Εικόνα 1 – Η φωτογραφία του Νισήμ Λεβή με τον μυστήριο φρεσκοσκαμμένο λάκκο
Ιστορίες

Ένα χάσμα από το 1912

Είναι μία από τις τετρακόσιες περίπου φωτογραφίες του γιαννιώτη γιατρού Νισήμ Δ. Λεβή, που διασώθηκαν σαν από θαύμα μετά τον εκτοπισμό και τη δολοφονία του στο Άουσβιτς το 1944. Το περιεχόμενο της παρέμενε ανεξιχνίαστο ως τώρα. Πρόσφατα κατάλαβα πως σχετίζεται με ένα ξεχασμένο ιστορικό κεφάλαιο της Ηπείρου.

Η παρατήρηση που έλυσε το μυστήριο

Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες γυάλινες φωτογραφίες του Νισήμ Δ. Λεβή, τις οποίες ο γιαννιώτης γιατρός και θείος της γιαγιάς μου τράβηξε μέσα στο διάστημα 1898-1930,  η εικόνα αυτή έμοιαζε κακοτραβηγμένη (Εικόνα 1).

Γνωρίζουμε πως ο Νισήμ πλαισίωνε με σπουδή το αντικείμενο που ήθελε να αποθανατίσει. Αν ήθελε να μας δείξει κάποιο κτήριο, αυτό δέσποζε στο κέντρο της εικόνας του. Όταν  φωτογράφιζε κάποια άτομα, αυτά ήταν στο επίκεντρο της εικόνας. Οι φωτογραφίες του από την ύπαιθρο μας έδειχναν συνήθως μέρη με σπάνιο φυσικό κάλλος. Ακόμα και εκείνες με ιστορικά γεγονότα, όπως με παρελάσεις ή με αφίξεις διακεκριμένων επισκεπτών στα Γιάννενα, ήταν πάντα καλοστημένες.

Στην συγκεκριμένη εικόνα ωστόσο, ο οικισμός βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση στο βάθος, η φύση δεν περιέχει κάτι το εντυπωσιακό και δεν διακρίνουμε ψυχή ανθρώπου. Αναρωτιόμαστε λοιπόν για ποιο λόγο ο Νισήμ θέλησε να φωτογραφίσει το συγκεκριμένο σημείο. Ήταν σχετικά ακριβή ιστορία η φωτογραφία τότε και η κάθε απεικόνιση επιλεγόταν προσεκτικά.

Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία σήμερα να εξηγήσουμε πού, πότε, πώς και γιατί φωτογράφισε ο Νισήμ Λεβής τη συγκεκριμένη τοποθεσία.

Στην εικόνα βλέπουμε φρεσκοσκαμμένη γη. Στο κέντρο της υπάρχει κάποιος λάκκος, ένα χάσμα δίπλα στο σημείο όπου στεκόταν ο φωτογράφος. Το τοπίο μοιάζει ηπειρωτικό με τους γύρω λόφους ξερούς και με βουνά στο βάθος.

Σκέφτηκα στην αρχή πως ίσως πρόκειται για κάποια αρχαιολογική ανασκαφή κοντά στα Γιάννενα. Ήξερα ότι ο πατέρας του Νισήμ, ο περίφημος Νταβιτσόν Εφέντης, Ρωμανιώτης Γιαννιώτης προύχοντας επί Τουρκοκρατίας, είχε χρηματοδοτήσει κάποιες από τις πρώτες ανασκαφές του Σιγισμούνδου Μινέικο (του παππού του Ανδρέα Παπανδρέου) στη Δωδώνη το 1875-76. Το τοπίο στη φωτογραφία ωστόσο δεν μοιάζει με τη Δωδώνη, η οποία περιβάλλεται κυρίως από απότομα και ψηλά βουνά και όχι από ημικυκλικούς «φαλακρούς» λόφους. Ούτε διακρίνουμε κάποιο αρχαιολογικό εύρημα μέσα στο σκαμμένο λάκκο.

