Εικόνα 1: Η οικογένεια της δεκατριάχρονης τότε γιαγιάς μου μπροστά από τον παγετώνα του Γκρίντελβαλντ στην Ελβετία το καλοκαίρι του 1919. Η μητέρα Αννέττα, ο πατέρας Αβραμάκης και τα δυο κορίτσια, η Γιέτη και η Νέλλυ (φωτ. Νισήμ Δ. Λεβή).
Ιστορίες

1919: Οι μικρές Γιαννιώτισσες, το καμπαναριό και οι Ιταλοί φασίστες

Αν και τις γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια και τις είχα ήδη αναλύσει στο παρελθόν, οι φωτογραφίες του Νισήμ Λεβή που παρουσιάζω σήμερα έκρυβαν κι άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Γιαννιώτες παραθεριστές στον Ελβετικό παγετώνα το 1919

«Είχε πολύ πάγο εκεί τότε!» είπε ένας συνεργάτης μου κοιτώντας μία από τις γυάλινες στερεοσκοπικές φωτογραφίες του προγόνου μου Νισήμ Λεβή από το καλοκαίρι του 1919 (Εικόνα 1).

Ο συνεργάτης είναι μανιώδης σκιέρ που μεγάλωσε στη Βαυαρία. Έτσι οι πλαγιές και οι βουνοκορφές στις γειτονικές με την πατρίδα του Άλπεις του είναι γνώριμες.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησα.

«Δεν υπάρχουν πλέον πάγοι εκεί, έχουν λιώσει όλοι», μου απάντησε.

Το έψαξα και βρήκα ότι είχε δίκιο. Πίσω από το σημείο όπου στάθηκαν η γιαγιά μου Γιέτη, η μικρή της αδελφή και οι γονείς της, δεν υπάρχει πλέον ίχνος πάγου. Η διαφορά είναι πραγματικά συγκλονιστική (Εικόνες 2, 3).

Εικόνες 2,3: Δίπλα-δίπλα, από το διαδίκτυο, δύο φωτογραφίες από το ίδιο σημείο με το Γκρίντελβαλντ στα τέλη του 19ου αιώνα και στις μέρες μας. Οι πάγοι έχουν πλέον εξαφανιστεί!

Επισημαίνω ότι η φωτογραφία του Νισήμ Λεβή με την οικογένεια της γιαγιάς μου Γιέτης τραβήχτηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 1919. Όχι σε εποχή που οι πάγοι είχαν πρόσκαιρα αυξηθεί από τις χειμερινές χιονοπτώσεις. Χωρίς αμφιβολία διακρίνουμε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον πλέον στο μέρος αυτό.

Διαβάζουμε βέβαια παρόμοιες αναφορές καθημερινά στον τύπο. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται πως έζησαν σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες στα παιδικά τους χρόνια. Κάτι έχει αλλάξει και συνεχίζει να αλλάζει γύρω μας με γοργούς ρυθμούς. Δεν θα μπω εδώ στις επιστημονικές θεωρίες σχετικά με την ανθρωπογενή θέρμανση του πλανήτη, τα αφήνω αυτά για τους ειδικούς. Επισημαίνω απλά το ένα αυτό στοιχείο που βασίζεται στη φωτογραφία του αδικοχαμένου στο Άουσβιτς προγόνου μου Νισήμ Λεβή.

Το ταξίδι της οικογένειας Λεβή το 1919

Η οικογένεια της γιαγιάς μου ταξίδεψε από τα Γιάννενα στην Ελβετία μέσω Ιταλίας το καλοκαίρι του 1919. Βρήκαν αφορμή με το τέλος του παγκοσμίου πολέμου αλλά και το τέλος της πανδημίας της «ισπανικής» γρίπης.

