Από την ερχόμενη Παρασκευή και για τρεις μέρες (14-16 Οκτ.) ανεβαίνει στο θέατρο Ακτίνα ο μονόλογος «…και Ιουλιέτα» του Άκη Δήμου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη. Ερμηνεύει η Σοφία Δερμιτζάκη.
Πρόκειται για παραγωγή της ομάδας MoueTTe Theatre Group. Ανέβηκε πρώτη φορά τον Απρίλιο του ΄22 και έχει παιχτεί ως τώρα μόνο στην Κρήτη (Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Άγιος Νικόλαος, Ιεράπετρα). Στα Ιωάννινα θα δοθούν τέσσερις παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:15. Θα υπάρξει και μια έξτρα απογευματινή την Κυριακή στις 19:00.
Ο Ηπειρωτικός Αγών μίλησε με το σκηνοθέτη της παράστασης, Γιάννη Αναστασάκη.
Η παράσταση έρχεται σε μια πόλη με την οποία και εσείς, αλλά και η ηθοποιός Σοφία Δερμιτζάκη, έχετε δεσμούς. Για αυτό και η ιδιοκτήτρια του θεάτρου ανακοινώνοντάς την, έγραψε «…όταν έρχονται οι φίλοι μας». Πείτε μας δυο λόγια για αυτούς τους δεσμούς.
Την πόλη αυτή την αγαπώ. Σπούδασα στη Φιλοσοφική, στο παλιό πανεπιστήμιο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Εδώ πρωτοασχολήθηκα με το θέατρο, στη ΘΕΣΠΙ που ιδρύσαμε μια φοιτητική παρέα το…μακρινό 1983, κι είχα την τύχη αργότερα να ξανάρθω 7 φορές για να σκηνοθετήσω παραστάσεις στο ΔΗΠΕΘΙ. Έτσι συνεργάστηκα με τη Σοφία και την Αθηνά. Χαίρομαι πολύ που στο μεταξύ η Αθηνά δημιούργησε δικό της θέατρο και η Σοφία, που ζει πλέον εδώ και χρόνια στην Κρήτη, επιστρέφει με μια παράσταση που στήσαμε στο Ηράκλειο την περασμένη άνοιξη. Με ένα έργο μάλιστα που εκείνη το πρωτοδιάβασε στα Γιάννενα και -δικαίως- το αγάπησε κεραυνοβόλα!
Τι να περιμένουν οι θεατές;
Ο Άκης Δήμου ανήκει στους σημαντικότερους σύγχρονους νεοέλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Το κείμενό του είναι εξαιρετικό. Αναφέρεται στην Ιουλιέτα του Σαίξπηρ -μόνο που εδώ δεν υπάρχει Ρωμαίος. Γι’ αυτό και τα αποσιωπητικά στον τίτλο. Η Ιουλιέτα δεν πέθανε στην αγκαλιά του Ρωμαίου. Δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει. Και τώρα ζει εξόριστη στην Ελλάδα, μόνη, 427 χρόνια μετά. Δεν είναι πια 14 ετών, αλλά γερνάει πολύ αργά, ζώντας «το εξαίσιο χάος» που αξιώθηκε, παρακαλώντας μάταια τον Χρόνο να τη συνθλίψει.
Μπροστά μας, μια νέα γυναίκα που υπήρξε απόλυτα ερωτευμένη και τώρα δοξολογεί σε έναν άγνωστο φανταστικό επισκέπτη τον έρωτά της, τον ξεγυμνώνει, τον περιβάλλει με πραγματικά και φανταστικά γεγονότα, κι ύστερα, όταν αυτός ο σιωπηλός επισκέπτης αποχωρήσει, καλεί εκείνη το Ρωμαίο να ‘ρθεί εδώ, να ζήσει επιτέλους μαζί της σ΄ αυτήν την παραθαλάσσια- ή μάλλον, στην περίπτωσή μας, σ΄ αυτήν την παραλίμνια κατοικία.