Στις σημειώσεις του Νισήμ, που διατηρήθηκαν σε καρτέλες μαζί με τις φωτογραφίες του, βρήκα μια αναφορά σε εικόνα από τους «Άγιους Σαράντα μετά τον βομβαρδισμό (στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο)».

Υπέθεσα λοιπόν πως ίσως βλέπουμε έδαφος ανακατεμένο μετά από βομβαρδισμό κοντά στους Άγιους Σαράντα. Κανένας όμως από τους λόφους στη φωτογραφία του Νισήμ δεν ταίριαζε με παλιές ή πρόσφατες εικόνες του λιμανιού αυτού. Με τη βοήθεια της εφαρμογής Google StreetView μελέτησα τους λόφους πάνω από τους Άγιους Σαράντα από κάθε οπτική γωνία και από κάθε μέρος όπου θα μπορούσε να είχε σταθεί ο φωτογράφος, χωρίς να βρω κάποια που ταίριαζε.

Οπότε άφησα τη φωτογραφία με το σκαμμένο έδαφος στο αρχείο ανεξιχνίαστη. Το περιεχόμενο της όμως, ο ημικυκλικός ξερός λόφος με τον οικισμό στη βάση του, αποτυπώθηκαν στο μυαλό μου.

Έτσι, όταν τις προάλλες κοιτούσα μια εικόνα του γαλλικού στρατού τραβηγμένη στο Δέλβινο το 1917, η τοποθεσία μου φάνηκε γνώριμη (Εικόνα 2).

Εικόνα 2. Η φωτογραφία του γαλλικού στρατού από το 1917 με τον ίδιο λόφο στα δεξιά (Πηγή: Ψηφιακό αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας).

Συγκρίνοντας την με την εικόνα του Νισήμ, παρατήρησα ότι οι λόφοι και ο οικισμός ταίριαζαν απόλυτα! Βρέθηκε λοιπόν το μέρος: Πρόκειται για το Δέλβινο, την κωμόπολη στον δρόμο από τους Άγιους Σαράντα προς την Κακαβιά.

Μάλιστα οι δύο φωτογραφίες, αυτή του Νισήμ και εκείνη του γαλλικού στρατού, πρέπει να τραβήχτηκαν μέσα στην ίδια δεκαετία, αφού ο οικισμός στη βάση του λόφου αποτελείται από τα ίδια κτήρια και στις δύο φωτογραφίες. Αν απείχαν μεταξύ τους πολλά χρόνια οι δύο φωτογραφίες, τότε θα βλέπαμε σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους με προσθαφαίρεση κτηρίων. Με τον χρόνο, οι οικισμοί συνήθως επεκτείνονται, ενώ μερικά κτήρια αντικαθίστανται ή γκρεμίζονται, ιδίως σε σεισμογενείς περιοχές όπως αυτή. Γνωρίζουμε παρεμπιπτόντως ότι το Δέλβινο άλλαξε ριζικά όψη τον Ιανουάριο του 1897 μετά από έναν ιδιαίτερα καταστροφικό σεισμό εκεί, όπως είχε γίνει και στα τέλη του 1851 σε προγενέστερο μεγάλο τοπικό ταρακούνημα της γης.

Ταίριαζε και η λεζάντα «Άγιοι Σαράντα μετά τον βομβαρδισμό (στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο)» : Όταν έφτιαξε τις καρτέλες αρκετά χρόνια αργότερα, ο Νισήμ μάλλον συσχέτισε με τους Άγιους Σαράντα την τοποθεσία που φωτογράφησε στο Δέλβινο, αφού η περιοχή στη φωτογραφία απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από το λιμάνι. Κάθε φορά που επέστρεφε με το  ατμόπλοιο της αυστριακής εταιρείας Lloyds από ταξίδι του στην Ευρώπη, ο Νισήμ αποβιβαζόταν στους Άγιους Σαράντα, το πορθμείο των Ιωαννίνων επί Τουρκοκρατίας.