Τα χρόνια που είχαν προηγηθεί δεν ήταν εύκολα. Με τον πόλεμο και τον εθνικό διχασμό, το ελληνικό κράτος διχοτομήθηκε και τα Γιάννενα καταλήφθηκαν από τους Ιταλούς για πολλούς μήνες το 1917. Την ίδια χρονιά η οικογένεια της γιαγιάς μου έχασε την «Κυρά» της, την εβδομηνταπεντάχρονη Κυρά Χαννούλα Λεβή, τη χήρα του Νταβιτσόν Εφέντη ο οποίος είχε πεθάνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Συγγενείς θυμούνται τη δωδεκάχρονη τότε γιαγιά μου να φτάνει στο σπίτι τους κλαίγοντας για να αναγγείλει το γεγονός. Η γιαγιά Γιέτη ζούσε στο ίδιο σπίτι με τη δική της τη γιαγιά στην οδό Κουντουριώτου (σήμερα σουπερμάρκετ…) και έτσι της έλαχε ο κλήρος να ειδοποιήσει το ευρύτερο σόι. Όλοι τους ζούσαν σε κοντινά σπίτια στην εβραϊκή συνοικία.

Λίγους μήνες αργότερα, η οικογένεια Λεβή θρήνησε ένα ακόμη από τα μέλη της, σε μια απώλεια που ήταν περισσότερο αναπάντεχη και μάλλον ακόμη πιο οδυνηρή από τον θάνατο της ηλικιωμένης Χαννούλας. Πέθανε από την «ισπανική» γρίπη η δεκαεννιάχρονη Άννα, κόρη του Ισραήλ και της Εσθήρ, δεύτερη ξαδέλφη της γιαγιάς μου. Ο φαρμακοποιός Ισραήλ Λεβής, ανιψιός του Νταβιτσόν Εφέντη και της Κυρά Χαννούλας, υπήρξε πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων όταν απελευθερώθηκε η πόλη και υποδέχτηκε τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο στη «νέα» Συναγωγή της πόλης (επί της σημερινής οδού Γιοσέφ Ελιγιά) τη Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου του 1913, τέσσερις μέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη. Θέρισε αμείλικτα η πανδημία τότε. Για μερικά μέλη της οικογένειας που επέζησαν την αρρώστια, η υγεία τους παρέμεινε κλονισμένη σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους.

Για τις καλοκαιρινές διακοπές τους το 1919, τα μέλη της οικογένειας Λεβή ταξίδεψαν με πλοίο από την Ήπειρο στην Ιταλία και από εκεί με το τρένο ως τη Λουκέρνη της Ελβετίας. Διασχίζοντας τα ιταλοελβετικά σύνορα με τον σιδηρόδρομο, πέρασαν από το τούνελ του Σεν Γκοτάρ, το οποίο είχε σκαφτεί στη δεκαετία 1872-1882.

Η τελευταία στάση της οικογένειας, πριν επιστρέψουν από την Ελβετία στα Γιάννενα, ήταν η Βενετία (Εικόνα 4).

Εικόνα 4: Η οικογένεια του Αβραμάκη και της Αννέττας Λεβή στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία νωρίς ένα απόγευμα στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1919. Στο βάθος διακρίνουμε το περίφημο καμπαναριό.

Από τις σκιές στην ηλιόλουστη εκείνη μέρα συμπεραίνω πως η φωτογραφία του Νισήμ Δ. Λεβή τραβήχτηκε γύρω στις 2 το απόγευμα στα τέλη Σεπτεμβρίου (σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο της Ιταλίας τότε – μέσα Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα με το παλιό Ιουλιανό ημερολόγιο). Τα κορίτσια βρέθηκαν στη Βενετία λίγες μέρες υποθέτω πριν αρχίσει η καινούργια σχολική χρονιά. Μετρημένες ήταν πλέον οι μέρες των διακοπών τους!

