατί τόσος θόρυβος για το θάνατο αυτού του κρατικού υπάλληλου;
Έγραψε στις 12 Σεπτεμβρίου 1914 η ΗΠΕΙΡΟΣ: «Πρόωρον ἀκόμη, διὰ πλείστους λόγους, νὰ γραφοῦν περὶ τὴν ὡραίαν μορφὴν τοῦ εὐγενοῦς Κεφαλλῆνος μὲ ἔγγραφα καὶ ἱστορικὴς ἀξίας δοκουμέντα ὅλαι αἱ γραμμαὶ, αἱ ὁποῖαι κἄποτε θὰ μᾶς καταστήσουν τὸν ἱερὸν τἀφον του εἰς Κεφαλληνία προσκύνημα φίλτατον ὅπως εἰς τὴν ζωὴν του πάντοτε εὐεργετικὴ ὑπῆρξε δι’ ἡμᾶς τοὺς ἠπειρώτας ἡ παρουσία Του».
Μαθαίνουμε όμως περισσότερα σε μεταγενέστερες αναφορές, όπως εκείνη που άφησε ο Αλέξανδρος Λιβαδάς, ένα από τα στελέχη της Ηπειρωτικής Εταιρείας (ΗΕ), στην Ηπειρωτική Εστία το 1953.
Γρἀφει ο Λιβαδάς ότι τον Ιούλιο του 1909 η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη ανακάλεσε όλους τους αξιωματικούς που δρούσαν στην «υπόδουλο». Έτσι, η διεύθυνση της Ηπειρωτικής Εταιρείας στα Ιωάννινα έμεινε ακέφαλη και «θὰ διελύετο ἀσφαλῶς αὕτη μὲ ἀνυπολογίστους καταστροφάς, ἐάν μὴ τὸ Κέντρον καὶ πρὸ παντὸς ὁ Σπυρομήλιος κατώρθωνε διὰ τῆς προσωπικῆς ἐπιβολῆς του καὶ ἰδίᾳ τῆ ἀρωγῃ τοῦ μανισχύρου τότε Στρατιωτικοῦ Συνδέσμου νὰ ἐξαναγκάσῃ τοὺς τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν νὰ ἀναθέσωσιν τὴν δ/σιν τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις Προξενείου εἰς τὸν τότε ὑποπρόξενον Πρεβέζης Ἄγγελον Φορέστην».
Έτσι, ο Φορέστης, ο οποίος εμπιστευτικά είχε υποσχεθεί να αναλάβει την διεύθυνση της ΗΕ στα Ιωάννινα, έφτασε στην πόλη το Νοέμβριο του 1909. Εκεί, «ἀνεδείχθη ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τῆς Η. Ε., κατώρθωσε νὰ συγκρατήσῃ τὴν ὀργάνωσιν, ἀλλὰ καὶ ἔν τινι μέτρῳ νὰ συνεχίσῃ αὐτήν. Μετέφερε καὶ διένειμε ἄλλα 1000 ὅπλα (σημ. είχαν προηγηθεί και άλλα 1450) τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐναποθηκευμένα εἰς τὴν μεθόριον πρὸ τῆς ἀνακλήσεως τῶν ἀξιωματικῶν, ἐπέβαλε σιδηρᾶν πειθαρχίαν εἰς τὰ ἄτακτα στοιχεῖα, ἐτιμώρησεν τοὺς ἀντιδρῶντας καὶ τοὺς εἰρηνευομένους τὴν ἐθνικὴν ἐργασίαν, καὶ ἠνάγκασε τοὺς διοικοῦντας τὴν κοινότητα νὰ ἀκολουθήσωσιν τὴν πολιτικὴν τῆς Η.Ε. Θυμίζω ότι η Ηπειρωτική Εταιρεία είχε ιδρυθεί από Ηπειρώτες στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου του 1906 στο πρότυπο της Φιλικής Εταιρείας για να προετοιμάσει το έδαφος στην Τουρκοκρατούμενη ακόμη Ήπειρο για την απελευθέρωση.
Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, ο Κεφαλλονίτης κοσμοπολίτης ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους άλλους προξένους στα Γιάννενα αλλά και με την αστική τάξη της πόλης στην οποία ανήκε και ο Γαλλοσπουδασμένος γιατρός και ερασιτέχνης φωτογράφος Νισήμ Δ. Λεβής (Εικ. 4,5).
Στις 4 Οκτωβρίου του 1912, με την έναρξη του πολέμου, ο Φορέστης έλαβε το ακόλουθο μήνυμα από τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, αρχηγό της στρατιάς της Ηπείρου.