Νομίζω ότι ο θεατής θα βρει πολλά κοινά με τη δική του προσωπική ιστορία. Ανάλογα συναισθήματα έχουμε νιώσει όλοι μας. Ίσως καθρεφτιστεί στα λόγια και στις κινήσεις που γεννιούνται μπροστά του. Τουλάχιστον, αυτός είναι ο δικός μας στόχος. Μια αμφίδρομη εξομολόγηση που διαρκεί περίπου 60 λεπτά. Μια συνωμοσία λόγου και σιωπής. Μια ανταλλαγή βλεμμάτων. Ακόμη και στο σκοτάδι. Βλέποντας την παράστασή μας πιστεύω θα καταλάβετε τι εννοώ.
Οι μονόλογοι είναι συνήθως παραστάσεις με δύναμη, που μεταδίδουν έντονα συναισθήματα στους θεατές, και την ίδια στιγμή πολύ απαιτητικοί από τους ηθοποιούς…
Έτσι! Είναι πολύ δύσκολο για έναν ηθοποιό να βρίσκεται μια ώρα στη σκηνή μόνος του, απέναντι στους θεατές. Απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη, εντατική προετοιμασία κάθε φορά, συγκέντρωση στον υπέρτατο βαθμό και, βέβαια, εγρήγορση. Δεν υπάρχει συμπαίκτης στη σκηνή. Συμπαίκτης σου, σύντροφος, ακροατής, πομπός μαζί και δέκτης είναι μονάχα ο θεατής. Η Σοφία είναι πολύ καλή ηθοποιός και αφοσιωμένη στην τέχνη μας. Αυτό έκανε τα πράγματα πολύ πιο εύκολα για μένα. Τη θαυμάζω. Η ειλικρίνειά της, η δύναμη που βγάζει στη σκηνή, η σχέση που αναπτύσσει κάθε βράδυ με το κοινό, διαφορετικό κάθε φορά, είναι βαθιά και μοναδική. Σε κάθε παράσταση, όπως και στη δική μας, το σκηνικό και το κοστούμι μετρούν καθοριστικά, οι φωτισμοί το ίδιο, η μουσική, η σκηνοθεσία, το έργο, όλα… Αλλά το σώμα που έχουμε απέναντί μας είναι του ηθοποιού. Δική του η φωνή, δικά του τα μέλη, δική του η ανάσα. Με αυτά συντελείται η επικοινωνία κι έχουμε Θέατρο.
Ας επιστρέψουμε σε σας… Πώς νιώθετε να ανεβαίνει ένα έργο σας στα Ιωάννινα, μετά από εννέα χρόνια που είχατε τελευταία φορά σκηνοθετήσει στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων;
Πολύ χαρούμενος, εννοείται! Κι έχω την αγωνία που έχουμε συνήθως στην πρεμιέρα! Νομίζω πως έτσι θα νιώθει κι η Σοφία. Είναι σα να ξαναγυρνάς σε… πατρώα εδάφη και θέλεις να βρεθείς ξανά με φίλους παλιούς, να γνωρίσεις νέους που περπατούν στα ίδια μέρη που περπάτησες κι εσύ.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχασα την επαφή μου με την πόλη. Φρόντισα για μια συνεργασία ΚΘΒΕ-ΔΗΠΕΘΙ (με την παράσταση ΕΛΕΦΑΣ του Κώστα Μποσταντζόγλου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη, το 2019), που μου έδωσε την αφορμή να έρθω, έστω και για λίγο. Επιπλέον, πριν από δύο χρόνια είχα την τιμή να με προσκαλέσει το ΔΗΠΕΘΙ για μια σκηνοθεσία, αλλά η επιδημία δεν μας το επέτρεψε. Η απόφαση είχε παρθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. Επρόκειτο για έργο της Παιδικής Σκηνής που όμως δε λειτούργησε τελικά λόγω του covid-19. Εύχομαι να ξανάρθω στο μέλλον.