Οι ταξιδιώτες έφταναν με το καράβι στα ανοιχτά του μικρού λιμανιού, μεταφέρονταν στη στεριά με ψαρόβαρκες και μετά έπαιρναν τον δρόμο για τα Γιάννενα με άλογα και μουλάρια.

Το Δέλβινο ήταν και είναι το προπύλαιο για την ανάβαση στην οροσειρά που χωρίζει τα παράλια με την ενδοχώρα της Ηπείρου. Από εκεί πρέπει να περάσει ο ταξιδιώτης για να φτάσει στο πέρασμα της Μουζίνας, το άνοιγμα στο βουνό προς την κοιλάδα του Δρίνου που απλώνεται από το Αργυρόκαστρο στα βόρεια και τους λόφους και το πέρασμα της Κακαβιάς στα νότια.

Η στρατηγική σημασία του Δελβίνου είναι εμφανής σε όποιον κοιτάει το χάρτη. Δεν θα ήταν καθόλου περίεργο λοιπόν αν ο Νισήμ, περνώντας κάποτε από εκεί, αντίκρυσε το αποτέλεσμα κάποιας πρόσφατης μάχης και βομβαρδισμού. Πότε όμως πέρασε και πότε είχε γίνει βομβαρδισμός εκεί; 

Το ταξίδι στη Γαλλία στα τέλη του 1913

Ενώ η ταυτοποίηση της τοποθεσίας της Εικόνας 1 επιτεύχθηκε χωρίς ίχνος αμφιβολίας, η αναγνώριση του χρόνου στον οποίο τραβήχτηκε μπορεί να γίνει μόνο με βάση υποθέσεις και πιθανότητες. Ψάχνουμε για ενδείξεις στην εικόνα, για ιστορικά γεγονότα και για συμπτώσεις που θα μας βοηθήσουν να τη χρονολογήσουμε με κάποια σχετική βεβαιότητα.

Δύο στοιχεία μας βοηθούν να προσδιορίσουμε το «πότε» της φωτογραφίας. Γνωρίζουμε, από ταχυδρομικό δελτάριο που έστειλε στους γονείς του, ότι ο Νισήμ ταξίδεψε προς τη δυτική Ευρώπη τον Αύγουστο του 1913, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (βλ. Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: 1898-1930, εκδόσεις Καπόν). Στο ταξίδι αυτό συνόδεψε τον δεκαοκτάχρονο ανιψιό και συνονόματο του Νισήμ, ο οποίος πήγαινε για να αρχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι.

Έχουμε επίσης μία φωτογραφία την οποία ο Νισήμ τράβηξε έξω από το Δέλβινο, πιθανότατα όταν επέστρεφε από εκείνο το ταξίδι του στη δυτική Ευρώπη. Στην εικόνα αυτή, με τον φωτογράφο να κοιτάει προς τα βορειοανατολικά, βλέπουμε έναν ένοπλο να «μπλοκάρει» τον δρόμο με το αμάξι του (Εικόνες 3, 4).

Εικόνες 3, 4: Η φωτογραφία του Νισήμ Λεβή με τον ένοπλο Βορειοηπειρώτη αυτονομιστή στις αρχές του 1914 δύο χιλιόμετρα έξω από το Δέλβινο, με την πόλη ορατή στο βάθος. Δεξιά, το ίδιο σημείο στις μέρες μας (από την εφαρμογή Google StreetView).

Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε στην εποχή της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου το 1914 σε μήνα κατά τον οποίο το φυτό στο πάνω δεξί μέρος της εικόνας δεν είχε τα φύλλα του.

