Στη σύγχρονη εκδοχή τους, κοινός παρονομαστής είναι ένας ακόμη άντρας, ο συγγραφέας των ομώνυμων θεατρικών μονολόγων Στέφανος Παπατρέχας, που ξαναζωντάνεψε τις δύο ηρωίδες και έδωσε τη δυνατότητα να ακουστεί η αλήθεια της κάθε μίας.
Οι δύο μονόλογοι παρουσιάζονται την Παρασκευή 18 («Φροσύνη») και το Σάββατο 19 Μαρτίου («Πασού»), στη σκηνή του Καμπέρειου Θεάτρου, στις 9.30 το βράδυ.
Μιλώντας στον Η.Α., ο Στέφανος Παπατρέχας «επιλέγει» ανάμεσα στις ιδιότητες του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού, μεταξύ των οποίων ακροβατεί με επιτυχία, μας συστήνει το έργο του και διαψεύδει την εντύπωση πως δεν υπάρχει σύγχρονη θεατρική συγγραφική παραγωγή.
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Πώς ξεκίνησες αυτό το καλλιτεχνικό ταξίδι; Είναι κάποια από τις τρεις ιδιότητες που ξεχωρίζεις;
Όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία μου να γίνω ηθοποιός. Αυτό ήταν ξεκάθαρο για μένα από τα μαθητικά μου ακόμη χρόνια. Μπήκα, λοιπόν, στη δραματική σχολή, για να πραγματοποιήσω αυτό μου το όνειρο. Στο δεύτερο έτος της σχολής μας ζητήθηκε να γράψουμε ανά ομάδες ένα μικρό θεατρικό έργο, βασισμένο σε ένα διήγημα του Τσέχωφ της επιλογής μας. Γράψαμε τότε με έναν συμφοιτητή μου ένα μικρό θεατρικό κείμενο, που είχε επιτυχία στο πλαίσιο του μαθήματος και κάπως έτσι συνειδητοποίησα πως μου αρέσει πολύ το γράψιμο. Ως τότε είχα κάνει απόπειρες να γράψω διάφορα πράγματα, αλλά τίποτα δεν είχε ολοκληρωθεί. Λίγο μετά την αποφοίτησή μου, αποφάσισα να γράψω μόνος μου πια το πρώτο μου θεατρικό έργο και το σκηνοθέτησα μαζί με μια συνάδελφο. Δεν είχα σκοπό να σκηνοθετήσω. Ωστόσο είχα τόσο έντονες εικόνες και τόσο καθαρό στο μυαλό μου το πώς ήθελα να γίνει επί σκηνής, που δεν ήθελα να το δω να παίρνει οποιαδήποτε άλλη μορφή ως παράσταση στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη. Το έργο ανέβηκε με όλα τα καλά και τα κακά, που φέρνει τόσο η ορμή όσο και απειρία της πρώτης φοράς. Συνέχισα για αρκετά χρόνια ως ηθοποιός μέχρι να με γοητεύσει κάτι, ώστε να ξαναγράψω. Αυτό το κάτι ήταν η Κυρα-Φροσύνη και αυτή με ξαναέβαλε και στη διαδικασία να σκηνοθετήσω πάλι, αυτήν τη φορά με τον Λάζαρο Βαρτάνη. Τη συνσκηνοθεσία με τον Λάζαρο την απολαμβάνω κάθε φορά. Είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος, αυστηρός, με πολλή αγάπη σε ό,τι κάνει και απαιτητικός. Χαίρομαι πολύ που έχουμε δέσει και φυσικά του χρωστάω τη γνωριμία μου με τη Σύνθια Μπατσή. Εκείνος την πρότεινε για τη Φροσύνη και ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη ηθοποιό να παίζει τη Φροσύνη ή την Πασού. Η γυναίκα αυτή είναι ένα καταπληκτικό πλάσμα, γεμάτο ταλέντο. Χαίρεσαι και να σκηνοθετείς και να γράφεις και να παίζεις όταν οι συνεργάτες σου είναι τέτοιοι άνθρωποι.
Πάντως, αν με ρωτήσει κάποιος τι δουλειά κάνω, θα πω αυτόματα: ηθοποιός. Είναι αυτό που με γοήτευσε εξαρχής και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπω και τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία. Το καθένα, όμως, έχει τη δική του ομορφιά και τις δικές του απαιτήσεις.
