Ιστορίες

Οι χειμερινοί κινηματογράφοι των Ιωαννίνων και η ιστορία τους

Ο συνεργάτης του Ηπειρωτικού Αγώνα Γιάννης Γρατσανίτης αφηγείται την ιστορία των χειμερινών κινηματογράφων της πόλης. Ένας αιώνας σινεμά (από τις αρχές του περασμένου μέχρι τις αρχές του τωρινού) συμπυκνώνεται σε ένα αφιέρωμα που το συνοδεύουν πλούσιο φωτογραφικό υλικό και προσωπικές αναμνήσεις του γράφοντος.

Αντί προλόγου

Ο κινηματογράφος είναι η αποκαλούμενη έβδομη τέχνη δίπλα στη γλυπτική, τη ζωγραφική, τον χορό, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Αρχικά εμφανίστηκε περισσότερο ως μια νέα τεχνική καταγραφής της κίνησης και οπτικοποίησής της, όπως άλλωστε δηλώνει και ο ίδιος ο όρος (κινηματογράφος = κίνηση + γραφή).

Είναι κάπως δύσκολο να αναδειχτεί ένας και μοναδικός εφευρέτης του κινηματογράφου, ως τεχνικής της κινούμενης εικόνας. Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της τεχνικής του διαδραμάτισε η ανακάλυψη και διάδοση της φωτογραφίας, στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1878 ο βρετανός φωτογράφος Ίντγουιρντ Μαίμπριτζ και την ίδια εποχή ο γλλος φυσικός Ετιέν Μαρέ κατόρθωσαν να απεικονίσουν ο μεν πρώτος την κίνηση ενός αλόγου ο δε δεύτερος το πέταγμα ενός πουλιού.

Η ιστορία του κινηματογράφου

Φωτογραφία 1

Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα σχετικά με την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τεχνικής έγινε στα τέλη του 1880 με την εφεύρεση του κινητοσκοπίου από τον Ουίλιαμ Ντίκσον, ο οποίος εργαζόταν στα εργαστήρια του Τόμας Έντισον (φωτογραφία 1).

Φωτογραφία 2

Το κινητοσκόπιο (φωτογραφία 2) ήταν ένα είδος μηχανής προβολής, με δυνατότητα να προβάλει την κινηματογραφική ταινία σε ένα κουτί και η οποία ήταν ορατή από ένα και μόνο θεατή, μέσω μιας οπής. Η συσκευή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επίσημα στις 20 Μαΐου του 1891. Ο Έντισον, επειδή θεωρούσε την εφεύρεση του κινητοσκοπίου ήσσονος σημασίας αφού δεν μπορούσαν να προβάλλονται οι ταινίες σε περισσότερους θεατές, δεν ενδιαφέρθηκε και δεν καταχώρησε την εφεύρεση διεθνώς, με αποτέλεσμα να είναι νόμιμη η αντιγραφή και η εξέλιξή της στην Ευρώπη.

Φωτογραφία 3

Οι πρώτοι, που εκμεταλλεύτηκαν το κινητοσκόπιο του Ντίκινσον και του Έντισον και γεννήτορες, μπορούμε να πούμε, του κινηματογράφου, ήταν οι γάλλοι αδελφοί Ογκύστ και Λουί Λυμιέρ (φωτογραφία 3). Το μηχάνημα που κατασκεύασαν ήταν μια φορητή κινηματογραφική μηχανή λήψεως, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, έκαναν και την πρώτη δημόσια προβολή μικρού μήκους ταινίας, με εισιτήριο, στο Grand Cafe στο Παρίσι. Ο κινηματογράφος με τη σημερινή γνωστή μορφή, έστω και πρωτόγονα, είχε πλέον γεννηθεί.

Φωτογραφία 4

Ένας από τους πρώτους κινηματογραφιστές που χρησιμοποίησε την παραπάνω τεχνική με σκοπό την παραγωγή ταινιών ήταν ο επίσης Γάλλος Ζωρζ Μελιέ (φωτογραφία 4), ο οποίος θεωρείται και από τους πρώτους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Γνωστή και χαρακτηριστική η ταινία του «Ταξίδι στη Σελήνη», όπου και η πασίγνωστη σκηνή του εμβολισμού του ματιού της Σελήνης από τον πύραυλο – διαστημόπλοιο που εκτοξεύθηκε από τη γη (φωτογραφία 5).

Φωτογραφία 5

Τα χρόνια περνούν και η έβδομη τέχνη εξελίσσεται ραγδαία και, καθώς εξελίσσεται, η ανταπόκριση του κοινού γίνεται παραλήρημα! Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κινηματογράφος παρέμεινε χωρίς ήχο και συχνά οι προβολές ταινιών συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Ο ηχογραφημένος κινηματογράφος ξεκίνησε το 1926 από τη Warner Brothers. Την ίδια περίπου περίοδο, με την προσαρμογή του ήχου, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για την προσθήκη του χρώματος.