«Ἀπόρρητον. Ἐξακριβὼσατε ἐν πάσῃ μυστικότητι ἄν διαβάσεις ἤ κορυφαὶ Ξηροβοῦνι κατέχωνται ὑπὸ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ ποία δύναμις αὐτοῦ. Ἐπίσης ἐάν ὑπάρχῃ Πυρ/κόν, εἰς ποῖα σημεῖα εὑρίσκεται τοπθετημένον καὶ ποία ἡ δύναμίς του. Ἱδιαιτέρως ἐξακριβώσατε διὰ χωρίου Κουμουτζάδες, ἄν στενὸν Κιάφας κατέχηται ὑπὸ στρατοῦ καὶ ποίας δυνάμεως. Ἐπίσης εἰς ποῖα ἄλλα μέρη πρὸ τῶν Ἰωαννίνων, καὶ λοιπὰς θέσεις. Ἄν ἐν τῶ μεταξύ, διακοπτομένων σχέσεων μετὰ Τουρκίας ἀπέλθητε, ὀργανὼσατε ὑπηρεσίαν, ἥτις καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησίν σας χορηγήσῃ ἡμῖν ἀνωτέρω πληροφορίας καὶ πᾶν σχετικὸν περὶ δυνάμεως καὶ κινήσεως Τουρκικοῦ Στρατοῦ. Τηλεγραφήσατε ἡμῖν διὰ λεξικῶν Β. ἤ Κ».
Και μόνο του το περιεχόμενο αυτού του κωδικοποιημένου μηνύματος δείχνει πόση εμπιστοσύνη είχαν οι στρατιωτικές αρχές στο Φορέστη.
Η θριαμβευτική επιστροφή
Με την κήρυξη του πολέμου, ο Φορέστης έφυγε μεν από τα Γιάννενα, αλλά δεν απομακρύνθηκε από την Ήπειρο. Τον Ιανουάριο του 1913 τον βρίσκουμε στην Φιλιππιάδα, οπού συνέχισε να κινεί εξ’ αποστάσεως τα νήματα του δικτύου που είχε στήσει.
Διαβάζουμε σχετικά στην Ηπειρωτική Εστία το 1961, σε άρθρο του Δημήτρη Σαλαμάγκα: «Τὰ κρυπτογραφήματα ἐγράφοντο εἰς ἕνα μικρὸ φύλλο χαρτιοῦ τὸ ὁποῖον ἐδιπλὼνετο καὶ καταντοῦσε σὰν μιὰ λεπὶς ξυραφίου Ζιλλὲτ. Αὐτο, τὸ ἔπαιρναν οἱ ἀγγελιαφόροι καὶ διὰ τῆς Κοβίλλιανης, Ψίνας καὶ πέραν, τὸ ἐνεχείριζαν εἰς τὸ Στρατηγεῖον τοῦ Συν/ρχου Μαλάμου καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Γενικὸν Ἀρχηγεῖον. Τὸν ἴδιον δρόμον ἔπαιρναν καὶ τὰ πρὸς τὸ κέντρον κατασκοπείας ἀποστελλόμενα. […] Τὰς πληροφορίας ποῦ μετέδιδε τὸ Κέντρον μας, τὰς ἐμαζεύαμε ἀπὸ διαφόρους μεμυημένους συμπολίτας καὶ ἀγρότας».
Σε μια φωτογραφία (Εικ. 6) που δημοσίευσε η ΠΑΤΡΙΣ στις 5 Ιανουαρίου 1913, βλέπουμε το Φορέστη μαζί με τον Σαπουντζάκη και τον Ηπειρώτη πολιτευτή και εκδότη της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ Σπύρο Σίμο. Σε μια άλλη φωτογραφία στις 10 Ιανουαρίου, στην οποία ο ίδιος δεν αναφέρεται στη λεζάντα, διακρίνουμε τη χαρακτηριστική του κορμοστασιά δίπλα σε νοσοκόμες, μια από τις οποίες ήταν η δεσποινίς Αργυροπούλου (Εικ. 7). Θα επανέρθουμε στο όνομα αυτό.
Τα πρώτα Ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στα Ιωάννινα το πρωί της Πέμπτης 21 Φεβρουαρίου 1913. Ο Φορέστης ήταν εκεί όταν οι απεσταλμένοι του Εσάτ πασά παρέδωσαν την πόλη στον στρατηγό Αλέξανδρο Σούτσο (Εικ. 8).