Κοιτάζοντας τη φωτογραφίες του Νισήμ από τη Βενετία του 1919, σκέφτηκα να αναζητήσω την ηλικία του καμπαναριού. Και με μεγάλη έκπληξη ανακάλυψα ότι το καμπαναριό που βλέπουμε πίσω από τη γιαγιά μου ήταν τότε μόλις 7 ετών. Η μικρή της αδελφή, η Νέλλυ, ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία από το καμπαναριό!

Το όχι και τόσο παλιό ιστορικό καμπαναριό

Θα ρωτήσουν ίσως οι αναγνώστες «πώς γίνεται αυτό, αφού βλέπουμε το καμπαναριό σε γκραβούρες πολύ προγενέστερες;» Στα βιβλία διαβάζουμε ότι το καμπαναριό πρωτοχτίστηκε τον 10ο αιώνα. Όταν τον 16ο αιώνα οι αρχές της πόλης αποφάσισαν να αποκλείσουν τους Εβραίους της πόλης στην περιοχή όπου υπήρχε ένα χυτήριο μετάλλων, το λεγόμενο «γκέτο», το καμπαναριό υπήρχε ήδη επί αιώνες.

Όμως, ο αρχικός πύργος με το καμπαναριό κατέρρευσε στις 14 Ιουλίου του 1902 προκαλώντας ζημιές και στα διπλανά κτήρια, (Εικόνα 5).

Εικόνα 5: Τα συντρίμμια του ιστορικού καμπαναριού της Βενετίας στην πλατεία του Αγίου Μάρκου τον Ιούλιο του 1902 (φωτ. από το διαδίκτυο).

Όπως βλέπουμε στις φωτογραφίες της εποχής, δεν έμεινε τίποτα όρθιο από τον πύργο.

Ακόμα και σήμερα, οι ειδικοί διίστανται για τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση του καμπαναριού. Πάντως η καταστροφή μάλλον δεν οφειλόταν σε διάβρωση των θεμελίων από τα νερά που πλημυρίζουν συχνά την πλατεία (στις περιόδους των «ψηλών υδάτων», τα «acqua alta»). Σαν πιθανότερη αιτία θεωρείται το γεγονός ότι, όταν οι τοπικές αρχές έστησαν ένα διπλανό κτήριο (τη Λογκέτα), για να το στηρίξουν τρύπησαν σε ορισμένα σημεία το καμπαναριό. Οι τρύπες αυτές, όπως κάνουν και οι ρωγμές σε ένα στερεό σώμα, αδυνάτησαν σημαντικά την ανθεκτικότητα της όλης κατασκευής του καμπαναριού. Ας μην ξεχνάμε ότι, εκτός από το βάρος των τοίχων του, το κτήριο αυτό στήριζε τις βαριές καμπάνες στην κορυφή του, αλλά και ένα επιχαλκωμένο ξύλινο άγαλμα-ανεμοδείκτη με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ.

Οι αρχές της πόλης αποφάσισαν αμέσως την αναστήλωση του ιστορικού μνημείου με καινούργια υλικά. Τα μπάζα από τα ερείπια του παλιού κτηρίου μεταφέρθηκαν το φθινόπωρο του 1902 με μαούνες και πετάχτηκαν στη θάλασσα ανοιχτά της πόλης.

Τα θεμέλια του καινούργιου πύργου, κατασκευασμένα σε μεγαλύτερο εμβαδόν για περισσότερη ασφάλεια, αλλά σε αντίστοιχο βάθος με το παλιό κτίσμα, εγκαινιάστηκαν στις 25 Απριλίου του 1903. Τα θεμέλια του πύργου ήταν έτοιμα τον Οκτώβριο του 1905 (Εικόνα 6). Την 1η Απριλίου 1906 άρχισαν να τοποθετούνται τα τούβλα του πύργου (Εικόνα 7).

Εικόνες 6,7: Τα θεμέλια του καινούργιου πύργου το 1904 και το πρώτο στάδιο της κατασκευής στις αρχές του 1907.