Φωτογραφία 6

Η δεκαετία του 1910-1920 υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης. Ήταν η εποχή που για πρώτη φορά η ταινία αναγνωρίστηκε ως καλλιτεχνικό μέσο. Το ντοκιμαντέρ, το κινούμενο σχέδιο, η πολεμική περιπέτεια, το φιλμ εποχής και η χοντροκομμένη (για τα σημερινά γούστα) κωμωδία εμφανίστηκαν όλα αυτή την περίοδο, που ήταν και η δεκαετία της Αμερικής. Τότε γεννήθηκε το Χόλυγουντ και μαζί και το σύστημα των στούντιο και των εκατομμυριούχων αστέρων του κινηματογράφου. Πρωτοπόρος και πατέρας του φιλμ θεωρείται ο Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ. Επίσης θεωρείται ο μεγαλύτερος παραμυθάς του κινηματογράφου. Αποκορύφωμα της τεχνικής του ήταν η βωβή ταινία «Η Γέννηση ενός Έθνους» (φωτογραφία 6) που αποτελεί την πρώτη επική, αμερικάνικη ταινία η οποία όμως αμφισβητείται από πολλούς -και με το δίκιο τους- λόγω του ακραιφνούς ρατσισμού της, αφού δικαιολογεί τις ενέργειες της Κου Κλουξ Κλαν σε βάρος των μαύρων της Αμερικής. Ο σκηνοθέτης έφτασε στο σημείο στους ρόλους των μαύρων να χρησιμοποιήσει λευκούς ηθοποιούς, αφού τους έβαψε με μαύρο χρώμα, για να μην… «μολύνει» με πραγματικούς μαύρους την ταινία! Πρώτη προβολή η 8η Φεβρουαρίου 1915. Το πρωτοφανές όμως μήκος της, τα οπτικά ευρήματα και το εύρος της αφήγησης προκάλεσαν διεθνή αίσθηση. «Σαν να γράφεται η ιστορία με κεραυνούς», είχε πει ο αμερικάνος πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον -γνωστός και αυτός ρατσιστής.

Φωτογραφία 7

Με τη λειτουργία του ομιλούντος κινηματογράφου στα τέλη της δεκαετίας του 1920, καταργήθηκαν οι μεσότιτλοι του βωβού, που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα πλάνα και τις σκηνές της ταινίας και έδιναν πληροφορίες για την πλοκή του έργου. Άρχισαν λοιπόν να εμφανίζονται οι υπότιτλοί του με τη σημερινή περίπου μορφή. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται, ίσως, το σχήμα που είχε η οθόνη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τετράγωνο, πλαισιωμένο από μαύρη μπορντούρα, ενώ στο κάτω μέρος του υπήρχε μια λωρίδα ξεχωριστή που περιβαλλόταν και αυτή με μαύρη μπορντούρα (φωτογραφία 7).

Φωτογραφία 8

Πάνω της προβάλλονταν οι υπότιτλοι, οι οποίοι εκτυπώνονταν ξεχωριστά, με ένα ξεχωριστό επίσης μικρό μηχάνημα προβολής που ονομαζόταν «τιτλέζα» (φωτογραφία 8). Ο χειριστής, που λεγόταν «τιτλέρ» η «τιτλαδόρος», έπρεπε να είναι ιδιαίτερα επιδέξιος για να μην του ξεφεύγουν οι τίτλοι εκτός της λωρίδας που αναφέραμε. Αρκετές όμως φορές συνέβαινε αυτό και τότε γινόταν χαμός από τις αντιδράσεις του φιλοθεάμονος κοινού («Γράμματα χασάπη» κ.λπ.). Η «τιτλέζα» καταργήθηκε από το 1955 και μετά, αφού πλέον οι τίτλοι τυπώνονταν πάνω στο φιλμ.

Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην Ελλάδα έγινε στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1896 σε αίθουσα της οδού Κολοκοτρώνη. Κάθε ημέρα δίνονταν 16 παραστάσεις ταινιών μικρού μήκους και το εισιτήριο ήταν 2,20 δραχμές -πανάκριβο, αν αναλογιστεί κανείς ότι το καλό μεροκάματο της εποχής ήταν 4 δραχμές. Πρώτη όμως, οργανωμένη κινηματογραφική παράσταση στη χώρα μας έγινε στις 29 Ιουλίου 1900 στην Ερμούπολη της Σύρου και στο περίφημο ιστορικό θέατρο της, «Ορφεύς». Η τιμή εισιτηρίου ήταν 1 δραχμή. Προβλήθηκε η ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Χαριεντισμός ανδρογύνου. Τους διακόπτει η εμφάνισις τέκνου».

 Οι προπολεμικοί χειμερινοί κινηματογράφοι της πόλης

Ας έρθουμε τώρα στα δικά μας, στην πόλη μας και την ιστορία του κινηματογράφου στα Γιάννενα. Σαν παραμύθι….