Έκτοτε βρίσκουμε τον Φορέστη παντού στις διάφορες φωτογραφίες από τις ιστορικές εκείνες μέρες: Στην υποδοχή του Κωνσταντίνου την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου, στις ξεναγήσεις του τελευταίου στα αξιοθέατα της πόλης (Εικ. 9), στην περιοδεία του νέου διαδόχου Γεωργίου Β’ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς (Εικ. 10).
Τις παρελάσεις και τις λαμπαδηδρομίες ακολούθησε η αναδιάρθρωση της διοίκησης της μέσα στο Ελληνικό Βασίλειο. Και μαζί το ακανθώδες ζήτημα του προσδιορισμού των βορείων συνόρων.
1913: Η συνδιοίκηση με το Ζωγράφο
Οι δεκαοκτώ πρώτοι μήνες της Ελληνικής διοίκησης στα Ιωάννινα, από τον Μάρτιο του 1913 ως το Σεπτέμβριο του 1914 ήταν εξαιρετικά δύσκολοι. Δοκίμασαν όχι μόνο την υπομονή του Φορέστη, αλλά και τις οργανωτικές, τις διπλωματικές, και τις επικοινωνιακές του ικανότητες.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1913, ο διάδοχος Κωνσταντίνος τον διόρισε νομάρχη Ιωαννίνων. Στις 27 νεότερη διαταγή ανέφερε πως η νομαρχία υπαγόταν στην πολιτική διοίκηση «ἁπάσης τῆς κατακτηθείσης ἐν Ἠπείρῳ χώρας». Η θέση του γενικού διοικητή Ηπείρου δόθηκε στον πρώην υπουργό εξωτερικών Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, το γιό του Ηπειρώτη εθνικού ευεργέτη. Ο Φορέστης και οι Γιαννιώτες υποδέχτηκαν το Ζωγράφο στις 18 Μαρτίου.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 1913 λοιπόν, μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου, Ζωγράφος και Φορέστης διαχειρίστηκαν μαζί τις τύχες των Ηπειρωτών. Οι διαδρομές τους χώρισαν μετά με αφορμή τη βόρειο Ήπειρο.
Το βορειοηπειρωτικό «σιγόβραζε» ολόκληρη τη χρονιά 1913 πριν εκραγεί στις αρχές του 1914. Με την έναρξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου κορυφώθηκαν οι ζυμώσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για την αναγνώριση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους. Ήδη, από το Νοέμβριο του 1912, ο Ισμαήλ Κεμάλ βέης, απόφοιτος της Ζωσιμαίας, είχε υψώσει στο οικογενειακό του μέγαρο στην Αυλώνα το λάβαρο της Αλβανικής ανεξαρτησίας. Παράλληλα με το θέμα του πολιτεύματος της νεοσύστατης αυτής χώρας και με τις προστριβές ανάμεσα στους τοπικούς άρχοντες-οπλαρχηγούς, τέθηκε και το θέμα του καθορισμού των νοτίων συνόρων της. Το ζήτημα κόπασε όταν ξέσπασε ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος, αλλά αναζωπυρώθηκε αμέσως μετά, το φθινόπωρο του 1913.
Όπως και παντού αλλού στα πρώην Οθωμανικά εδάφη, η κατάρτιση διακρατικής συνοριακής γραμμής ήταν κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Και αυτό γιατί παντού λίγο-πολύ υπήρχε κάποια ανάμιξη ανάμεσα στις θρησκείες και τις εθνότητες. Ποια ελληνόφωνη και ποια χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα θα έμενε έξω από τα σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου; Ποια αλβανόφωνη και ποια μουσουλμανική κοινότητα θα αποκλειόταν από την Αλβανία; Δύσκολο να βγάλει κανείς άκρη, παρότι οι τοπικές πληθυσμιακές πλειοψηφίες ήταν σχετικά εμφανείς.
Την κατάκτηση της βορείου Ηπείρου τον Μάρτιο του 1913 από τον Ελληνικό Στρατό ακολούθησαν περιοδείες Ελλήνων πολιτευτών και μελών της βασιλικής οικογένειας με σκοπό να διατυμπανίσουν στον διεθνή τύπο την Ελληνικότητα της περιοχής. Αντίστοιχα, προπαγάνδα ανέπτυξαν και οι Αλβανοί για τα δικά τους συμφέροντα. Οι προστριβές ήταν αναπόφευκτες.
