Ιστορίες

Και με ένα δολάριο χαμογελούν

Μπορεί να σας φιλέψουν ένα πιάτο από το εθνικό τους φαγητό το ρύζι, αν τύχει και τους ακολουθήσετε στην παράγκα τους. Θα σας διαθέσουν ίσως και μια ώρα για να σας μυήσουν στη γιόγκα, όπως μόνο εκείνοι ξέρουν. Τους φτάνει ένα δολάριο, γι’ αυτό χαμογελούν.

Καιρός τώρα που μπήκαμε στο κλίμα των ημερών. Μας το θυμίζουν οι στολισμοί σε διάφορα σημεία της πόλης, τα καταστήματα με τις λαμπερές βιτρίνες, οι μουσικές που ακούγονται, οι σχολικές γιορτές που οργανώνονται σε σχολεία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, οι εορταγορές, οι μουσικοί του δρόμου.

Στην εφημερίδα μάς το επιβεβαιώνουν τα δελτία Τύπου, οι κάρτες με τις καθιερωμένες ευχές, που καταφτάνουν από κάποιους που μένουν πιστοί στην παλιά τους συνήθεια, αρνούμενοι να επικοινωνήσουν μέσω διαδικτύου με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μια εξ όψεως χαρούμενη, γιορταστική ατμόσφαιρα, που καθόλου δεν συνάδει με τα προβληματισμένα πρόσωπα των ανθρώπων.  Όλοι τρέχουν με το κινητό στο αυτί, βιάζονται δε, σαν ο χρόνος να τους κυνηγά. Από όποια υπηρεσία κι αν περάσαμε αυτές τις μέρες, παντού συναντήσαμε πρόσωπα σκυθρωπά. Πολλοί είναι σκεπτικοί κι άλλοι δείχνουν λυπημένοι. Ελάχιστα πλέον χαμογελούν οι άνθρωποι.

Συχνά με ρωτούν οι γνωστοί να ξεχωρίσω μια από τις χώρες που έχω επισκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια στις δημοσιογραφικές αποστολές. Και απορούν όταν τους απαντώ ότι η χώρα, που μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση, είναι το Βιετνάμ. Βρεθήκαμε στο Βιετνάμ με την ευκαιρία της επίσημης επίσκεψης του τότε προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια το 2008. Γνωρίσαμε τη χώρα που ταΐζει 95 εκατομμύρια κατοίκους, εκατομμύρια σήμερα τουρίστες κι η πλειονότητα των κατοίκων της ζει σε θλιβερές συνθήκες. Βιετναμέζοι με τις πολυμελείς οικογένειές τους έχουν για σπίτι τους βάρκες και πλωτές κατασκευές, ενώ οι φυλές του βορρά μένουν σε καλύβες μέσα στη ζούγκλα. Δέκα χρόνια μετά και δεν άλλαξαν πολλά, εκτός  από τις μεγάλες βιομηχανίες από όλον τον κόσμο που έκαναν αισθητή την παρουσία τους στη χώρα, τις πολυεθνικές εταιρείες, που εδραιώθηκαν για τα καλά εκεί, όπως και όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες, γιατί βρίσκουν φτηνά χέρια, πρόθυμους και πρόσχαρους ανθρώπους για να εργαστούν αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.

Οι κάτοικοί της, από την πρωτεύουσα το Ανόι με τα οκτώ εκατομμύρια κατοίκους, τη Χουέ με τα δύο εκατομμύρια, την περισσότερο βιομηχανοποιημένη Χο Τσι Μινχ (την παλιά Σαϊγκόν) με δέκα έξι εκατομμύρια κατοίκους, ως τη μικρότερη Ντανάγκ και το πιο  απομακρυσμένο χωριό, ξέρουν να χαμογελούν. Ίσως γιατί αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι, που βίωσαν χρόνια συνεχών πολέμων, ποτέ δεν νοιάστηκαν πώς θα κερδίσουν περισσότερα χρήματα, ποτέ δεν σκέφτηκαν να στείλουν το παιδί τους στο πιο ακριβό ιδιωτικό σχολείο, ούτε κατά διάνοια πέρασε από το μυαλό τους να έχουν εξοχική κατοικία, ποτέ δεν τους ενδιέφερε ένα ακριβό αυτοκίνητο, αρκούμενοι στο εθνικό τους τροχήλατο, το ποδήλατο. Η μόρφωση είναι η βάση της ζωής για εκείνους, όπως και η τροφή. Μαθημένοι από τους πολέμους, συνήθισαν ακόμη περισσότερο στη μολυσμένη ατμόσφαιρα που η ίδια η πρόοδος πλέον και η ανάπτυξη τους δημιούργησε. Έτσι, φορώντας τις παντός είδους μάσκες τους, κυκλοφορούν με το ποδήλατο κουβαλώντας στο κουτί-καρότσα του τρόφιμα, έπιπλα, ακόμη και τα παιδιά για το σχολείο. Και τραγουδούν.

Αν τύχει τουρίστας στον δρόμο τους, θα γυρίσουν να τον πάρουν, να του δείξουν περήφανοι τα αξιοθέατα της πόλης τους για ένα δολάριο τη διαδρομή. Οι άνθρωποι, που συνωστίζονται για να προσκυνήσουν τον «πατριδολάτρη» τους Χο Τσι Μινχ στο μαυσωλείο του, νιώθουν ασφαλείς στη χώρα τους, όπως ασφαλείς αισθάνονται και οι επισκέπτες τους.

Μπορεί να σας φιλέψουν ένα πιάτο από το εθνικό τους φαγητό το ρύζι, αν τύχει και τους ακολουθήσετε στην παράγκα τους. Θα σας διαθέσουν ίσως και μια ώρα για να σας μυήσουν στη γιόγκα, όπως μόνο εκείνοι ξέρουν.

Τους φτάνει ένα δολάριο, γι’ αυτό χαμογελούν.