Αγωνιστές όπως αυτόν στη φωτογραφία μας συνάντησε τότε σε εκείνα τα μέρη και ο Jean Leune, ο ανταποκριτής της παρισινής εβδομαδιαίας εφημερίδας L’Illustration, και τους περιέγραψε σε ανταπόκριση του από το Δέλβινο στις 9 Μαΐου του 1914:

«Γύρω από το Δέλβινο βλέπουμε θέσεις ενόπλων χωρικών που φυλάνε τη δημοσιά, τους δρόμους, τα περάσματα. Για στολή πολλοί δεν έχουν παρά μονάχα αστυνομικό σκούφο χακί με έναν σταυρό μπλε ή έναν βυζαντινό αετό. Κάτω από την κάπα του βοσκού κρέμεται μια ξιφολόγχη δεμένη με σπάγκο σ’ ένα ζωστήρα από ύφασμα ή δέρμα. Όμως έχουν όλοι τους ντουφέκια Μάουζερ και οι ζώνες τους είναι παραγεμισμένες με φυσίγγια» (Η μετάφραση στα ελληνικά είναι από το βιβλίο Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδόσεις Τροχαλία).

Όπως βλέπουμε στον χάρτη (Εικόνα 5), το σημείο με το σκαμμένο έδαφος (1) απέχει μόλις 1500 μέτρα από το μέρος όπου ο Νισήμ συνάντησε τον ένοπλο με το «μπλόκο» στον δρόμο (2).

Εικόνα 5: Τα σημεία όπου ο Νισήμ Λεβής τράβηξε τις δύο φωτογραφίες του λίγο έξω από το Δέλβινο, το σκαμμένο έδαφος (1) και το «μπλόκο» με τον αυτονομιστή (2). Η πόλη διακρίνεται πάνω δεξιά.

Αν και η απόσταση που χωρίζει τις δύο τοποθεσίες είναι μόλις λίγα μέτρα, ο Νισήμ μάλλον τράβηξε τις δύο φωτογραφίες σε διαφορετικές μέρες και εποχές. Οι σκιές στην εικόνα με το σκαμμένο έδαφος παραπέμπουν σε ώρα απογευματινή, γύρω στις 4-5 μμ. Αντίθετα, η φωτογραφία με τον ένοπλο τραβήχτηκε πριν το μεσημέρι.

Συμπεραίνω λοιπόν ότι η απογευματινή φωτογραφία με το σκαμμένο έδαφος τραβήχτηκε όταν ο Νισήμ ταξίδεψε από τα Γιάννενα προς τους Άγιους Σαράντα το καλοκαίρι του 1913 με τελικό προορισμό του τη Γαλλία. Με τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα, ο Νισήμ πλησίαζε προς το λιμάνι για να πάρει το ατμόπλοιο προς την Κέρκυρα και την Ιταλία. Θεωρώ απίθανο η πορεία του σε μια τέτοια ώρα να ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση, από τους Άγιους Σαράντα προς τα Γιάννενα δηλαδή. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ξεκίνησε για τα βουνά και τα επικίνδυνα περάσματα τους λίγη ώρα πριν νυχτώσει. Γνωρίζουμε ωστόσο πως οι ταξιδιώτες απέφευγαν τέτοια νυχτερινά ταξίδια τότε επειδή οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλείς.

Επιστρέφοντας μετά από μερικούς μήνες από το ταξίδι του στη Γαλλία, ο Νισήμ συνάντησε το «μπλόκο» στον δρόμο με τον ένοπλο. Βρέθηκε εκεί πριν το μεσημέρι στις αρχές του 1914, λίγο αφότου είχε ξεκινήσει τη διαδρομή του από τους Άγιους Σαράντα προς τα Γιάννενα.

Η πολεμική αναμέτρηση τον Νοέμβριο του 1912

Αν λοιπόν ο Νισήμ έβγαλε τη φωτογραφία με το βομβαρδισμένο έδαφος το καλοκαίρι του 1913 όταν έφευγε με τον ανιψιό του για το Παρίσι, τότε πότε είχε γίνει μάχη με πυροβολικό έξω από το Δέλβινο;

Για να σκάσουν βόμβες στο μέρος αυτό, κάποιο στράτευμα πρέπει να είχε δοκιμάσει να περάσει από τα στενά που φυλάει το Δέλβινο με κατεύθυνση ανατολικά προς τα Γιάννενα ή το Αργυρόκαστρο. Στρατός που πορευόταν στην αντίθετη κατεύθυνση, από την ανατολή προς τη θάλασσα, δεν είχε λόγο να δώσει μάχη εκεί, αφού θα είχε μόλις βγει από τα βουνά και θα είχε μπει στην κοιλάδα (Εικόνες 6, 7).