Ακολούθησαν συλλαλητήρια στη βόρειο Ήπειρο, στα Ιωάννινα, την Αθήνα και αλλού όπου ο Ελληνικός λαός στήριξε τις εθνικές διεκδικήσεις. Για την κυβέρνηση του Βενιζέλου και για τον βασιλιά, οι διεκδικήσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο την Ήπειρο, νότια και βόρεια, αλλά και την Κρήτη, την Μακεδονία και τα νησιά. Ήταν νωρίς ακόμα για να τεθεί θέμα ένωσης της Θράκης, της Μικράς Ασίας, ή της Κύπρου. Οι ισορροπίες για την Ελληνική κυβέρνηση ήταν λεπτές και οι επιλογές δύσκολες.
Τον Αύγουστο του 1913, μετά το τέλος του β’ Βαλκανικού πολέμου καταρτίστηκε μια διεθνής επιτροπή για να καθορίσει τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι Ηπειρώτες την αντιμετώπισαν με έντονο σκεπτικισμό, αφού θεωρούσαν πως το «παιγνίδι ήταν στημένο» και πως τα ιταλο-αυστριακά συμφέροντα θα επέβαλαν τελικά μια οριοθέτηση σε όφελος της Αλβανίας. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, είχαν δίκιο. Για το λόγο αυτό, ο Ελληνικός τύπος επιτέθηκε συστηματικά στους αντιπροσώπους της Ιταλίας Λάμπια και Καστάλντι (Εικ. 2) και της Αυστρίας Μπιλίνσκι και Μπουσμπέργκερ (Εικ. 5).
Μέσα στην ένταση αυτή με την Αυστρία, ο Φορέστης βρέθηκε αναπάντεχα στο προσκέφαλο του Μπιλίνσκι κατά παράκληση του τελευταίου λίγο πριν αυτός πεθάνει στα Γιάννενα. Πρόκειται για μια συγκλονιστική και πολύ ανθρώπινη στιγμή όπου ο «ανθέλληνας» στα μάτια των Γιαννιωτών και διπλωματικός «αντίπαλος» του Φορέστη στο θέμα τις οριοθέτησης των συνόρων ζήτησε από τον Έλληνα νομάρχη να τον συγχωρήσει (βλ. ΗΑ 10 Μαΐου 2019, Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό: Αξιωματούχοι της Ηπείρου και της Αυστρίας πριν έναν αιώνα).
Μια βδομάδα αργότερα από την επιμνημόσυνη δέηση για τον Μπιλίνσκι στα Ιωάννινα, ο Φορέστης βρέθηκε στην Αθήνα για να παραστεί σε μια γαμήλια τελετή στα ανάκτορα όπου γαμπρός ήταν… ο ίδιος. Σε ηλικία 41 ετών, παντρεύτηκε την εικοσιεξάρχρονη Μαρία Αργυροπούλου. Ἰσως να είναι η νοσοκόμα που είδαμε νωρίτερα στη Φιλιππιάδα (Εικ. 7). Κουμπάρος ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Οι σχέσεις των βασιλέων με την οικογένεια Τυπάλδου Φορέστη ήταν στενές. Τον Αύγουστο του 1912, ο βασιλιάς Γεώργιος, σε κρουαζιέρα με την «Αμφιτρίτη», είχε σταματήσει στη Βενετία οπού αντάλλαξε εθιμοτυπικές επισκέψεις με τον πρόξενο Τιμόθεο Τυπάλδο Φορέστη, τον αδελφό του Άγγελου. Ο Τιμόθεος είχε παντρευτεί το 1911 την Κερκυραία ζωγράφο Λέλα Καποδίστρια, γόνο των οικογενειών Καποδίστρια και Καραπάνου.
Όταν έφτασε στα Γιάννενα αμέσως μετά το γάμο σαν σύζυγος του γενικού διοικητή, η Μαρία οργάνωσε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και εράνους για τους πρόσφυγες.
1914: Η Αυτόνομη Ήπειρος και οι πρόσφυγες
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1913, ο τύπος μετέδωσε πως ο Φορέστης θα έπαιρνε μετάθεση στο προξενείο της Σμύρνης. Το πόστο αυτό του ήταν γνώριμο και πιθανότατα ο ίδιος ήθελε να επιστρέψει στο διπλωματικό σώμα.
Αντιδρώντας στην είδηση της επικείμενης μετάθεσης του, πολλοί Γιαννιώτες έστειλαν επιστολή στις εφημερίδες προτρέποντας τον Φορέστη να παραμείνει. Η λίστα με τις υπογραφές ήταν τόσο μακροσκελής, ώστε η εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ άρχισε να την δημοσιεύει σε συνέχειες. Στις 24 Δεκεμβρίου ωστόσο, οι υπογραφές εξαφανίστηκαν και η εφημερίδα δημοσίευσε ένα υπηρεσιακό τηλεγράφημα όπου ο Φορέστης αντί για νομάρχης υπέγραφε πλέον σαν «αναπληρωτής γενικός διοικητής».