Στα Γιάννενα έρχεσαι με την ιδιότητα του συγγραφέα και συν–σκηνοθέτη, με δύο μονολόγους που βασίζονται στα έργα σου «Φροσύνη» και «Πασού». Δύο ηρωίδες βγαλμένες από τη γιαννιώτικη ιστορία. Πώς ξεκίνησε η ιδέα για αυτά τα έργα;
Ο συνάδελφος και φίλος Βασίλης Κονταξής, γνωρίζοντας πως γράφω, μου πρότεινε να ψάξω την Κυρα-Φροσύνη, πιστεύοντας πως θα είχε ενδιαφέρον να ασχοληθώ με εκείνη συγγραφικά. Αρχικά δεν έδωσα πολλή σημασία. Μετά από περίπου έναν χρόνο, φαντάρος πια, τον θυμήθηκα και έψαξα πράγματι το πρόσωπο αυτό θρύλο των Ιωαννίνων. Διάβασα πολλά για εκείνη, αρκετά αντικρουόμενα μεταξύ τους, από ότι ήταν μια ηρωίδα μέχρι ότι ήταν μια άτιμη μοιχαλίδα. Τα όσο διαφορετικά πράγματα έχουν γραφτεί για αυτή τη γυναίκα, με έβαλαν σε σκέψη. Αναρωτήθηκα αν γνωρίζουμε πραγματικά ποια ήταν. Μήπως όλοι μας σχηματίζουμε απόψεις απλώς από τις εντυπώσεις μας για τους άλλους; Μήπως και οι άλλοι κάνουν το ίδιο για εμάς; Εμείς οι ίδιοι ξέρουμε τους εαυτούς μας 100% ή υιοθετούμε τους ρόλους που οι άλλοι μας δίνουν; Μέσα σε αυτόν τον κυκλώνα ερωτημάτων, άρχισε να γράφεται η «Φροσύνη». Μετά από κάποια χρόνια, τη διάβασε ο Λάζαρος και μου πρότεινε να την ανεβάσουμε, προτείνοντας και τη Σύνθια για τον ρόλο.
Όταν πια ανέβηκε η παράσταση στην Αθήνα, η ιστορία επαναλήφθηκε: ένας άλλος συνάδελφος θεώρησε ωραία ιδέα να γράψω για τη ζηλόφθονη, απατημένη σύζυγο. Για ακόμη μια φορά δεν έδωσα βάση. Πιο πολύ από περιέργεια έψαξα για αυτήν, μέχρι που διαπίστωσα πως ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη σύζυγο του Μουχτάρ Πασά και ότι σχεδόν όλα όσα μπορεί κανείς να μάθει, είναι μέσω της ιστορίας της Φροσύνης. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με το ακριβώς αντίθετο της Φροσύνης: με μια γυναίκα, με την οποία δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς. Η μοναξιά και το τραύμα που είδα στην Πασού, με γοήτευσαν τόσο, που άρχισα να γράφω τον δεύτερο μονόλογο.
Οι παραστάσεις έχουν γνωρίσει επιτυχία στην Αθήνα. Πώς είναι η αποδοχή του κόσμου; Πού εστιάζουν μέσα από τις σκέψεις και τα λόγια των δύο ηρωίδων; Διαλέγουν «πλευρά» εφόσον παρακολουθήσουν και τις δύο;
Αυτό το debate έχει πολύ ενδιαφέρον. Παρότι ο θεατής στην Αθήνα, όπως και τώρα στα Ιωάννινα, μπορεί αν θέλει να δει τη μία από τις δύο, πιστεύω πως το να παρακολουθήσει κάποιος και τους δύο μονολόγους, του δίνει πολύ περισσότερα, πράγμα που επιβεβαιώνουν και όσοι επιλέγουν να δουν και τις δύο. Νιώθω πολύ υπερήφανος για τη δουλειά μας, όταν ακούω μετά τα σχόλια από τους θεατές. Η αλήθεια είναι πως είναι εκθειαστικά και είναι πολύ τιμητικό να ακούς πόσο πολύ άγγιξε τον άλλον κάτι που έγραψες εσύ. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που γράφω και γενικότερα που κάνω αυτή τη δουλειά στο θέατρο: να επικοινωνήσω με τους άλλους σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες. Ένα από τα πιο συγκινητικά σχόλια που έχω ακούσει από θεατή, είναι: σας ευχαριστώ γιατί ένιωσα πως δεν είμαι μόνος.
Είναι πολλοί που ταυτίζονται ή αγαπούν περισσότερο τη «Φροσύνη», ενώ άλλους τους αγγίζει πιο πολύ η «Πασού». Έχει να κάνει πολύ με τη φάση στην οποία είναι ο καθένας τη δεδομένη στιγμή, αλλά και με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Εγώ κολακεύομαι όποια και να προτιμήσουν, αφού τις αγαπώ πολύ και τις δύο. Το αγαπημένο μου, ωστόσο, είναι όταν αδυνατούν να διαλέξουν. Αυτό επίσης είναι ωραίο όταν συμβαίνει: οι δύο διαφορετικές οπτικές να σε κάνουν να κατανοήσεις και τις δύο σε τέτοιο βαθμό, που να μην μπορείς να πεις ποια είναι σωστή και ποια λάθος.