Εικόνες 6, 7. Με τον φωτογράφο να κοιτάει δυτικά από τα βουνά και το Δέλβινο προς τον κάμπο πριν τους Άγιους Σαράντα, δύο φωτογραφίες από το 1917 και από τις μέρες μας. Ανάμεσα στους λόφους διακρίνουμε το στρατηγικό πέρασμα όπου έσκασαν οι οβίδες τον Νοέμβριο του 1912.

Συνεπώς ο βομβαρδισμός της φωτογραφίας δεν έγινε όταν ο ελληνικός στρατός κατέβηκε από το βουνό λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων για να καταλάβει το Δέλβινο και τους Άγιους Σαράντα στις αρχές Μαρτίου 1913. Δεν είχε λόγο να δώσει μάχη εκεί, ούτε βρήκα κάποια σχετική αναφορά για σύρραξη σε ιστορικές πηγές. Η είδηση της εισόδου του στρατού στα μέρη αυτά παρεμπιπτόντως επισκιάστηκε στις εφημερίδες από τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη την 5η Μαρτίου.

Αν δεν έγινε μάχη έξω από το Δέλβινο την άνοιξη του 1913, τότε πότε είχε σκάσει η οβίδα που άνοιξε τον λάκκο στη φωτογραφία του Νισήμ Λεβή;

Την απάντηση βρίσκουμε σε γεγονότα που εξελίχθηκαν τον Νοέμβριο του 1912, σε ένα ξεχασμένο επεισόδιο από τις αρχές του Α’ Βαλκανικού πολέμου το οποίο περιγράφει ο Φώτης Ι. Μάνος στο άρθρο του «Από το Ηπειρωτικόν 1912-1913» (Ηπειρωτική Εστία, Ιούνιος 1964).

Στην αφήγησή του, ο Μάνος αναφέρει ότι μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας στις 21 Οκτωβρίου του 1912, λίγες μόνο μέρες μετά την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε στις θέσεις του επί τρίμηνο στην προσπάθειά του να πορευτεί προς τον βορρά και προς τα Ιωάννινα. Πολλές δυνάμεις του στρατού της Ηπείρου είχαν αποσπαστεί και σταλεί για να ενισχύσουν το μέτωπο στη Μακεδονία.

Σαν αντιπερισπασμός λοιπόν, αποφασίστηκε η αποστολή και απόβαση στρατού στη Βόρειο Ήπειρο έτσι ώστε από εκεί να κατευθυνθούν προς τα νότια περικυκλώνοντας τους Τούρκους στα Γιάννενα. Και συνεχίζει ο Μάνος:

«Ἡ ἄμεσος ἀπόβασις δὲν ἐπραγματοποιήθη λόγω ἐλλείψεως πλοίων. Μόλις τὴν 24ην Νοεμβρίου οἱ ἄνδρες ἐπεβιβάσθησαν τῶν πλοίων καὶ τὴν 8ην πρωϊνήν ἀπεβιβάζοντο εἰς Ἁγίους Σαράντα. Ἡ ἀπόβασις, ἐγένετο ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιστάσεως καὶ ἑν μέσω ἀπεριγράπτου ἐνθουσιασμοῦ τῶν κατοίκων (Εικόνα 8).

Εικόνα 8: Το πρωτοσέλιδο της αθηναϊκής εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 25 Νοεμβρίου 1912. Η υποχώρηση του στρατού στις επόμενες ημέρες αποσιωπήθηκε από τη λογοκρισία της εποχής.