Τι είχε συμβεί; Ενώ στα Γιάννενα εξελισσόταν η κίνηση για την παραμονή του νομάρχη Φορέστη, ο γενικός διοικητής Γεώργιος Ζωγράφος είχε αναχωρήσει αθόρυβα για την Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου. Λίγο μετά έσκασε η βόμβα: Έγραψε η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ σε άρθρο που ανατύπωσε και η ΗΠΕΙΡΟΣ: «Ἰδοὺ ἕνας ἥρως ποῦ ἀνακύπτει μέσα ἀπὸ τὴν πλουτοκρατίαν. Ὁ τέως Γενικὸς Διοικητὴς τῆς Ἠπείρου κ. Γεώργιος Ζωγράφος. Παραιτεὶται ἀπὸ τὴν ἐπίσημον θέσιν καὶ ὅλην τὴν συμπαρομαρτοῦσαν εὐμάρειαν καὶ πρόκειται νὰ τεθῆ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἀμύνης».
Ο Ζωγράφος είχε αποφασίσει να αναλάβει πρωτοβουλία στη βόρειο Ήπειρο από όπου και καταγόταν. Έτσι, ο μεν Φορέστης επέστρεψε στα Γιάννενα σαν γενικός διοικητής Ηπείρου στις 21 Ιανουαρίου, ενώ ο Ζωγράφος κήρυξε την αυτονομία της βορείου Ηπείρου στις 28 Φεβρουαρίου 1914.
Ίσως ο Ζωγράφος θέλησε έτσι να εκβιάσει την Ελληνική κυβέρνηση και τις μεγάλες δυνάμεις όπως είχε κάνει παλιότερα ο Βενιζέλος για την ένωση της Κρήτης. Ζυγίζοντας όμως μαζί με την βόρειο Ήπειρο τις εθνικές επιδιώξεις στη Μακεδονία και τα νησιά, η κυβέρνηση αποφάσισε να εκκενώσει ορισμένα εδάφη στην Κορυτσά και αλλού. Τα συλλαλητήρια εντάθηκαν. Ακολούθησαν συμπλοκές, καταλήψεις, υποχωρήσεις, ανακαταλήψεις, αλλά και σφαγές με πρόσφυγες (Εικ. 11, 12).
Μέσα στην αναταραχή με την αναχώρηση του Ζωγράφου και την επιστροφή του Φορέστη ο κρατικός μηχανισμός παρέλειψε την πληρωμή του τελευταίου. Διατηρείται επιστολή του Φορέστη στον πρωθυπουργό Βενιζέλο στις 24 Φεβρουαρίου 1914 στην οποία αναφέρει: «’Αφ΄ ὅτου ἀνέλαβον καθήκοντα ἀναπληρωτοῦ Γενικοῦ Διοικητοῦ δὲν ἔλαβον εἰσέτι οὐδεμίαν ἀποζημίωσιν. Παρακαλῶ εὐαρεστούμενοι βάσει διατάγματος ὀγδόης Ἰουνίου 1913 ἐγκρίνατε ὅπως χορηγηθῶσι μοι ὁρισθέντα διὰ Γενικόν Διοικητήν ἔξοδα παραστάσεως ἵνα δυνηθῶ καὶ ἀνταποκριθῶ εἰς πολλαπλὰ ἔξοδα εἰς ἅ ὠς ἐκ τοῦ ἀξιώματος μου ὑποβάλλομαι».
Σαν εκπρόσωπος του επίσημου κράτους, ο Φορέστης αναγκάστηκε να υπερασπίσει την πολιτική που σκόπευε να αποφέρει τα περισσότερα δυνατά εδαφικά κέρδη στον εθνικό κορμό. Σίγουρα ο ρόλος αυτός ήταν επίπονος. Είχε άλλωστε συγγενείς και φίλους που αγωνιζόντουσαν στη βόρειο Ήπειρο όπως ο γυναικαδελφός του Γρηγόριος Αργυρόπουλος, ο Σπυρομήλιος ο οποίος από την Ηπειρωτική Εταιρεία είχε προωθήσει τη μετάθεση του στα Ιωάννινα το 1909, αλλά και ο Γεώργιος Χατζής-Πελλερέν που τον είχε παινέψει στις σελίδες της εφημερίδας του. Ο Άγγελος Τυπάλδος-Φορέστης είχε βρεθεί κάποτε στη θέση τους σε απελευθερωτικό αγώνα και κατανοούσε τις προσδοκίες τους.