Καθώς διάβαζα την ιστορία της αναστήλωσης, θυμήθηκα ότι εκτός από το καλοκαίρι του 1919, ο Νισήμ είχε φωτογραφήσει την πλατεία του Αγίου Μάρκου και παλιότερα. Στο βιβλίο μου «Το Πανόραμα» με τις φωτογραφίες του, είχα χρονολογήσει παλιότερη εικόνα του με την πλατεία «γύρω στο 1905». Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί σε μήνα χειμερινό και σε μέρα βροχερή, με πρόσωπα τα οποία δεν αναγνώριζα, οπότε δεν είχα βρει κάποιο στοιχείο που θα με βοηθούσε να προσδιορίσω με μεγαλύτερη ακρίβεια πότε την τράβηξε ο Νισήμ (Εικόνα 8).

Εικόνα 8. Η φωτογραφία που τράβηξε ο Νισήμ Δ. Λεβής στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία με μέλη της οικογένειας Λεβή «γύρω στο 1905».

Κοιτώντας ξανά τη φωτογραφία πιο προσεκτικά, κατάλαβα πως όλα αυτά τα χρόνια είχαμε όλοι μπροστά μας ένα σημαντικό στοιχείο σχετικά με τη χρονολόγηση της εικόνας το οποίο, απ’ ό,τι ξέρω, κανείς αναγνώστης του βιβλίου «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή» δεν πρόσεξε!

Πίσω από τα μέλη της οικογένειας Λεβή στη φωτογραφία δεν διακρίνουμε ολόκληρο το καμπαναριό, αλλά μόνο ένα μέρος του στη διάρκεια της κατασκευής του. Η κορυφή του πύργου λείπει…

Η χρονολόγηση μιας φωτογραφίας χάρη στο καμπαναριό

Μας δίνεται λοιπόν σήμερα η ευκαιρία, χάρη στο «καινούργιο» αυτό στοιχείο, να προσδιορίσουμε με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια πότε ο Νισήμ φωτογράφησε το καμπαναριό.

Όμως για να γίνει αυτό, χρειάζεται να μελετήσουμε την εξέλιξη της κατασκευής του πύργου στο διάστημα από τη θεμελίωση του το 1903 μέχρι τα εγκαίνια του, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου Αγίου Μάρκου, την 25 Απριλίου 1912.

Για καλή μας τύχη, παρότι λίγα έντυπα και εφημερίδες κυκλοφορούσαν τότε με φωτογραφίες, υπάρχουν αρκετές έτσι ώστε να αναπαραστήσουμε τα στάδια της ανοικοδόμησης (Εικόνα 9).

Εικόνα 9. Τα στάδια της ανοικοδόμησης του καμπαναριού της Βενετίας από το 1907 μέχρι το 1912 (λεπτομέρειες από εννέα φωτογραφίες στο διαδίκτυο μαζί με εκείνη που τράβηξε ο Νισήμ Λεβής – τρίτη από αριστερά).

Στην Εικόνα 9 συγκέντρωσα από έντυπα της εποχής εικόνες που μας δείχνουν την πρόοδο της κατασκευής. Η πρώτη φωτογραφία στα αριστερά χρονολογείται στον Οκτώβριο του 1907. Η δεύτερη τραβήχτηκε μέσα στο 1908, πριν τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. Η τρίτη είναι από τη φωτογραφία του Νισήμ. Τέλος οι τρεις τελευταίες ασπρόμαυρες στα δεξιά είναι από τον Ιούλιο του 1910, τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1911.