Ἀντικειμενικὸς σκοπὸς τοῦ ἀποβατικοῦ ἀποσπάσματος ἦτο ἡ προέλασις πρὸς Δέλβινον-Ἀργυρόκαστρον καὶ ἐκεῖθεν μὲ γενικὴν κατεύθυνσιν πρὸς Ἰωάννινα. Ἀλλὰ τὸ Σύν/γμα ἦτο ἀσύντακτον καὶ εξ ἀρχῆς ὀργανικῶς ἐλλειπὲς.[…]

‘Εν τῶ μεταξὺ ἡ Ἀλβανία εἶχε γεμίσει ἀπὸ Τούρκους. Ἀπὸ τὴν Β. Ἀλβανίαν καὶ ἀπὸ τὴν Φλώριναν, ὀπισθοχωροῦντα Τουρκικὰ τμήματα κατηυθύνοντο συγκλίνοντα πρὸς Νὸτον. Ἡ ἀπόβασις τῶν Ἑλλήνων τοὺς ἠνάγκασε νὰ συγκεντρωθοῦν άθρόοι εἰς την ὀχυρὰν θέσιν τοῦ Δελβίνου καὶ νὰ προτάξουν ἄμυναν. Οὕτω αἱ Τουρκικαὶ περὶ τὸ Δέλβινον δυνάμεις ἦσαν ἀρκούντως ἰσχυραί. Αἱ δυσχέρειαι τοῦ ἀγῶνος ἀνεφάνησαν ἀπὸ την πρώτην στιγμὴν».[…]

«Ὑπὸ τὰς δυσμενεῖς ταύτας συνθήκας [το ελληνικό απόσπασμα] ἐβάδισεν κατὰ τοῦ Δελβίνου. Ἡ προέλασις διεκόπη σχεδὸν ἀμέσως. Ἕξ χιλιόμετρα ἀπὸ τοὺς Ἀγίους Σαρὰντα αἱ ἀναγνωριστικαί ὁμάδες ἦλθον εἰς ἐπαφήν μὲ τὰ προκεχωρημένα τμήματα τοῦ ἐχθροῦ. Συγκεκριμένως εἰς θέσιν Παληαυλὴ πρὸ τῆς γεφύρας τοῦ Καλιασκώτικου ποταμοῦ [σημ: σήμερα Bistricë] τὰ τμήματα τοῦ συντάγματος ἀνεπτύχθησαν εἰς σχηματισμοὺς μάχης. […] Πρό τοῦ κινδύνου τῆς αἰχμαλωσίας [σημ.: από κυκλωτική κίνηση του εχθρού] καὶ πρίν ἤ ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ἀποσμάσματος εἰσέλθη εἰς τὸν ἀγῶνα, ἀναγκάζεται νὰ διατάξῃ ὑποχώρησιν».

Υποχωρώντας, το στρατιωτικό αυτό απόσπασμα έσυρε μαζί του κακήν-κακώς και τα πυροβόλα του. Τα πυροβόλα τα οποία μάλλον είχαν ρίξει την οβίδα που έσκαψε τον λάκκο στη φωτογραφία μας.

Λίγο μετά την αναγκαστική αυτή υποχώρηση, το ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα επέστρεψε στους Άγιους Σαράντα και από εκεί επιβιβάστηκε πάλι στα πλοία. Δυστυχώς, η υποχώρηση αυτή άφησε τους έλληνες κατοίκους της περιοχής εκτεθειμένους σε διωγμούς όπως είχε γίνει και το 1878 στο Λυκούρσι εκεί κοντά (βλ. το βιβλίο μου Νταβιτσόν Εφέντης, ένας Ρωμανιώτης Πασάς στα Γιάννενα, εκδόσεις Καπόν).