Η παράσταση λοιπόν αρχίζει με μια ανακοίνωση του κινηματογράφου «Πατέ» που δημοσιεύεται στο φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου 1913 της εφημερίδας «Ήπειρος»*. «Οι πολυάριθμοι θαμώνες του κινηματογράφου “Πατέ” ας μην ανησυχούν διά την στέρησιν των ψυχαγωγικών παραστάσεών του επ’ ολίγας ημέρας. Το κινηματοθέατρον στεγάζεται και καλλωπίζεται διά την χειμερινή περίοδον, κατά την οποίαν θα μας παρουσιάσει νέας εκπλήξεις». Επίσης στο φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1913 γράφεται: «Το κινηματοθέατρο “Πατέ”, περατωμένης της στεγάσεώς του, ανοίγει τας πύλας του μετ’ ολίγας ημέρας. Η χειμερινή περίοδος προμηνύεται πλούσια». Ο παραπάνω κινηματογράφος ήταν πιθανόν ο πρώτος κινηματογράφος της πόλης των Ιωαννίνων (χειμερινός και θερινός) που εκτιμάται ότι λειτουργούσε και πριν την απελευθέρωση και για τον λόγο αυτό θα ασχοληθούμε κάπως εκτενέστερα.

Η ονομασία «Πατέ», οφείλεται στην ομώνυμη της εποχής εκείνης γαλλική εταιρία, που, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυριαρχούσε στις κινηματογραφικές αγορές. Αργότερα ο εν λόγω κινηματογράφος μετονομάστηκε και πήρε το όνομα «Έδισσων» («Ήπειρος»,16 Ιουλίου 1914: «Ο κινηματογράφος του “Πατέ” ξαναβαπτίσθη λαβών το όνομα του εφευρέτου «Έδισσων» – Κοσμοπλημμύρα εις τους δύο κινηματογράφους στου «Έδισσων» και Μ. Κωνσταντίνου»). Ως «Πατέ» και αργότερα, όπως είπαμε ως «Έδισσων», το σινεμά αυτό άλλαξε πολλές στέγες θερινές και χειμερινές. Από τον κήπο μιας οικίας στην τότε οδό Σουλίου (σημερινή 28ης Οκτωβρίου) σε χώρο δίπλα από το καφενείο «Αβέρωφ» (κοντά στο σημερινό «Διεθνές») και στο γνωστό καφωδείο της οδού Ανεξαρτησίας, στις αρχές της δεκαετίας του ‘20, όπου λειτούργησε για λίγα χρόνια μέχρι που έκλεισε. Σημειώνεται ότι διευθυντές και ιδιοκτήτες του πιο πάνω κινηματογράφου ήταν οι Ιωαννίδης και Αλιέας και αργότερα οι Παλίγκας και Πίκουλας, των οποίων άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν («Ήπειρος» 1 Φεβρουαρίου 1915: «ένας έπαινος χρειάζεται εις τον ρέκτην διευθυντήν του Κινηματογράφου Έδισσων κ. Ιωαννίδην», «Ήπειρος» 18 Ιουλίου 1915:… «Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε κυρίως από τους πρώτους ιδιοκτήτες του «Έδισσων» Ιωαννίδη και Αλιέα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘10 περίπου, αφού οι διάδοχοί τους Παλίγκας και Πίκουλας φαίνεται ότι ασχολήθηκαν περισσότερο με τον κινηματογράφο»). Επίσης σημειώνεται ότι ο κινηματογράφος «Πατέ» χαρακτηριζόταν από το τύπο της εποχής του ως «κομψός» και τέλειος στο είδος του. Τελειώνοντας τη σύντομη παρουσίασή του, αξίζει να μεταφέρουμε το κινηματογραφικό ρεπορτάζ της ίδιας πάντα εφημερίδας «Ήπειρος» στο φύλλο της 6ης Δεκεμβρίου 1916: «ΙΩΑΝΝΙΝΑ Κινηματογράφος «Έδισσων». Ήτο πρωτοφανής η προχθεσινή κοσμοπλημμύρα εις την απογευματινή του «Έδισσων» εις την οποίαν επαίζετο ο κολοσσός της τέχνης, το θαύμα της κινηματογραφίας «Η Ατλαντίς» ταινία 5.000 μέτρων εις δέκα μεγάλα μέρη. Είναι απερίγραπτος η συγκίνησις και το ενδιαφέρον των θεατών από της αρχής μέχρι του τέλους αυτής. Σκηναί τραγικού μεγαλείου, εικόνες εκ του φυσικού αφαντάστου μεγαλοπρέπειας. Η μεγαλειτέρα θαλάσσια καταστροφή, η μεγαλειτέρα και αυτού του “Τιτανικού”. Η ταινία αυτή επαναλαμβάνεται διά τελευταία φοράν σήμερον Τρίτην, εις μία και μόνην παράστασιν από τις 5 ½ μ.μ. Θα είναι αδικία σωστή να μη θαυμάση κανείς αυτήν την μοναδική ταινίαν».

Ένας δεύτερος κινηματογράφος της εποχής ήταν ο κινηματογράφος «Μοντέρν». Εγκαταστάθηκε και δούλεψε από τον Οκτώβριο του 1913 στο καφωδείο – Το «καφενείο των Ελεών» ή το καφενείο Στυλιανού στην οδό Ανεξαρτησίας («Ήπειρος» 5 Οκτωβρίου 1913: «Εις τι καφενείον «Αθηναίον» του κ. Στυλιανού ήρξατο λειτουργών ο κινηματογράφος «Μοντέρν». Όπου ο διάσημος και γόης καλλιτέχνης Ψυλλαντέρ πρωταγωνιστής εις τας κυριωτέρας ταινίας. Ως γνωστόν, ο δανός ηθοποιός έχει ξετρελλάνη τας ατθίδας». Ο κινηματογράφος αυτός φαίνεται ότι είχε σύντομη διάρκεια ζωής και αργότερα, από το 1921 και μετά, στην αίθουσα του λειτούργησε, κατά διαστήματα, ο «Έδισσων».