Μπορούμε έτσι να μελετήσουμε πώς εξελίχτηκε η ανάρτηση του πύργου μετά τη θεμελίωση και το αρχικό του στάδιο που είδαμε νωρίτερα. Αφού χτίστηκε η βάση του, στήθηκε μια ακίνητη ξύλινη πλατφόρμα λίγο πάνω από το έδαφος και μία δεύτερη, κινητή αυτή, η οποία ανέβαινε σταθερά καθώς το ύψος του πύργου εκτεινόταν. Όταν ο Νισήμ φωτογράφησε το καμπαναριό, η ξύλινη αυτή πλατφόρμα δεν είχε ακόμη φτάσει στο ψηλότερο σημείο της. Όταν τελικά η κατασκευή του πύργου έφτασε στο ύψος του καμπαναριού, η κινητή πλατφόρμα κατέβηκε σιγά-σιγά και οι δύο ξύλινες πλατφόρμες αφαιρέθηκαν τελείως. Αντίθετα, στην κορυφή του πύργου νέες ξύλινες σκαλωσιές συνέχισαν να επεκτείνονται καθώς συμπληρωνόταν η κατασκευή.

Για να συλλέξει τα στοιχεία που περιέχονται στην Εικόνα 9, ένας ερευνητής πριν είκοσι χρόνια θα είχε χρειαστεί αρκετούς μήνες. Θα έπρεπε να επισκεφτεί βιβλιοθήκες σε διαφορετικά μέρη και χώρες και να ξεφυλλίσει τα αρχεία τους για να βρει εικόνες με το καμπαναριό. Αν ήταν τυχερός, θα έβρισκε για μερικά από τα αρχεία κάποιο ευρετήριο το οποίο θα επιτάχυνε κάπως την έρευνά του. Χάρη στο διαδίκτυο και τα ψηφιοποιημένα αρχεία εντύπων και εφημερίδων σε διάφορες χώρες, χρειάστηκα γύρω στη μια ώρα για να μαζέψω και να συνδυάσω τις φωτογραφίες, οι οποίες υποθέτω παρουσιάζονται για πρώτη φορά μαζί στον Ηπειρωτικό Αγώνα σήμερα.

Επειδή γνωρίζουμε επίσης (από ταχυδρομικά δελτάρια) ότι ο Νισήμ ταξίδεψε μαζί με τον αδελφό του Μωρίς από τα Γιάννενα προς το Παρίσι μέσω Μιλάνου τον Ιανουάριο του 1909, έχουμε πλέον αρκετά στοιχεία για να προσδιορίσουμε πως η φωτογραφία του Νισήμ στη Βενετία, μαζί με δύο άλλες, τραβήχτηκε σε μια βροχερή χειμωνιάτικη μέρα στις αρχές του 1909.

 Τα ενισχυμένα θεμέλια

Στις φωτογραφίες του Νισήμ από τη Βενετία βλέπουμε ξένοιαστους Γιαννιώτες τουρίστες οι οποίοι θαυμάζουν την «πόλη του έρωτα», τη Γαληνότατη με τα κανάλια και της γέφυρες της. Η πόλη μοιάζει ήρεμη, ωστόσο κάποια γεγονότα που εξελίχτηκαν εκεί κοντά εκείνες τις μέρες έμελλε να σφραγίσουν αργότερα την τύχη τους καθώς και την τύχη της Ρωμανιώτικης Ισραηλιτικής Κοινότητας των Ιωαννίνων.

Ενώ λοιπόν η οικογένεια Λεβή επισκεπτόταν τα αξιοθέατα στη Βενετία, μια ομάδα από 186 «ατάκτους» με μαύρα πουκάμισα μέσα σε μερικά κλεμμένα φορτηγά και με επικεφαλής τους τον Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο σε ένα Φίατ Τίπο, κατέλαβε την παραλιακή πόλη του Φιούμε (τη σημερινή Ριέκα της Κροατίας). Ο Ντ’ Ανούντσιο είχε αποκτήσει τη φήμη του σαν διακεκριμένος ποιητής, συγγραφέας, και δημοσιογράφος, σαν βετεράνος πιλότος του Α’ ΠΠ, αλλά και ως φανατικός εθνικιστής. Μαζί με τους οπαδούς του, αρνήθηκε την παράδοση του Φιούμε στη Γιουγκοσλαβία η οποία συζητιόταν στις Βερσαλλίες στο Παρίσι εκείνη τη χρονιά. Με το «πραξικόπημα του Φιούμε» ο Ντ’ Ανούντσιο μαζί με τους συνεργάτες του κατάφερε να κυβερνήσει την πόλη για έναν ολόκληρο χρόνο με τον τίτλο του «Ντούτσε» παρά τη, χλιαρή αρχικά, αντίδραση της ιταλικής κυβέρνησης και των νικηφόρων συμμάχων του πολέμου. Ο ίδιος εκδιώχθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1920.

