Πολιτισμός

Ιφιγένεια η εν Αυλίδι: μια παράσταση που μας άφησε αμφίθυμους

Εκτιμούμε ότι την αμφιθυμία μάς προκάλεσαν οι ερμηνείες. Σ’ αυτή την παράσταση υπήρχαν εξαιρετικές και άλλες αδύναμες, που δεν κατάφεραν να βρουν τον δρόμο προς την κορύφωση –αναρωτιόμαστε αν τον αναζητούσαν.

Οι δυσκολίες, που καλείται να αντιμετωπίσει κανείς όταν ανεβάζει μια τραγωδία, είναι πολλές. Να αποδώσει μια εποχή ασύλληπτα μακρινή, να τη φέρει στο παρόν των θεατών, να σεβαστεί το κείμενο και να επιχειρήσει μια πιο σύγχρονη μετάφρασή του, να παρουσιάσει τον χορό, να αναθέσει τους ρόλους σε ανθρώπους που μπορούν να σηκώσουν το δυσανάλογο για τους ώμους τους βάρος τους, να ισορροπήσει ανάμεσα στο ανθρώπινο και το πρέπον. Χίλιες δυο.

Φαίνεται εύκολο σ’ εμάς που βλέπουμε το αποτέλεσμα και πολλές φορές την ίδια τραγωδία ξανά και ξανά, αλλά δεν είναι. Λάθη γίνονται πάντα. Σημεία στα οποία μια τέτοια παράσταση υπολείπεται, θα υπάρχουν.

Στο τέλος, όμως, την ώρα που οι ηθοποιοί υποκλίνονται στο κοινό, ο θεατής ξέρει αν έχει δει μια καλή δουλειά ή όχι και αναλόγως την κατατάσσει στη λίστα των καλών ή των κακών τραγωδιών, που είδε στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης. Αυτή είναι μια πρώτη, μάλλον μανιχαϊστική κατάταξη. Σε δεύτερη σκέψη αξιολογεί τα επιμέρους, ξεχωρίζει τις καλές στιγμές, διακρίνει τις αδυναμίες. Θα πει πάντως αν του άρεσε ή όχι.

Η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που ανέβηκε την Τετάρτη το βράδυ στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης, ήταν μια παράσταση που μας άφησε αμφίθυμους στο τέλος. Με καλές και δυνατές στιγμές και άλλες που έμειναν μετέωρες, μισές και χάθηκαν. Στο σύνολό της ήταν μια φροντισμένη δουλειά, τα κοστούμια δεν είχαν υπερβολή, ούτε οι ερμηνείες έπαρση. Σκηνικά δεν υπήρχαν να εντυπωσιάζουν τον θεατή και να τραβούν την προσοχή από τις ατέλειες της απόδοσης. Η μουσική έκανε διακριτικά τη δουλειά της, χωρίς να επισκιάζει ή να κυριαρχεί. Η μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, σύγχρονη και πολύ καλή, έκανε το κείμενο της αρχαίας τραγωδίας να φαίνεται οικείο και καθόλου αποκομμένο από το παρόν, χωρίς να παραγνωρίζει, ωστόσο, και την εποχή που γράφτηκε. Ο χορός, που για μας πάντα παίζει καθοριστικό ρόλο και θυμώνουμε όταν τον παραμελούν ή τον εμπαίζουν σκηνοθέτες στο όνομα πειραματισμών και εναλλακτικών προτάσεων, ήταν ένα από τα πλεονεκτήματα της παράστασης. Συντονισμένος, καλλίφωνος,  ουσιαστικά παρών ακόμη και στις σιωπές του. Ήταν ο δεσμός, που επανέφερε τη συνοχή, όποτε αυτή χανόταν ή διακοπτόταν.