Τέλος ο τρίτος χειμερινός κινηματογράφος της εποχής ήταν ο «Μέγας Κωνσταντίνος». Το σινεμά αυτό βρισκόταν στην πλατεία Κωνσταντίνου Ελευθερωτού στην κάτω πλατεία όπου σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο («Ήπειρος» 23 Απριλίου 1914: «Σήμερον εις τον κινηματογράφον «Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ» τα εκλεκτώτερα προγράμματα των Παγκοσμίου φήμης Καταστημάτων «ΓΚΩΜΟΝ» με τους διασημότερους ηθοποιούς του κινηματογράφου». «Ήπειρος» 26 Οκτωβρίου 1914: «Ξανήρχισε τας εργασίας και πάλιν ο κινηματογράφος «Μέγας Κωνσταντίνος»).

Τελειώνοντας την παρουσίαση των χειμερινών κινηματογράφων της πόλης μας την παραπάνω χρονική περίοδο, αξίζει να μεταφέρουμε αποσπάσματα από το χρονικό του συμπολίτη μας Βλαδ. Βρέλη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κραυγή»** στις 14 Ιουνίου 1931 : «…Ένα δημόσιον – όπως αποκαλείται- θέαμα, που σχετίζεται στενώς με την θερινήν εποχήν. Το χειμώνα τα δημόσια θεάματα ελαττούνται. Εις την πόλιν μας ο μόνος μόνιμος χειμωνιάτικος και καλοκαιρινός κινηματογράφος είναι ο του Ευτρατιάδη. Το καλοκαίρι όμως τον συναγωνίζονται και άλλοι… Όλοι όσοι έτυχαν να πρωτοακούσουν και να πρωτοιδούν την ομιλούσαν ταινίαν εις τον κινηματογράφον του… «Παραδείσου» (σ.σ. θερινός), έμειναν έκπληκτοι. Πολλοί από αυτούς έκαναν το σταυρό τους! Γιατί; Αυτοί ξέρουν… Οι περισσότεροι από τους παρακολουθήσανες το έργον έμειναν έκθαμβοι…».

Εδώ κλείνουμε για τους προπολεμικούς χειμερινούς κινηματογράφους των Ιωαννίνων και ξεκινάμε για την παρουσίαση των μεταπολεμικών και μέχρι το τέλος τους, στις αρχές του 2021.

«Παλλάδιο»

Φωτογραφία 9

Εντυπωσιακός από κάθε πλευρά ο χειμερινός αυτός κινηματογράφος της πόλης μας. Η μεγάλη αίθουσα προβολής (φωτογραφία 9) και οι βοηθητικοί χώροι σχεδιάστηκαν από τον αρχιτέκτονα Σπύρο Στάικο, ο οποίος επιμελήθηκε και το αρχιτεκτονικό μέρος των ξενοδοχείων Χίλτον και Αμπασαντόρ της Αθήνας. Η χωρητικότητα του ήταν 986 θέσεις (426 πλατείας και 560 εξώστη). Όταν πρωτακούστηκε ότι οι θέσεις του ήταν 986 και όχι 1.000, οι «αετοί» της παραπληροφόρησης βρήκαν και διέδωσαν αμέσως της απάντηση: «Ο Σουρέλης δεν πήγε στις 1.000 θέσεις για… φορολογικούς λόγους» και αυτή η φήμη, που δεν έχει φυσικά καμιά σχέση με την πραγματικότητα, μπορώ να πω ότι έγινε ευρέως πιστευτή!

Ο κινηματογράφος αυτός δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τους πιο σύγχρονούς της πρωτεύουσας. Καρεκλοπολυθρόνες αναπαυτικές τόσο στην πλατεία όσο και στον εξώστη, ο οποίος είχε δεξιά και αριστερά δύο μικρά θεωρεία. Σε όποια θέση και αν καθόσουν, έβλεπες. Άνετες οι αποστάσεις μεταξύ των σειρών των καθισμάτων, ώστε να μην έχεις πρόβλημα για το πού να βολέψεις τα πόδια σου. Η οθόνη ήταν και αυτή τεράστια. Σπάνια συναντούσες οθόνη τέτοιου μεγέθους. Για τον λόγο αυτό και η παρακολούθηση της ταινίας ήταν απόλαυση. Η σκηνή, που πλαισιωνόταν από δύο επίσης τεράστιους και καλαίσθητους κίονες δεξιά και αριστερά της, ευρύχωρη, ώστε να μπορούν πολυμελή θεατρικά σχήματα να αναπτύσσονται με άνεση χωρίς κανένα πρόβλημα. Στα πρώτα χρόνια, αν θυμάμαι καλά, η οθόνη έκλεινε με μια βαριά βυσσινί κουρτίνα που άνοιγε πριν την προβολή, ενώ παράλληλα ακουγόταν και ο ήχος της προειδοποιητικής καμπάνας (γκογκ). Μπροστά από τη σκηνή και σε συνέχεια του δαπέδου, υπήρχε ημικυκλικά περιφραγμένος χώρος για να εγκαθίστανται οι ορχήστρες που τυχόν θα συνόδευαν τις θεατρικές επιθεωρήσεις. Πίσω δε από την οθόνη βρίσκονταν σύγχρονα καμαρίνια. Στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της λειτουργίας του, οι θεατές εξυπηρετούντο από ταξιθέτριες που έφερναν ομοιόμορφη στολή.