Όταν τον Απρίλιο εμφανίστηκαν μετά την εκκένωση του Ελληνικού Στρατού πάνω από είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες κοντά στην Κακαβιά, ο Φορέστης οργάνωσε αμέσως τη μεταφορά τροφίμων στην περιοχή (Εικ. 13, 14).
ΟΙ πρόσφυγες δεν ήταν μόνο χριστιανοί. Υπήρχαν και μουσουλμάνοι οι οποίοι αναζήτησαν και αυτοί την έννομη προστασία του Ελληνικού Στρατού από την αναρχία που έφεραν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε συμμορίες. Ορισμένοι είχαν μάλιστα επικοινωνήσει από πριν με το Φορέστη ζητώντας για τη βοήθεια του. Στις 27 Μαρτίου 1914, ο ίδιος είχε ενημερώσει το Βενιζέλο για το ακόλουθο τηλεγράφημα που είχε λάβει από το μουφτή και άλλους προύχοντες από το Λεσκοβίκι:
«Κατά τὴν κρίσιμον τούτην στιγμήν προστρέχομεν τῆ Ὑμετέρα Ἐξοχότηδα καὶ ἱκετεύομεν σύν γυναιξί καὶ τέκνοις ὅπως ἐνεργήσητε παραμονήν ἑλληνικοῦ στρατοῦ, καθ’ ἥν δὲ τυχόν περίστασιν ἤθελεν οὖτος διαταχθῆ ἀποχωρήσῃ, επιτραπῆ καὶ δοθῆ ἄδεια ἡμῖν καὶ μετὰ τῶν γυναικοπαίδων νὰ παρακολουθήσωμεν αὐτόν, ὁ δὲ στρατὸς διαταχθῆ προστατεύσῃ ἡμᾶς». Το μήνυμα διατηρείται στα αρχεία του ιδρύματος Ελευθέριος Βενιζέλος. Τον Αύγουστο του 1914, οι προύχοντες αυτοί ευχαρίστησαν τον Φορέστη στέλνοντας του ένα χρυσό ρολόι.
Σε συνέντευξη του στην παρισινή εφημερίδα Le Temps τον Μάιο του 1914, ο Φορέστης δήλωσε: «Ἡ Ελλάδα δεν ενίσχυσε με κανένα τρόπο τους αυτόνομους Ηπειρώτες και τα πρόσφατα γεγονότα το απέδειξαν. Πιστέψτε με, αν η Ελλάδα είχε θελήσει να στηρίξει τους Ηπειρώτες που μάχονται τώρα για να περισώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις προσδοκίες και τα εθνικά τους δικαιώματα […] θα είχε στείλει όλα όσα χρειαζόντουσαν.
Και μόνο η ιδέα ότι η Ελλάδα, για ένα τόσο σημαντικό θέμα, θα μπορούσε να ακολουθήσει διφορούμενη πολιτική είναι παράλογη. Για υπέρτατους λόγους τους οποίους δεν θα σχολιάσω, η κυβέρνηση της Α.Μ. αποφάσισε να απόσχει τελείως από την σύρραξη που διεξάγεται στην άλλη πλευρά των συνόρων μας και στην οποία συμμετέχουν οι εξ αίματος αδελφοί μας στη γλώσσα και τη θρησκεία. […]
Δεν σας κρύβω ότι για εγώ μαζί με όλους τους υπαλλήλους στη διοίκηση μου μοιραζόμαστε τη συγκίνηση […]. Είναι σκληρό το να είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε από τόσο κοντά και με τα χέρια σταυρωμένα αυτά που συμβαίνουν τώρα στη βόρειο Ήπειρο, σε αυτή τη δυστυχισμένη χώρα η οποία είχε απελευθερωθεί από τα ελληνικά όπλα και η οποία γεύτηκε για ενάμιση περίπου χρόνο τα οφέλη της ειρήνης και την γαλήνη της συμβίωσης με τον Ελληνικό λαό.
Μου είναι αδύνατο όπως και για κάθε άλλο Έλληνα να απαρνηθούμε τα συναισθήματα που μας συνδέουν με αυτούς τους αδελφούς στις δυσκολίες και την δυστυχία τους. Δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να ακολουθώ στο γράμμα τους τις ακριβείς οδηγίες που μου διαμήνυσε η κυβέρνηση μου αλλά ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω την απόφαση που η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε στην Ελλάδα».
