Αίθουσα ΣύνταξηςΕπικαιρότητα

Νεανική παραβατικότητα: Δεν είναι λύση μόνο η αυστηροποίηση των ποινών

Τις διαστάσεις του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας και την απουσία εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπισή του, ανέδειξε η ημερίδα, που διοργάνωσαν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας σε σχέση με τις τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η διαρκώς αυξανόμενη εγκληματικότητα των ανηλίκων και τα καθημερινά κρούσματα βίας σχολικής και οπαδικής βίας αποτέλεσαν την αφορμή για να αφιερωθεί μία ξεχωριστή ενότητα στο θέμα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η οποία αντιμετωπίζεται πιο αυστηρά μετά τις τελευταίες αλλαγές, με την αυστηροποίηση αυτή, ωστόσο, να μη θεωρείται ικανή να δώσει λύσεις στο πρόβλημα, καθώς κοινή πεποίθηση είναι ότι το βάρος πρέπει να πέσει στο κομμάτι της πρόληψης.
Με βάση την τελευταία τροποποίηση, το όριο ηλικίας καταλογισμού ποινικών ευθυνών σε ανήλικους παραβάτες μειώθηκε κατά 2 έτη. Μέχρι πρότινος, οι πράξεις όσων δεν είχαν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους, δεν απασχολούσαν τα ποινικά δικαστήρια αλλά μόνο τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποφάσισε να «κατεβάσει» στα 10 χρόνια το ηλικιακό όριο για να βρεθούν οι ανήλικοι δράστες αντιμέτωποι και με ποινικές ευθύνες. Το μέτρο κρίθηκε αναγκαίο καθώς τους τελευταίους μήνες η εγκληματικότητα στους ανήλικους έχει ξεφύγει, με τρομακτικά κρούσματα επιθέσεων ακόμα και 10χρονων σε συνομήλικους τους. Ωστόσο, παρέμεινε ίδιο το ηλικιακό όριο, που ένας ανήλικος θα δύναται να περιοριστεί σε ειδικό κατάστημα κράτησης, δηλαδή το 15ο έτος.
Αυστηροποίηση υπάρχει και ως προς την έκτιση των ποινών, καθώς διευρύνονται οι περιπτώσεις εγκλημάτων, για τα οποία θα μπορεί ένας ανήλικος δράστης άνω των 15 ετών να κρατηθεί σε σωφρονιστικό κατάστημα. Η διεύρυνση αυτή αφορά, αντίστοιχα, και στην δυνατότητα προσωρινής του κράτησης, αφού το άρθρο 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας παραπέμπει ευθέως στις αξιόποινες πράξεις του (τροποποιούμενου) άρθρου 127 ΠΚ. Τα παραπάνω μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών που φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα (λ.χ. κλοπή ή κλοπές που τελούνται από δύο ή περισσότερους ανηλίκους που έχουν ενωθεί με αυτό το σκοπό». Αντίστοιχα, περιορισμός ανηλίκου σε σωφρονιστικό κατάστημα θα μπορεί, πλέον, να λάβει χώρα σε περίπτωση ενοχής ανηλίκου για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, πράξη που συνιστά μεν κακούργημα, αλλά έχει κριθεί ότι στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού της δημόσιας υγείας και όχι της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και άρα μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να επισύρει τον περιορισμό ανηλίκου σε κατάστημα κράτησης.
Ωστόσο, ακόμη και για τους ανθρώπους, που καλούνται να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη, το πρόβλημα δεν είναι η αυστηροποίηση των ποινών. «Ο νόμος υπάρχει. Στην πράξη όμως τι γίνεται;», ήταν το ερώτημα, που έθεσε η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωαννίνων Σπυριδούλα Σταυράτη, η οποία εκτελεί και καθήκοντα Εισαγγελέα Ανηλίκων. Η κ. Σταυράτη μετέφερε την εμπειρία της από τα περιστατικά που φτάνουν στα δικαστήρια, τονίζοντας την ανάγκη να υπάρξει παρέμβαση στους γονείς σε επίπεδο συμβουλευτικής, χωρίς βέβαια να υποστηρίζει ότι αυτό από μόνο του αρκεί, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που οι γονείς είτε αδιαφορούν είτε καλύπτουν και ενισχύουν παραβατικές συμπεριφορές των παιδιών τους. Σύμφωνα με την ίδια, η αναγνώριση του προβλήματος συνιστά και τη λύση του. «Πρέπει να δούμε το πρόβλημα κατάματα και να το σταματήσουμε», τόνισε χαρακτηριστικά.
Κοινό τόπο όσων τοποθετήθηκαν αποτέλεσε το ότι πρόκειται για ένα πολύπλευρο πρόβλημα και αναλόγως πολύπλευρη πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή του.
«Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, που χρήζει ειδικής μεταχείρισης για το λόγο αυτό απαιτείται διπλή αντιμετώπιση, κατασταλτική και συμβουλευτική. Η δικαιοσύνη πρέπει να συνεργάζεται με τους κοινωνικούς φορείς και τους γονείς. Δυστυχώς, οι δύο τελευταίοι παράγοντες αυτής της συνάρτησης απέχουν. Στους Δήμους, πέραν των κοινωνικών τους υπηρεσιών, δεν υπάρχουν ειδικές δομές. Μόνο τρεις δήμοι στο σύνολο της χώρας διαθέτουν ειδική υποδομή. Αλλά και εκεί που η γονική μέριμνα ατονεί ή εκλείπει, απουσιάζει η συμβουλευτική για να καλύψει το κενό αυτό, αφού οι Σχολές Γονέων δεν υπάρχουν πια», πρόσθεσε η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωαννίνων.
«Το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα, το οποίο πολλές φορές μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με προσαγωγή και κράτηση ανηλίκου, όμως δεν αποδίδει πάντα», επεσήμανε η κοινωνική λειτουργός Θεοδώρα Χορέβα, εκπρόσωπος του Επιμελητηρίου Ανηλίκων, λέγοντας πως η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. «Η νεανική παραβατικότητα είναι κραυγή», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι για τον λόγο αυτό έμφαση πρέπει να δοθεί στη συμβουλευτική και λιγότερο ίσως στην ελεγκτική της αντιμετώπιση. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο ψυχίατρος στο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων Νικόλαος Τζιάκης, ο οποίος διαπίστωσε, παραφράζοντας τον Μ. Χατζηδάκι, πως πρέπει «να σταματήσουμε να ταΐζουμε το τέρας, γιατί θα αρχίσει να ουρλιάζει». Δεν παρέλειψε, βέβαια, να επισημάνει ότι το Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων, που σηκώνει το βάρος σε τοπικό επίπεδο, είναι στελεχωμένο με μόλις τέσσερις παιδοψυχιάτρους οι οποίοι καλύπτουν την Ήπειρο και την Κέρκυρα.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για τις διαστάσεις του προβλήματος, κατέθεσε, τέλος, και η επικεφαλής του Γραφείου Προστασίας Ανηλίκων, αστυνόμος Β’ Χριστίνα Ρίζου.
Τον Απρίλιο του 2023, τα ανήλικα θύματα στην περιοχή ήταν μηδενικά ενώ υπήρξαν έξι ανήλικοι δράστες για τα αδικήματα των κλοπών και της οπαδικής βίας. Τον Απρίλιο του 2024, έχουμε πέντε ανήλικα θύματα σε περιστατικά βίας και 12 ανήλικους δράστες για τα αδικήματα των σωματικών βλαβών αλλά και της επίθεσης εναντίον αστυνομικών.

Σχετικά άρθρα

Μετατόπιση ενδιαφέροντος στην κοινωνική αστυνόμευση