Ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα, που ο αέρας ήταν παγωμένος και προετοιμαζόταν να φυσήξει δυνατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σηκώνοντας κύμα ψηλό στη λίμνη, γκρεμίζοντας κλαδιά τεράστια από τα δέντρα και σκορπίζοντας ό,τι έβρισκε μπρος του. Το κρύο ήταν τσουχτερό, η βότκα στο ζεστό Θηρίο θελκτική, η παρέα πολύ κεφάτη και απρόθυμη να βγει έξω στην παγωνιά, μα εμένα δεν με χωρούσε ο τόπος.
Στην πόλη εκείνο το βράδυ όλες οι δράσεις και installations του Luminous Festival έπαιρναν ζωή και φως. Βγήκα μόνη μου έξω και πήγα στην Τράπεζα της Ελλάδας, στα τείχη του Κάστρου, στην πλατεία Μαβίλη, στην Καλλάρη, στο καφωδείο της Ανεξαρτησίας, στο παλιό μου σχολείο το Παπαζόγλειο.
Η πόλη και τα κτίρια της είχαν μεταμορφωθεί. Σαν να είχαν βγει από τη χρόνια ακινησία τους και να ζωντάνεψαν. Ήταν μια μεγάλη γιορτή. Μια γενναιόδωρη ματιά στο μέλλον λουσμένη μέσα σε φώτα νέον και μαγικές αντανακλάσεις. Όμοιά της εγώ δεν έχω ξαναζήσει στην πόλη. Ούτε η πόλη από τότε έχει γιορτάσει τόσο διαφορετικά τα Χριστούγεννα.
Θυμάμαι τα πάντα από κείνη τη νύχτα. Θυμάμαι ακόμη και τη μυρωδιά των χρωμάτων και των φώτων, του κρύου και της πόλης, που για πρώτη φορά υποδεχόταν κάτι τόσο καινούριο και διαφορετικό. Και μετά ξανάκλεισε, σκοτείνιασε και χώθηκε μέσα στη γνώριμη ασφάλεια των γκρίζων, ζεστών σπιτιών της.
Μα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, όσοι δεν φοβηθήκαμε το κρύο και βρεθήκαμε εκεί έξω, την ώρα που η πόλη άλλαζε για λίγο, θα θυμόμαστε την πιο φωτεινή γιορτή της. Και θα ελπίζουμε πάντα σε μια καινούρια, φωτεινότερη.