Φωτογραφία 10

Η είσοδος (φωτογραφία 10) από την πλευρά της οδού 28ης Οκτωβρίου και αυτή εντυπωσιακή. Άνετη για να αναμένει, αρκετές φορές με καρτερία, το πλήθος των θεατών το πέρας της παράστασης που βρισκόταν σε εξέλιξη, ώστε να μπούνε με τη σειρά τους στην αίθουσα, με δύο καλαίσθητα ταμεία δεξιά και αριστερά τα οποία, αν δεν κάνω λάθος, προορίζονταν το ένα για την έκδοση των εισιτηρίων στην πλατεία και το άλλο για τον εξώστη. Πάντως εγώ δεν θυμάμαι να λειτουργούν και τα δυο μαζί για τον παραπάνω λόγο. Σήμερα στην πιο πάνω είσοδο, στεγάζεται ένα κινέζικο κατάστημα. Δίπλα και δεξιά της εισόδου λειτουργούσε και το μικροσκοπικό ζαχαροπλαστείο του Κώστα Παπαγεωργίου «Piccadilly» με τα υπέροχα «κορνέ».

Φωτογραφία 11

Ο κινηματογράφος άρχισε να λειτουργεί στις 8 Δεκεμβρίου 1955, με την ταινία «Το ασημένιο Δισκοπότηρο» (φωτογραφία 11), μια αμερικάνικη ιστορική επική ταινία του 1954, σε σκηνοθεσία και παραγωγή του Βίκτορ Σαβίλ και με πρωταγωνιστές μια πλειάδα γνωστών ηθοποιών: Πωλ Νιούμαν, Πιερ Άντζελι, Τζακ Πάλανς, Βιρτζίνια Μάιο, Νάταλι Γουντ, Λορν Γκριν κ.ά. Δεν χρειάζεται να σας πω τι πανζουρλισμός έγινε με την πρώτη προβολή. Ο κόσμος συνέρρεε για να παρακολουθήσει το έργο, αλλά περισσότερο για να δει και να θαυμάσει τον νέο κινηματογράφο, του οποίου η λειτουργία υπήρξε γεγονός μέγα για την μικρή μας τότε πόλη. Εγώ πάντως μόλις την τρίτη ημέρα κατάφερα να μπω μέσα. Το «Παλλάδιο», με την έλευση της δεκαετίας του 1980, ακολούθησε τη διαγεγραμμένη μοίρα του, όπως όλοι οι κινηματογράφοι της πόλης μας. Στο τέλος του ‘80 έκλεισε. Έκτοτε και μέχρι το 1984 εκμισθώθηκε στον δήμο, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για τις παραστάσεις του νεοσύστατου τότε ΔΗ.ΠΕ.Θ.Ι. και για άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το «Παλλάδιο», εκτός από τις κινηματογραφικές προβολές, φιλοξένησε στην πολυτελή για την εποχή του αίθουσα, μεγάλες θεατρικές παραστάσεις καταξιωμένων θιάσων, μουσικές συναυλίες γνωστών συνθετών και τραγουδοποιών και πλείστες άλλες πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Σήμερα, εκτός από τον χώρο της εισόδου που έχει εκμισθωθεί, ο κύριος χώρος παραμένει όπως είχε και μας στοιχειώνει με τις αναμνήσεις!

«Ορφέας»

Θρυλικός, όπως και ο θερινός, κινηματογράφος, «Ο παλαιότερος των ημερών». Ο μόνος από τους γνωστούς, που λειτούργησε όχι μόνο πριν τον πόλεμο, αλλά και κατά τη διάρκεια της κατοχής! Τον κινηματογράφο αυτό τον δούλεψε πρώτα ο Τάκης Ευστρατιάδης, του οποίου ήταν και ιδιοκτησία. «Ο Τάκης Ευστρατιάδης ανέπτυξε στα κινηματογραφικά χρονικά της πόλης μας σοβαρή και έντονη δραστηριότητα, συμβάλλοντας έτσι στην ψυχαγωγία ποιότητος του ντόπιου πληθυσμού, από την παλιά ακόμη καλή εκείνη εποχή. Μια προσφορά του αείμνηστου επιχειρηματία ήταν όταν παρουσίασε στους Γιαννιώτες το Ελληνικό μελόδραμα στη μεγάλη οθόνη του κινηματοθέατρου, τη σημερινή ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, γεγονός που εκτιμήθηκε τότε πάρα πολύ από το ντόπιο φιλόμουσο και καλλιτεχνικό κοινό». Αυτά λέγει ο δημοσιογράφος Άλκης Χρηστίδης στο βιβλίο του «Μνήμες Δημοσιογραφικές στα Γιάννενα του Χθες» (σελ. 288). Το 1935 τον πιο πάνω κινηματογράφο μίσθωσαν ο Κώστας Μπίτας και ο Κώστας Κωσταδήμας και, αφού τον ανακαίνισαν, τον παρουσίασαν πλέον σαν δική τους επιχείρηση τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, με το όνομα «Ορφεύς». Λειτούργησαν τον κινηματογράφο αυτό για μια πενταετία μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, οπότε και τον έκλεισαν, με τελευταίο έργο το «Κατηγορώ τους ανθρώπους».