Την υποχώρηση του Νοεμβρίου 1912 αποσιώπησε ο τύπος της εποχής. Έγραφε στις 29 Νοεμβρίου η Αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:

«Παρ’ ὅλην τὴν εὔλογον ἀνυπομονησίαν τοῦ Κοινοῦ διὰ τὴν ἐκστρατείαν τῆς Ἠπείρου, ὁ Τύπος εἶναι πολύ φυσικὸν νὰ μὴ δύναται νὰ δώσῃ καμμίαν πληροφορίαν, ἐφ’ὅσον ὁ στρατός διανύει τὸ στάδιον τῶν προπαρασκευαστικῶν κινήσεων. Ἀλλ’ἐάν αἱ ἐπί τοῦ σημείου τούτου ἀνακοινώσεις δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔλθουν εἰς τὴν δημοσιότητα, δύναται ὅμως τό Κοινὸν νὰ εἶνε ἥσυχον καὶ βέβαιον περί αἰσίας καὶ ἀποτελεσματικῆς ἐκβάσεως τῆς Ἠπειρωτικῆς ἐκστρατείας, τῆς ὁποίας τὸ εὐχάριστον τέρμα, εύτυχῶς, πλέον δὲν ἀπέχει πολύ».

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας υπήρχε επίσης η είδηση με τίτλο «Περιφανής νίκη των Γαριβαλδινών» (στον Δρίσκο…). Fake news, όπως θα λέγαμε σήμερα. Όμως αυτά έχει η αναγκαστική λογοκρισία και  το κομφούζιο που πάντα συνοδεύει τους πολέμους.

Η ιστορία αυτή μου θυμίζει τα λόγια του ποιητή στο Ανάγνωσμα Δεύτερο από το Άξιον Εστί, σχετικά με το Αλβανικό έπος του 1940:

«Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να ‘χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το ‘χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.

Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη». 

Ο λάκκος μένει ανοιχτός

Όταν ο Νισήμ Λεβής αντίκρυσε τους Άγιους Σαράντα από το καράβι μετά το ταξίδι του στο Παρίσι στις αρχές του 1914, θα ήταν ευτυχής επειδή έβλεπε ξανά γνώριμα εδάφη και βουνά κι επειδή πλησίαζε στα αγαπημένα του Γιάννενα. Μετά το κρύο Παρίσι, είχε μπροστά του ζεστούς μήνες στην πατρίδα του. Αγνοούσε βέβαια πως στο τέλος του καλοκαιριού θα ξέσπαγε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που οδήγησε και στον Εθνικό Διχασμό, αλλά και στην κατάληψη των Ιωαννίνων από τους Ιταλούς στα μέσα του 1917.

Φτάνοντας λοιπόν στους Άγιους Σαράντα με το ατμόπλοιο, ο Νισήμ πήρε έφιππος τον δρόμο προς τα Γιάννενα. Αν και σίγουρα θα είχε διαβάσει στις παρισινές εφημερίδες για την ίδρυση του κράτους της Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1913 και για τα αυτονομιστικά κινήματα και την αναταραχή στην περιοχή, μάλλον θα ξαφνιάστηκε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ένοπλο και το «μπλόκο» στον δρόμο. Προφανώς δεν τον ανησύχησε ο ελληνόφωνος αγωνιστής, αλλιώς δεν θα τον είχε φωτογραφήσει.

Ωστόσο το «μπλόκο» αυτό στον δρόμο ήταν υποθέτω η πρώτη φορά που ο Νισήμ ήρθε αντιμέτωπος με κάποιο σύνορο που χώριζε τη γενέτειρα του τα Γιάννενα από τους Άγιους Σαράντα. Είχε γνωρίσει βέβαια προσωρινές πολιορκίες στα Γιάννενα τον χειμώνα του 1912-13, όπως και την άνοιξη του 1897, αλλά δεν είχε δει μόνιμα σύνορα εκεί.