Στο φύλλο της 29 Απριλίου 1914 η ΠΑΤΡΙΣ έγραψε για τον Φορέστη:
«Ἡ συγκίνησις, ἥτις ἐπικρατεῖ παρ’ ἅπασι κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, ὡς ἐκ τοῦ ζητήματος τῶν προσφύγων εἶνε ἐζωγραφημένη ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀκαταπονήτου τούτου λειτουργοῦ τοῦ Κράτους. Ὁ κ. Φορέστης εἶμαι εἰς θέσιν νὰ γνωρίζω, ὅτι ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν δὲν ἐκοιμήθη. Μοὶ διηγεῖτο συγκεκινημένος σκηνὰς ἐκ τῶν προσφύγων εἰς τὴν ἀφήγησιν τῶν ὁποίων ραγίζει ἡ καρδία».
Στον ψυχικό αυτό Ηπειρωτικό αγώνα αναφέρθηκε σε μια διαταγή του τον Μάιο του 1914 και ο Αναστάσιος Παπούλας που διοικούσε τότε το Ε’ Σώμα Στρατού με έδρα τα Ιωάννινα:
«Ὁ ὑπ’ ἐμὲ στρατὸς διήνυσε στάδιο σοβαρᾶς δοκιμασίας ἐξ ἧς ἐξῆλθε νικητὴς ὄχι κατ’ ἀντιπάλου τινὸς, ἀλλὰ κατὰ τῆς ὁρμῆς τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς, ἥν ὑπέταξεν εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Νόμου, εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου Βασιλέως του καὶ τῆς Κυβερνήσεὼς του. Διὰ τῆς ἀκλονήτου πειθαρχίας, ἥν ἐτήρησε κατὰ τὰς χαλεπὰς στιγμὰς, καθ’ ἅς ἠναγκάσθη νὰ ἐγκαταλίπῃ ἐδάφη Ἑλληνικὰ ἐλευθερωθέντα διὰ τοῦ αἵματός του, διετράνωσε μίαν ἀκόμη φορμὰν τὴν ἀρίστην φήμην τοῦ ἀρίστου στρατοῦ, ἥν ἀπέκτησε διὰ τῶν πολεμικῶν του κατορθωμάτων».
Μαζί με τις ανακαταλήψεις εδαφών στη βόρεια Ήπειρο και τις ένδοξες νίκες, οι πρόσφυγες από εδάφη που χάθηκαν ήταν το παράπλευρο κόστος από το τολμηρό αυτό εγχείρημα των αυτονομιστών. Πρόσφυγες βέβαια υπήρχαν και από την άλλη πλευρά. Αλλά στην ιστοριογραφία των λαών της Βαλκανικής όλοι μας αναφερόμαστε σε πρόσφυγες μόνο ύστερα από ήττες, όταν «δικοί μας» αναγκάστηκαν να φύγουν. Στις νίκες και τις κατακτήσεις μας θέμα προσφύγων δεν μας απασχολεί απλούστατα επειδή αν έφυγε κοσμάκης αυτός ήταν με «τους άλλους» και όχι «με τους δικούς μας». Η ιστορία και η παθολογική αυτή εθνική μυωπία επαναλαμβάνεται στις μέρες μας στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και αλλού.
Εκτός από το βορειοηπειρωτικό και τους πρόσφυγες, ο Φορέστης είχε επίσης να ασχοληθεί με τα καθημερινά ζητήματα της τοπικής διοίκησης. Βλέπουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σε ιδιαίτερη επιστολή του σε αρμόδιο φίλο του στην Αθήνα σταλμένη από τα Γιάννενα στις 26 Μαΐου του 1914:
«Φίλτατε μου, Ὁ διευθυντής τοῦ ἐνταῦθα ταχυδρομείου φορᾶται τελείως ἀνίκανος. Καλός άνθρωπος χρηστός πολίτης ἀλλά ἀνεπαρκέστατος διὰ τὴν θέσιν τοῦ Διευθυντοῦ. Παρακαλῶ ζητήσατε νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως καὶ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ σταλῆ ἱκανός καὶ ρέστος Διευθυντής». Υπογραφή: Φορέστης
Τον Ιούνιο του 1914, καθώς η κατάσταση με τους πρόσφυγες είχε σταθεροποιηθεί, επανήλθαν τα σενάρια για μετάθεση του Φορέστη σε διπλωματικό πόστο. Συζητιόταν το ενδεχόμενο να σταλεί στο Παρίσι. Ο Άγγελος και η Μαρία αναχώρησαν από τα Ιωάννινα στα μέσα Ιουνίου και τα ηνία ανέλαβε σαν πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας. Λίγο αφότου ανέλαβε τα πολιτικά καθήκοντα, ο Παπούλας προσέλαβε σαν γραμματέα τον αδελφό του Δημήτριο.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στις 15/28 Ιουλίου άλλαξε τα σχέδια αυτά. Με την ανακατάληψη εδαφών στη βόρειο Ήπειρο από τον Ελληνικό Στρατό το ζήτημα των συνόρων αναβλήθηκε. Θέμα μετάθεσης στο εμπόλεμο Παρίσι δεν υπήρχε πλέον, οπότε το ζεύγος Φορέστη επέστρεψε στα Ιωάννινα στις 18 Αυγούστου και ο Άγγελος ανέλαβε πάλι το ρόλο του γενικού διοικητή.