Η έμπρακτη αυτή πρώτη αμφισβήτηση της συνθήκης των Βερσαλλιών από τους μαυροφόρους, παρότι απέτυχε, αποτέλεσε προπομπό πολλών μοιραίων μελλοντικών εξελίξεων. Στο Μιλάνο, το κίνημα του Ντ’ Ανούντσιο παρακολούθησε με προσοχή ο εκδότης της εφημερίδας «Ο Λαός της Ιταλίας» (Il Popolo d’Italia), Μπενίτο Μουσολίνι. Το «μάθημα» του Φιούμε επέτρεψε στον μελλοντικό «Ντούτσε» να αποφύγει τα λάθη του Ντ’ Ανούντσιο όταν, μαζί με τους δικούς του μαυροφόρους φασίστες, βάδισε το 1922 για να καταλάβει την εξουσία στην Ιταλία.

Αλλά και αλλού μελλοντικοί αμφισβητίες της ατυχούς συνθήκης των Βερσαλλιών αποκόμισαν μαθήματα από το Φιούμε, όπως ο Χίτλερ στη Γερμανία.

Σε ένα από τα διηγήματα του ο Ντ’ Ανούντσιο, στη Φωτιά (1900), είχε εξυμνήσει τα κάλλη της Βενετίας στην οποία παραθέρισαν το 1919 η γιαγιά μου με τους συγγενείς της. Ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου είναι «Οι καμπάνες του Αγίου Μάρκου».

Μία φλόγα χρησιμοποίησε ο Μουσολίνι σαν σύμβολο του φασιστικού κράτους του. Φλόγα που τώρα χρησιμοποιεί το κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας, το οποίο αναδείχτηκε πρώτο στις πρόσφατες ιταλικές εκλογές. Να μην ανησυχούμε, λέει, τα κόμματα αυτά είναι «μετα-φασιστικά» (post-fascist). Αν διώξουν και εκτοπίσουν τα μέλη κάποιας μειονότητας, τότε άραγε θα χαρακτηρίσουμε και τις πράξεις αυτές σαν μετα-διώξεις και μετα-εκτοπισμούς; Ενδιαφέρων εξωραϊσμός.

Δεν θα έχουν διαβάσει φαίνεται οι ψηφοφόροι της κυρίας Μελόνι τα βιβλία του Τζιόρτζιο Μπασσάνι όπου περιγράφει τι τράβηξαν οι Εβραίοι της ιταλικής πόλης Φερράρα στη δεκαετία του ’30 και στον πόλεμο.

Τους τουρίστες που αγοράζουν μαύρα πουκάμισα και αναμνηστικές σβάστικες στο Πρεντάπιο, τη γενέτειρα του Μουσολίνι, δεν τους απασχολεί φαίνεται η οικονομική και κοινωνική απομόνωση και τελικά η φυσική εξόντωση στην οποία οι φασίστες οδήγησαν την εβραϊκή και άλλες μειονότητες. Έχει επικρατήσει βλέπετε η παράδοση πως ο ιταλικός φασισμός ήταν ήπιος. Είναι βολικό για τους Ιταλούς, τους Αυστριακούς, αλλά και άλλους Ευρωπαίους να τα φορτώνουν τώρα όλα στο Χίτλερ. Λες και ο Πρίμο Λέβι δεν ήταν Ιταλός. Ο Πρίμο Λέβι, ο οποίος έγραψε για την κατάντια του ανθρώπου και που τελικά ίσως αυτοκτόνησε κάτω από το βάρος της ανάμνησης των στρατοπέδων. Λεβής, ο Πρίμο Λέβι, Λεβής και Κάρλο Λέβι που έγραψε για την εκτόπιση του στο Έμπολι από τους φασίστες.