Αν και -να το πω αυτό- δεν αισθάνομαι πως έφυγα ποτέ πραγματικά. Πάντα, με κάποιο τρόπο, είμαι και εδώ. Να, τώρα παίζω σε μια παράσταση στην Αθήνα και ο ρόλος μου είναι Ηπειρώτης. Όταν διαλύεται και σπαράζει, τραγουδά «Στης πικροδάφνης τον ανθό»! Τον καταλαβαίνω -κι αφήνομαι στις δικές του παιδικές μνήμες που δανείζομαι ευχαρίστως. Περίεργο δεν είναι;
Καθόλου. Κι εγώ όταν διαβάζω Γιαννιώτες πεζογράφους και ποιητές, νιώθω να δανείζομαι πολλά. Αλλά να σας ρωτήσω μ’ αυτή την αφορμή για τις δικές σας μνήμες από τα Γιάννενα. Δουλέψατε με τον Γιώργο Τζέρπο, τον Μιχάλη Μπίζιο, τον Θανάση Τζάτσο, τον Βαγγέλη Νέττη… Οι παραστάσεις σας αγαπήθηκαν από τον κόσμο, έκαναν περιοδείες στα χωριά της Ηπείρου. Πείτε μας δυο λόγια.
Ήμουν πολύ τυχερός που δούλεψα με όλους αυτούς τους ανθρώπους, ηθοποιούς πολυτάλαντους, σκηνογράφους, φωτιστές, τεχνικούς, υπαλλήλους του θεάτρου σε διοικητικά πόστα. Πήρα πολλή αγάπη, μαθήτεψα πλάι τους, πάλεψα κι εγώ δίπλα τους για να πάει το θέατρο σε κάθε γωνιά, να το λατρέψουν τα παιδιά, να το αγκαλιάσει το κοινό της πόλης κι όχι μόνο. Η δική μου συμβολή ήταν ελάχιστη, βέβαια. Κάθε φορά ερχόμουν σε ένα φιλόξενο σπίτι, αφού αυτοί οι άνθρωποι το ασβέστωναν, το σκούπιζαν, πάσχιζαν να το κρατάνε ανοιχτό σε δύσκολες εποχές. Μόνο ευγνωμοσύνη από μένα. Και ένα κεράκι στους φίλους που χάσαμε: στον Θανάση Τζάτσο, στον Δημήτρη Κωστή, στον Γιάννη Κυριακίδη, στον Γιάννη Τάτση, στον Χάρη Αναστασίου, στον Παναγιώτη Ραπτάκη, στον Γιάννη Θωμά…
Και πριν απ’ αυτούς, η ΘΕΣΠΙ… Βέβαια, άλλο τελείως η δεκαετία του ‘80… Θα ήθελα λοιπόν να κλείναμε με δυο λόγια για εκείνη την πρώτη εποχή.
Ωραία χρόνια, όλοι μας νέοι τότε, τα θυμάσαι κι εσύ -κι άσε τους πληθυντικούς Νίκο! Η γέννηση της ΘΕΣΠΙ, η γέννηση του ΔΗΠΕΘΙ, ο ΟΗΘ που έδειξε το δρόμο…Δεν ξέρω τι να πω. Οι καλύτερες φιλίες μου εκείνη την εποχή χτίστηκαν. Αγαπήσαμε τη λίμνη και τα βουνά της γύρω γύρω, τον Τσοκάνη, τη στοά του Ορφέα, το Καμπέρειο, τη Σφήκα, το Μαντζάτο, το Πάπιγκο, τα Ζαγοροχώρια, τις πανεπιστημιακές αίθουσες, τη Νίκη Λοϊζίδη, τον Ευτύχη Μπιτσάκη, τον Μιχάλη Πασχάλη, τον Καψωμένο, τον Σαββαντίδη, τον Ζώη, τη Λίλα Μαραγκού. Μπερδεύω νεκρούς και ζωντανούς, γιατί έτσι κυλούνε μέσα μου. Μαζί με ατελείωτα ξενύχτια, με πολύωρες πρόβες δίχως σκοπό, με αγχωτικά διαβάσματα, με έρωτες αδιέξοδους, με γέλια, με δάκρυα, με μουσικές, με πάντα κρίσιμες εθνικές εκλογές, με παγκόσμια κύπελλα, με τσίπουρα στου Θωμά, με τζαμάλες, με συνελεύσεις φοιτητικές, με πηγαδάκια στη Δομπόλη, με φωνές, με γέλια ξανά, με σχέσεις ζωής που μας κρατάνε ακόμα. Τι άλλο να πω; Για την παράσταση ήταν να μιλήσουμε και κατάφερες πάλι να ξεστρατίσουμε στο παρελθόν. Θα μου πεις: «ποιο παρελθόν; Όλα παρόντα»!