Η τραγική 9 Σεπτεμβρίου 1914
Φτάνουμε στην τραγική Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 1914. Ο Φορέστης είχε ξεκινήσει νωρίς με τον οδηγό του από τα Ιωάννινα για την νότιο Ήπειρο. Λίγες μέρες πριν είχε περιοδεύσει σε Φιλιατά, Μαργαρίτι και Παραμυθιά. Μετά την πρόσκρουση του αυτοκινήτου σε δέντρο λίγο έξω από την Άρτα, οι ανησυχίες στράφηκαν αρχικά στην υγεία του οδηγού του με το Φορέστη να φροντίζει για την άμεση περίθαλψη του. Τα πρώτα μηνύματα στην σύζυγο του Μαρία στα Γιάννενα ήταν καθησυχαστικά. Μέχρι όμως να φτάσει η δύστυχη γυναίκα στην Άρτα, ο Άγγελος είχε πεθάνει από εσωτερικά τραύματα τα οποία δεν είχαν γίνει αμέσως αντιληπτά.
Πριν μεταφερθεί η σορός του στο ατμόπλοιο για το ταξίδι προς την Κεφαλλονιά, τον νεκρό προσκύνησε με δάκρυα στα μάτια ο πρόξενος της Γαλλίας Εντγκάρ Ντυσάπ. Ειρωνεία της τύχης: Με το ίδιο πλοίο, το Πύλαρος, είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι στην Αθήνα την προηγούμενη χρονιά ο Εσάτ πασάς και ο αδελφός του Βεχήπ.
Θρηνώντας τον εκλεκτό Κεφαλλονίτη, στις 10 Σεπτεμβρίου το δημοτικό συμβούλιο των Ιωαννίνων αποφάσισε να τον τιμήσει δίνοντας το όνομα του σε ένα δρόμο της πόλης. Ανάμεσα στις υπογραφές διέκρινα και το όνομα του προπάππου μου Ματαθιούλη Δ. Λεβή. Ο Ματαθιούλης αναπαύεται σήμερα στο Εβραϊκό νεκροταφείο λίγα μέτρα από την οδό Φορέστη.
Είχε γράψει η ΗΠΕΙΡΟΣ, στο πρώτο τεύχος που κυκλοφόρησε μετά την απελευθέρωση:
«Ὅταν γραφῆ ἡ ἱστορία τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ἀγῶνος, καὶ ἕνας ἱστορικός, μὲ ψυχὴν καὶ νεῦρα Ἠπειρωτικά, ζητήσῃ τὸν προφήτην καὶ τὸν ὑποφήτην μιᾶς νέας ζωῆς ἐν Ἰωαννίνοις καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, ἐφ’ ὅλης τῆς Ἠπείρου, θ’ ἀνακαλύψῃ εἰς ἕν, διανυκτερεῦον διαρκῶς, ἐπὶ τριετίαν ἤδη, γραφεῖον τοῦ Προξενείου, ἀκαταπόνητον, ἀκούραστον, ἀφαντάστως ἐργατικὸν καὶ γνώστην παντὸς Ἠπειρωτικοὺ ζητήματος τὸν κ. Φορέστην διευθύνοντα πᾶσαν ὀργάνωσιν, πηγνύοντα συλλόγους, σωματεῖα, νουθετοῦντα, παραφερόμενον, παθαινόμενον, πάσχοντα, αἰωνίως πονοῦντα διὰ τὰ Ἰωαννίτικα καὶ τὰ Ἠπειρωτικά πράγματα».
Είχε δίκιο ο αρθρογράφος.