Λεβής ήταν και ο γεννημένος στα Γιάννενα Τζουσέππε (Ιωσήφ) Λέβι, ανιψιός του Νταβιτσόν Εφέντη και της Κυρά Χαννούλας, καθώς και οι γιοι του Σαμουέλ και Τζουλιέλμο. Και οι τρεις, μαζί με τον γαμπρό τους Λουίτζι Ντελ Μόντε, εκτοπίστηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1943 από το σπίτι τους κοντά στη λίμνη Κόμο και δεν επέστρεψαν ποτέ από το Άουσβιτς. Καθώς οι Γερμανοί εισέβαλλαν στο σπίτι τους, μερικά άλλα μέλη της οικογένειας κατάφεραν να δραπετεύσουν από την πίσω πόρτα του σπιτιού και να επιζήσουν.

Λεβήδες και οι τουρίστες στη Βενετία του 1919 από τα Γιάννενα. Από τους τέσσερεις που φωτογράφησε ο Νισήμ Λεβής στον παγετώνα της Ελβετίας και στη Βενετία το καλοκαίρι του 1919, οι δύο δολοφονήθηκαν το 1944 στο Άουσβιτς (η προγιαγιά Αννέττα και η θεία Νέλλυ). Μαζί τους δολοφονήθηκε και ο φωτογράφος και γιατρός Νισήμ Δ. Λεβής. Ο προπάππους Αβραμάκης είχε πεθάνει το 1938.

Από όλους αυτούς, μόνο η γιαγιά Γιέτη επέζησε.

Εικόνα 10. Η Γιέτη Λεβή (αργότερα Μωυσή) με τη μικρή της αδελφή Νέλλυ στο ξενοδοχείο Mattenhof του Ιντερλάκεν στην Ελβετία το 1919 (φωτ. Νισήμ Δ. Λεβή).

Καθώς θυμάμαι τώρα τα παιδικά μου χρόνια όταν μεγάλωνα στην Αθήνα, ένα πράγμα που με εντυπωσιάζει εκ των υστέρων είναι το πόσο απόντες ήταν οι αδικοχαμένοι μου συγγενείς και πρόγονοι από την τότε καθημερινότητά μου. Στο χριστιανικό σόι της μάνας μου, οι συγγενείς που είχαν πεθάνει πρόωρα ή πρόσφατα ήταν παρόντες στις συζητήσεις των «μεγάλων» γύρω μου. Ο θείος Λούης, η προγιαγιά Μαριγούλα, η θεία Ευγενία. Τα ονόματά τους αναφέρονταν νοσταλγικά, πάντα με κάποιο σχόλιο και κάποια ανάμνηση γι’ αυτούς. Είχαν πεθάνει, αλλά δεν είχαν χαθεί. Αντίθετα, για τους Γιαννιώτες που δολοφονήθηκαν επικρατούσε σιγή. Δεν θυμάμαι καν αν γνώριζα ότι η γιαγιά είχε μεγαλώσει μαζί με μια μικρή αδελφούλα (Εικόνα 10). Δεν θυμάμαι να αναφέρθηκε ποτέ το όνομα της Νέλλυς τότε. Της Νέλλυς που, γεννημένη το 1911, πέντε χρόνια μετά τη γιαγιά, αποφοίτησε από το γυμνάσιο στα Γιάννενα, γνώρισε έναν αποτυχημένο αρραβώνα και μετά έναν αποτυχημένο γάμο για να επιστρέψει πικραμένη στο πατρικό της σπίτι στην οδό Κουντουριώτου στα Γιάννενα από όπου, με το επίθετο του πρώην συζύγου της Δασκαλάκη, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς όπου και δολοφονήθηκε.