Η αίθουσα του «Ορφέα» επιτάχτηκε από την 8η Μεραρχία, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη στρατιωτικού υλικού. Μετά την είσοδο των Γερμανών οι οποίοι την επίταξαν και αυτοί, ο Ευστρατιάδης το 1941 ξαναπήρε από τη στρατιωτική γερμανική διοίκηση της πόλης τον κινηματογράφο και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς τον μίσθωσε στους αδελφούς Θόδωρο, Παναγιώτη και Γιάννη Τσοκάνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον «Ορφέα», στην αρχή με τον συνεταίρο τους Εβραίο Μηνά Χατζόπουλο και αργότερα μόνοι τους, μέχρι το 1979 -χρονιά που κατεδαφίστηκε το κτίριο όπου στεγαζόταν. Οι αδελφοί Τσοκάνη λειτούργησαν τον κινηματογράφο για 38 χρόνια. Μετά το 1979 και όταν χτίστηκε το εμπορικό κέντρο όπως είναι σήμερα, ο κινηματογράφος λειτούργησε ξανά από τις 19 Δεκεμβρίου του 1981, με αποκλειστικό διευθυντή τον μόνο επιζήσαντα των αδελφών Γιάννη Τσοκάνη, σε ένα υπόγειο χώρο του κτιριακού συγκροτήματος ο οποίος διέθετε και πλατεία και εξώστη και ήταν χωρητικότητας 200 περίπου συνολικά θέσεων. Η ζωή του όμως δεν ήταν μεγάλη. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ακολούθησε τη μοίρα και των άλλων κινηματογράφων και έπαυσε να λειτουργεί.

Πριν έρθουμε όμως στον παλαιό «Ορφέα» αξίζει να αναφερθεί πως, λίγες ημέρες πριν κλείσει ο κινηματογράφος, οι αδελφοί Τσοκάνη αποχαιρέτισαν το κοινό τους. Τι έκαναν λοιπόν; Πρόβαλαν δωρεάν μια ταινία! Και τι ήταν η ταινία αυτή! Μια συρραφή από διάφορες που είχαν παίξει στο παρελθόν, των οποίων κομμάτια φιλμς είχαν συλλέξει. Μια σύνθεση ηθοποιών (Τζων Γουέιν, Ελίζαμπεθ Τέηλορ, Μαίριλιν Μονρόε, Τζόνι Βαϊσμίλερ, Σοφία Λόρεν, Τόνυ Κέρτις, Κερκ Ντάγκλας Γκρέγκορι Πεκ κ.λπ.) και ταινιών (πολεμικές, γουέστερν, δράματα, κοινωνικές αστυνομικές, αισθηματικές κ.λπ.) πρωτότυπη, ενδιαφέρουσα και συνάμα συγκινητική!

Φωτογραφία 12

Ας επανέλθουμε όμως για να κάνουμε μια σύντομη περιγραφή του παλιού κινηματογράφου. Στην πρόσοψη προς τη κεντρική πλατεία, ήταν μια μικρή, αλλά ευρύχωρη στοά. Εκεί τοποθετούνταν οι πινακίδες με τις σκηνές του έργου που προβαλλόταν αλλά και αυτών που θα παίζονταν σε λίγες ημέρες ή και προσεχώς. Ας σημειωθεί ότι οι προβολές άλλαζαν κάθε δεύτερη ημέρα, δηλαδή σε μια εβδομάδα παίζονταν τρεις ταινίες, εκτός βέβαια εάν κάποιο φιλμ είχε μεγάλο ενδιαφέρον και έτσι μπορούσε να προβληθεί για περισσότερο χρόνο. Επίσης στην οροφή της παραπάνω στοάς, οι αφοί Τσοκάνη είχαν την έμπνευση να τοποθετήσουν μεγάφωνα από όπου ακουγόταν ο ήχος της ταινίας που προβαλλόταν. Η ιδέα αυτή λειτουργούσε σαφώς ως «κράχτης». Σε συνέχεια της παραπάνω στοάς, ακολουθούσε ένας ευρύχωρος αύλειος χώρος, ο οποίος παλιά τα καλοκαίρια χρησιμοποιούταν για υπαίθριες προβολές. Μετά από αυτόν ακολουθούσε το παλιό κτίριο του «Ορφέα» (φωτογραφία 12). Δεξιά αναπτυσσόταν μια τσιμεντένια σκάλα, η οποία οδηγούσε στον εξώστη (κοινώς «γαλαρία»). Σε συνέχεια του ισογείου και μετά την είσοδο υπήρχε το ταμείο και άλλες δύο είσοδοι. Η μία αριστερά οδηγούσε απευθείας στην αίθουσα προβολής και στην καμπίνα της μηχανής και χρησιμοποιούταν περισσότερο ως έξοδος και η άλλη δεξιά μετά από ένα μικρό διάδρομο σε ένα, αρκετά μεγάλης χωρητικότητας, κυλικείο. Στην αριστερά πλευρά του, υπήρχε μια μεγάλη πόρτα που σε οδηγούσε, επιτέλους, στην αίθουσα προβολής. Ο «Ορφέας» είχε 500 με 600 περίπου συνολικά θέσεις, μια μεγάλη σχετικά οθόνη, σκηνή και πίσω υποτυπώδη καμαρίνια. Έτσι, και πριν λειτουργήσει το «Παλλάδιο», φιλοξένησε πολλών ειδών θέατρα, μουσικές συναυλίες, αλλά και πολλές πολιτικές εκδηλώσεις (Οι άλλοι κινηματογράφοι, δεν είχαν σκηνές και δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν τίποτε άλλο εκτός από ταινίες).