Με τα χρόνια οι διαχωριστικές γραμμές μπορεί να μεταφέρθηκαν από το Δέλβινο στην Αρίνιστα (τα σημερινά Κτίσματα) και μετά στην Κακαβιά, ωστόσο το χάσμα και το σύνορο που ύψωσαν οι άνθρωποι για να χωρίσουν τις επικράτειές τους και τα Γιάννενα από τους Άγιους Σαράντα διατηρείται μέχρι και σήμερα.

Μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε το 1912, τα μπλόκα ακολούθησαν πληθυσμιακές ανακατατάξεις σε ολόκληρα τα Βαλκάνια και τη Μικρασία, με τραγική κατάληξη την καταστροφή της Σμύρνης πριν εκατό χρόνια, τις ανταλλαγές πληθυσμών, την προσφυγιά εκατομμυρίων συνανθρώπων μας, αλλά και τη διχοτόμηση της Ηπείρου.

Όμως μόνο ανθρώπους χωρίζουν αυτά τα σύνορα. Τα ζώα και τα φυτά αναπτύσσονται γύρω τους και τα αγνοούν. Ευτυχώς, στις μέρες μας επιτρέπεται πάλι και στους ανθρώπους να τα διασχίζουν έτσι ώστε να μπορούν να χαρούν τη φύση και τα ιστορικά κειμήλια που διατηρούνται και στις δύο πλευρές των συνόρων.

Μπορεί τα εδάφη να χωρίστηκαν με σύνορα, όμως οι κάτοικοι της περιοχής  μοιράζονται την κοινή αγάπη για τη γύρω φύση και για τους τόπους όπου έζησαν οι πρόγονοί τους. Όπως η φύση και τα ζώα, έτσι και η τοπική κουζίνα και η μουσική δεν γνωρίζουν σύνορα.

Πάντως, χάρη στην ύπαρξη αυτών των συνόρων, σώθηκαν μερικά μέλη της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων από τους γερμανικούς διωγμούς. Ανάμεσά τους και μερικοί συγγενείς του Νισήμ Λεβή, που διέφυγαν τους διωγμούς φιλοξενούμενοι σε συγγενείς τους στον Αυλώνα. Αποτελεί ειρωνεία της τύχης ότι το σύνορο με την Αλβανία, που τόσοι πολλοί θρήνησαν, έγινε αργότερα αφορμή για να επιζήσουν κάποιοι άλλοι. Ωστόσο, ο Νισήμ Δ. Λεβής καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων χάθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου της Πολωνίας. Δεν τους διαφύλαξε κανένα σύνορο από το ναζιστικό μένος.

Εικόνες 9. Η φωτογραφία του Νισήμ και δίπλα το ίδιο σημείο στις μέρες μας (πηγή: Google StreetView). Το κομμάτι πλάι στο ρυάκι που περνάει εκε,ί το οποίο ήταν φρεσκοσκαμμένο στη φωτογραφία του Νισήμ πριν έναν αιώνα, παραμένει πάντα άχτιστο με το έδαφος ανώμαλο.

Απ΄ ό,τι βλέπω στο διαδίκτυο (Εικόνα 9), το χάσμα που έσκαψαν νότια από τα Κεραύνια όρη οι οβίδες του ελληνικού πυροβολικού τον Νοέμβριο του 1912 και το οποίο φωτογράφισε λίγο αργότερα ο Νισήμ Δ. Λεβής, παραμένει ανοιχτό. Όπως σχετικά ανοιχτά είναι στις μέρες μας και τα σύνορα που έστησαν οι άνθρωποι λίγο παραπέρα.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Δοξαστικόν (από το Άξιον Εστί).

Σχετικά άρθρα

1943: Ο θείος Εμίλ στο τελευταίο τρένο από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη

Αλέξανδρος Μωυσής

1921: Ευχές στα Γιάννενα από τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας – Μέρος Β: Ο χειμώνας μετά το Σαγγάριο

Αλέξανδρος Μωυσής

1921: Ευχές στα Γιάννενα από τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας – Μέρος Α: Η επιστράτευση την άνοιξη του 1921

Αλέξανδρος Μωυσής