Μόνο βλέποντας τις φωτογραφίες του Νισήμ Δ. Λεβή μπόρεσα να αντιληφθώ κάπως τον πόνο της γιαγιάς, του πατέρα μου και των άλλων συγγενών που επέζησαν. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο καταπιάστηκα με το έργο αυτό με τις φωτογραφίες, για να διατηρηθεί η μνήμη όλων τους. Έτσι ώστε να εκτιμήσει ο κόσμος τα αποτελέσματα του τυφλού μίσους και της μισαλλοδοξίας απέναντι σε πληθυσμιακές ομάδες και σε μειονότητες – με σύμβολα τις σβάστικες και τις φλόγες, με μαύρα ή με κόκκινα καπέλα.

Στην ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2020, με την ευκαιρία των 75 χρόνων από την απελευθέρωσή της μαζί  με τους λίγους άλλους επιζώντες στο Άουσβιτς, η Ιταλίδα γερουσιαστής Λίλιανα Σεγκρέ ανέφερε: «Φτάνοντας εδώ στο Κοινοβούλιο σήμερα, είδα όλες τις σημαίες που κυμάτιζαν στην είσοδο. Τόσα χρώματα, τόσες χώρες που βρίσκονται εδώ σε πνεύμα αδελφοσύνης, με ανθρώπους που συναναστρέφονται και αντικρύζουν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι».

Είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή για όσους τόσο εύκολα και ασυλλόγιστα απορρίπτουν ολόκληρη τη μοναδική κοινότητα των ευρωπαϊκών εθνών μαζί με τα τόσα καλά της, αντί να προσανατολίσουν τις προσπάθειές τους στο να βελτιώσουν τις αδυναμίες της ιστορικής αυτής συλλογικής προσπάθειας.

Είπε και κάτι άλλο η αειθαλής Σεγκρέ, που συμπληρώνει τα 92 της χρόνια φέτος. Τον Μάρτιο του 2022, ενώ είχε ήδη αρχίσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Σεγκρέ μίλησε σε μια τελετή στο Μιλάνο για τους Δίκαιους των Εθνών, εκείνους που βοήθησαν για να διασωθούν μερικοί Ιταλοί Εβραίοι από το Ολοκαύτωμα. «Θυμόμαστε τους Δίκαιους των Εθνών που είχαμε ανάμεσά μας, αλλά γύρω μας υπήρχαν λίγοι που στάθηκαν δίκαιοι και πολλοί που ήταν άδικοι. Ήταν τόσο πολλοί οι δεύτεροι που είναι δύσκολο να θυμηθούμε τα πρόσωπά τους. Και ήταν πολύ λίγοι αυτοί που επέλεξαν να μην αδιαφορήσουν, αυτοί που δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Οι απλοί αυτοί άνθρωποι ήταν εκείνοι που δεν γύρισαν το βλέμμα τους αλλού».

Ας μην γυρίζουμε το βλέμμα μας αλλού λοιπόν όταν χρειαστεί, επικαλούμενοι «επαγγελματικές ή οικογενειακές προτεραιότητες», όπως τόσοι πολλοί «άδικοι των Εθνών» έκαναν πριν από μας.

Στο διάστημα 2007-2013, μετά τον εντοπισμό ρωγμών στη βάση του, η πόλη της Βενετίας πρόσθεσε τιτάνιο στα θεμέλια του καμπαναριού της πόλης και τα εμβάθυνε για να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του πύργου.

Τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ποιος θα τα ενισχύσει τώρα;

Σχετικά άρθρα

Άνοιξη 1912 : Ένας Νεότουρκος υπουργός στα Ιωάννινα

Αλέξανδρος Μωυσής

1943: Ο θείος Εμίλ στο τελευταίο τρένο από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη

Αλέξανδρος Μωυσής

1921: Ευχές στα Γιάννενα από τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας – Μέρος Β: Ο χειμώνας μετά το Σαγγάριο

Αλέξανδρος Μωυσής