Στον «Ορφέα» θυμάμαι μια Γενική Συνέλευση, ιδρυτική ίσως, του Οργανισμού Ηπειρωτικού Θεάτρου (ΟΗΘ). Ήταν μια ημέρα που, όταν την φέρνω στον νου, αγανακτώ και γελάω συγχρόνως. Αιτία; Η κομματική παρουσία και προσπάθεια εκμετάλλευσης του γεγονότος. Μάλιστα και στο Θέατρο είχαμε τέτοια. Πολιτικό κόμμα λοιπόν έφερνε σωρηδόν οπαδούς του, που δεν είχαν οι άνθρωποι ουδεμία σχέση με το Θέατρο, για να εγγραφούν ως μέλη και να ψηφίσουν, πάνω στην προσπάθεια να ελέγχει τη διοίκηση. Φυσικά έγινε καταγγελία, ακολούθησε, όπως ήταν επόμενο, μια φασαρία άλλο πράγμα. Κομφούζιο! Στη συγκέντρωση παρευρίσκονταν και ο θεατρόφιλος τότε Μητροπολίτης Ιωαννίνων, μακαριστός Θεόκλητος. Αισθανόμενος αυτή την πολεμική ατμόσφαιρα και προκειμένου να την κατευνάσει ζήτησε τον λόγο. Εξαιτίας προφανώς, του σχήματος και της προσωπικότητάς του, τα πράγματα κάπως ηρέμησαν και έτσι, μεταξύ των άλλων, είπε και αυτό που έμεινε από τη συγκέντρωση εκείνη: «Παιδιά μου, γιατί όλα αυτά; Εμείς εδώ συγκεντρωθήκαμε να φτιάξουμε Θέατρο και όχι να γίνουμε Θέατρο». Μετά την παραπάνω παρέμβαση, η ένταση κάπως εξομαλύνθηκε. Η συνέχεια δεν είναι του παρόντος.

Τελειώνοντας για τον «Ορφέα», αξίζει να αναφερθώ και σε ένα ακόμα επεισόδιο σπαρταριστό αυτή τη φορά, με πρωταγωνιστή τον Θόδωρο Τσοκάνη. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 παιζόταν στον κινηματογράφο η μακράς διαρκείας ταινία του Τζον Χιούστον του 1966, «Η Βίβλος». Μια επική ταινία με ένα λαμπρό επιτελείο ηθοποιών: Τζον Χιούστον στον ρόλο του Νώε, Τζορτζ Σκοτ στον ρόλο του Αβραάμ, Άβα Γκάρντνερ στον ρόλο της Σάρας, Πίτερ Ο Τουλ, Φράνκο Νέρο, Ρίτσαρντ Χάρις, Στέφεν Μπόιντ κ.ά. Η ταινία, όπως ήταν επόμενο, προσέλκυε πολλούς θεατές. Ο κινηματογράφος έκανε, λόγω του μεγάλου μήκους της, δύο προβολές την ημέρα. Πήγα μισή ώρα πριν τελειώσει η πρώτη και περίμενα έξω, στην πόρτα του κυλικείου, αφού ο εσωτερικός χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος με 200 περίπου άτομα, περιμένοντας την πολυπόθητη είσοδο. Στην πόρτα, που οδηγούσε από το κυλικείο στην αίθουσα προβολής, καθόταν ο Θόδωρος Τσοκάνης προσέχοντας μην ανοίξει και αρχίσει η έφοδος πριν το τέλος της πρώτης προβολής και πριν την εκκένωσή της. Κάποτε η απογευματινή τέλειωσε, οι θεατές της έφυγαν και το σύνθημα της εισόδου δόθηκε. Η πόρτα άνοιξε και στην κυριολεξία έγινε το «έλα να δεις». Σωστή επέλαση! Κανένας δεν υπολόγιζε κανέναν. Ο πρώτος, που την πλήρωσε, ήταν ο άμοιρος ο Θόδωρος! Το πλήθος όρμησε επάνω του, τον παρέσυρε και σίγουρα θα τον τσαλαπατούσε με απρόβλεπτες συνέπειες, αν δεν έκανε το εξής απίστευτο και όμως αληθινό: για να αποφύγει των ποτάμι των αλλοφρόνων θεατών, που αστραπιαία τον εγκλώβισε, αρπάχτηκε από το πάνω οριζόντιο δοκάρι της πόρτας, το οποίο ευτυχώς προεξείχε, έκανε έλξη και ανοίγοντας τα πόδια του τα στήριξε στα κάθετα δοκάρια της δεξιά και αριστερά. Ομολογώ ότι και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα κατάφερε! Η εικόνα ήταν αξέχαστη, ανεπανάληπτη: Ο Θόδωρος ως άλλος… Κολοσσός της Ρόδου με το αλαλάζον πλήθος να περνά… κάτω από τα ανοιχτά σκέλη του! Σε αυτή τη θέση κατάφερε να καθίσει για λίγα λεπτά έως ότου η ροή του κόσμου κόπασε. Όταν πέρασα και εγώ, μετά το τέλος του… σόου, από δίπλα του, τον είδα να κάθεται σε μια καρέκλα εξουθενωμένος, κάθιδρος και ασθμαίνοντας, με ανοιχτό το πουκάμισο, κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι νερό…