Ξεκίνησες να γράφεις από νεαρή ηλικία, παράλληλα με τις δουλειές σου ως ηθοποιός, σε σημαντικές παραστάσεις, ταινίες και τηλεόραση, αλλά και σκηνοθέτης, πολλές φορές ταυτόχρονα. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτό, αλλά και πόσο αναγκαίο σε μια περίοδο που ο πολιτισμός επλήγη σημαντικά λόγω της πανδημίας;
Για μένα προσωπικά το δυσκολότερο ήταν, όταν έπρεπε να συνδυάσω τηλεοπτικά γυρίσματα με πρόβες και παραστάσεις. Στην τηλεόραση είναι τόσοι πολλοί που πρέπει να συντονιστούν και συνήθως τα προγράμματα βγαίνουν τελευταία στιγμή, πράγμα που δυσκολεύει το να είσαι σε πρόβες για μια παράσταση. Καλώς ή κακώς, όμως, το επάγγελμά μας τα έχει αυτά και πολλές φορές το πρόγραμμα είναι εξοντωτικό με μέρες που τα έχεις όλα μαζί, ενώ άλλες να μην έχεις τίποτα.
Παρόλα αυτά, είναι και θέμα ανάγκης φυσικά, αλλά όχι μόνο οικονομικής. Είναι και η ανάγκη να μην αφήσεις κάποια πρόταση που έχει ενδιαφέρον και μπορεί να σε εξελίξει και να σε φέρει σε επαφή με ανθρώπους που θαυμάζεις και εκτιμάς. Ειδικά μέσα στην πανδημία, δεν είναι εύκολο να πεις όχι σε μια ωραία πρόταση.
Το τελευταίο σου έργο, το «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία», κινείται σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Πώς προέκυψε;
Μετά από δύο μονολόγους, ήθελα οπωσδήποτε κάτι πολυπρόσωπο. Με προβλημάτιζε πολύ το θέμα της εξαπάτησης, το πώς κάποιος μπορεί να παραποιήσει την αλήθεια για να εκμεταλλευτεί κάποιον άλλον, το πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η αλήθεια, αναλόγως με το πρίσμα και την οπτική του καθενός. Συζητώντας για όλα αυτά με τον Λάζαρο και την Σύνθια, κάπως ήρθε ο Μεσαίωνας σαν πλαίσιο και η αλήθεια είναι πως ταίριαζε θαυμάσια με το θέμα. Διάβασα πάρα πολλά βιβλία, άκουσα πολλές μουσικές, είδα ταινίες, έψαξα στο Ίντερνετ για την εποχή και μέσα από όλα αυτά τα ερεθίσματα άρχισε να γεννιέται μέσα μου η πλοκή, οι χαρακτήρες, οι ανατροπές, όλα.
Ήξερα εξ αρχής πως ήταν πολύ απαιτητικό και σκηνοθετικά και υποκριτικά και από κάθε άποψη και ήταν μια πρόκληση η παράσταση αυτή. Τελικά το αποτέλεσμα μας δικαίωσε και θεωρώ πως εξελιχθήκαμε πολύ όλοι μέσα από τον «Ονόριο».
Να επιμείνω λίγο στη συγγραφή θεατρικών έργων. Υπάρχει σύγχρονη παραγωγή στη χώρα μας; Αξιοποιείται από τους θεατρικούς παραγωγούς, υπάρχει εμπιστοσύνη προς τους νέους, ή επιλέγουν την «πεπατημένη» των γνωστών και επιτυχημένων έργων;
Αυτό, δυστυχώς, είναι ένα δύσκολο θέμα. Οι περισσότεροι θεωρούν πως δε γράφονται σήμερα νέα ελληνικά θεατρικά έργα. Κάνουν λάθος. Αντιθέτως, γράφονται πάρα πολλά κάθε χρόνο. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια ένας παραγωγός εμπιστεύεται ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, ειδικά αν αυτό είναι γραμμένο από κάποια ή κάποιον μη επώνυμο ή αναγνωρισμένο. Εγώ είμαι από τους τυχερούς που έχουν τη δυνατότητα και –ευτυχώς– και τους συνεργάτες, να ανεβάζω τα έργα που γράφω. Αλλά δεν είναι όλοι οι θεατρικοί συγγραφείς ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, ώστε να έχουν τη γνώση και τον κύκλο να γίνουν τα έργα τους παράσταση. Από το Εθνικό Θέατρο μέχρι όποιο μεγάλο θέατρο ή παραγωγό κι αν δείτε, τα νέα ελληνικά έργα που ανεβαίνουν, είναι σχεδόν ανύπαρκτα και τα ελάχιστα που ανεβαίνουν, είναι είτε ήδη καταξιωμένων θεατρικών συγγραφέων είτε διασκευές πολύ γνωστών βιβλίων.
Για αυτόν τον λόγο θέλω πολύ να ευχαριστήσω την Κάπα Εκδοτική, από την οποία κυκλοφορούν σε κοινή έκδοση η «Φροσύνη» και η «Πασού», και τις Εκδόσεις Κέδρος, από τις οποίες κυκλοφορεί το έργο μου «Ονόριο. Τα ανομήματα ενός εγκληματία», καθώς δίνουν τη δυνατότητα τα έργα αυτά να διαβαστούν τόσο από απλούς αναγνώστες, όσο και από ανθρώπους του χώρου, οι οποίοι πιθανώς να θελήσουν κάποια στιγμή να τα ζωντανέψουν επί σκηνής. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εκδοθούν τα έργα ενός νέου συγγραφέα και η εμπιστοσύνη των εκδοτών με τιμά και με χαροποιεί αφάνταστα.