Εκτιμούμε ότι την αμφιθυμία μάς προκάλεσαν οι ερμηνείες. Σ’ αυτή την παράσταση υπήρχαν εξαιρετικές και άλλες αδύναμες, που δεν κατάφεραν να βρουν τον δρόμο προς την κορύφωση –αναρωτιόμαστε αν τον αναζητούσαν. Ο Μενέλαος του Νίκου Μαραγκόπουλου, ο πρεσβύτης του πάντα καλού (σε όσες τραγωδίες τον έχουμε δει πρόσφατα) Γιώργου Καύκα, η Κλυταιμνήστρα της Μαρίας Τσιμά ήταν οι λόγοι που άξιζε κανείς να δει αυτή την παράσταση. Ολοκληρωμένοι ρόλοι, παιδεμένοι και αληθινοί, χωρίς να εξοκείλουν, έδεναν φυσικά με τον χορό, τον τόπο και τον χρόνο. Ο Αγαμέμνων του Γιώργου Γλάστρα, η Ιφιγένεια της Ανθής Ευστρατιάδου και ο Αχιλλέας του Θανάση Ραφτόπουλου ήταν μονοκόμματοι πολύ, χωρίς διακυμάνσεις, περίπου ίδιοι από την αρχή ως το τέλος. Σχεδόν μανιέρα θύμιζαν οι ερμηνείες τους, όχι προσωπικά δική τους, αλλά ακολούθησαν μια πεπατημένη οικεία στην οποία καταφεύγουν συχνά όσοι αδυνατούν να μπουν βαθύτερα στο συναίσθημα του ρόλου και να ισορροπήσουν με την εγκράτεια του αρχετύπου. Η πρόθεση του σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανού ήταν καλή, φάνηκε άλλωστε στη γενικότερη εντύπωση που άφησε η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι». Υπήρχαν όμως σημαντικά επιμέρους, που πετούσαν έξω τον θεατή, και γινόταν στην εξέλιξη του δράματος όλο και πιο δύσκολο να επιστρέψει.

Και μια μίνι κριτική για το κοινό

Αυτά τα δυο λόγια για την παράσταση που είδαμε, θα μπορούσαν να σταματούν κάπου εδώ. Αλλά θα μας επιτρέψετε, στον επίλογό τους, μια μικρή κριτική και προς το φιλοθεάμον κοινό, που κατέκλυσε το θέατρο, αν και διανύουμε τον μήνα των ελληνικών διακοπών. Σούσουρο κάναμε οι θεατές κάθε φορά που φράσεις από το κείμενο παρέπεμπαν στη σημερινή μας πραγματικότητα. Μας άρεσε (και φάνηκε από τις αντιδράσεις μας), όταν το συναίσθημα της Ιφιγένειας μεταστράφηκε και αποφάσισε η ίδια να προσφερθεί θυσία για να μπορέσουν οι Έλληνες να ταξιδέψουν προς την Τροία. Μας άρεσε γιατί κατέληγε η ίδια στον μονόλογό της: «Είναι φυσικό να εξουσιάζουν τους βαρβάρους οι Έλληνες και όχι οι βάρβαροι τους Έλληνες. Γιατί οι βάρβαροι είναι δούλοι, οι Έλληνες ελεύθεροι».

Στο τέλος της παράστασης και ενώ όλοι οι ηθοποιοί υποκλίνονταν ξανά και ξανά στον κόσμο που χειροκροτούσε, κατά την πολύ προσφιλή τους συνήθεια οι πιο… μάγκες από τους θεατές εγκατέλειπαν βιαστικά τη θέση τους για να προλάβουν να βγουν και να φύγουν πρώτοι. Είναι που εκείνοι είναι πιο Έλληνες κι από Έλληνες, όχι τίποτε άξεστοι βάρβαροι, δούλοι των τύπων και της στοιχειώδους ευγένειας. Ελεύθεροι από τα δεσμά του πρωτοκόλλου, έτρεχαν στην έξοδο να προλάβουν. Κάθε φορά αυτή η στιγμή είναι η πιο θλιβερή και μαρτυρά πόσον δρόμο έχουμε ακόμη να διανύσουμε μέχρι να πάψουμε να είμαστε οι βάρβαροι που κάποτε χλευάζαμε και τρέχαμε (με ούριο άνεμο) στην πατρίδα τους να την κουρσέψουμε, επειδή μας παίρνανε τις ωραίες Ελένες μας…

Σχετικά άρθρα

22 χρόνια εργασιών και έπεται συνέχεια

Γεωργία Χαλάτση

Υπεράριθμοι θεατές στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης – Όλα τα λάθη έγιναν σωστά

Τιτίκα Τζάλλα

«Σφήκες» στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης – Σοκαρισμένοι ναι, προσβεβλημένοι καθόλου

Τιτίκα Τζάλλα