«Τιτάνια»

Φωτογραφία 13

Ο παραπάνω κινηματογράφος ήταν δημιούργημα του Κώστα Μπίτα από τη Ζάκυνθο. Ήταν ένας φιλόδοξος και δυναμικός κινηματογραφικός επιχειρηματίας, που ήρθε στα Γιάννενα το 1935. Στην αρχή, όπως είπαμε, συνεργάστηκε με τον Κώστα Κωσταδήμα και μετά που έληξε το συμβόλαιό τους, δεν το ανανέωσε. Δεν έμεινε όμως άπραγος. Βρήκε στην κάτω κεντρική πλατεία, απέναντι από το Ρολόι, ένα αρκετά μεγάλο διαθέσιμο χώρο, τον μίσθωσε και, αφού τον διαμόρφωσε κατάλληλα για κινηματογραφική αίθουσα με τις συνθήκες και τα δεδομένα βέβαια της εποχής, τον παρουσίασε στο γιαννιώτικο κοινό ως τον κινηματογράφο «Τιτάνια» και άρχισε να εργάζεται σε μια χρυσή χρονική περίοδο, πρόσφορη σε κέρδη, αφού ήταν εκ των πραγμάτων η μοναδική και φτηνή ψυχαγωγία των κατοίκων της πόλης για πολλά χρόνια.

Φωτογραφία 14

Η «Τιτάνια» δεν ήταν μεγάλος κινηματογράφος. Μαζί με τον μικρό εξώστη, ζήτημα ήταν αν περνούσε τις 200 θέσεις. Γενικά ήταν ένας επαρχιακός κινηματογράφος χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και χωρίς καμιά ιδιαίτερη άνεση. Τα καθίσματα ήταν σκληρά και στην κυριολεξία… «ορθοπεδικά». Όταν σηκωνόσουν, σηκωνόσουν σε… όρθια γωνία! Η μηχανή προβολής εξέπεμπε τον γνωστό θόρυβο που κάνουν τα γρανάζια όταν γυρίζουν. Η οθόνη ήταν στην πλευρά της πλατείας και στην αρχή τετράγωνη. Το μέγεθός της ήταν φυσικά ανάλογο του μεγέθους της αίθουσας. Αργότερα με το σινεμασκόπ, η οθόνη επεκτάθηκε όσο ήταν δυνατό δεξιά και αριστερά παίρνοντας σχήμα παραλληλόγραμμο. Η αίθουσα (φωτογραφία 13) είχε στην μπροστινή της όψη δύο πόρτες μία δεξιά για την είσοδο, όπου σε ένα μικρό χώρο, όσο και ένα περίπτερο, βρισκόταν το ταμείο και μία αριστερά για την έξοδο.

Φωτογραφία 15

Σε περίπτωση κοσμοσυρροής στον χώρο μπροστά από τον κινηματογράφο (φωτογραφία 14 & 15), χρησιμοποιούταν μια άλλη έξοδος που βρισκόταν στο πίσω δεξιό μέρος της αίθουσας, όπου το μπαρ, και η οποία οδηγούσε στη σημερινή οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, στο ύψος του Κ.Ε.Π. Μόλις έμπαινες στον χώρο προβολής, αντίκριζες απέναντί σου τον εξώστη, όπου στο κέντρο της μετόπης του υπήρχε ένα γύψινο ανάγλυφο λιοντάρι βρυχώμενο, το σήμα δηλαδή της Metro-Goldwyn-Mayer.

Διονυσία Μπίτα

Στο ταμείο καθόταν τις περισσότερες φορές η Διονυσία Μπίτα και στον έλεγχο των εισιτηρίων ο Κώστας Μπίτας, αμίλητοι και βλοσυροί και οι δύο. Ο τελευταίος, πέραν του ελέγχου της εισόδου και της κοπής των εισιτηρίων, είχε και μια άλλη έννοια: Επειδή ο κινηματογράφος ήταν περιορισμένης χωρητικότητας και σχεδόν πάντοτε γεμάτος, ιδιαίτερα τα σαββατοκύριακα -σημειωτέο ότι έφερνε πάντοτε αξιόλογες ταινίες- ήλεγχε τους… διπλοπαραστασάκηδες! Πράγματι, ιδιαίτερα οι νέοι, όταν η ταινία ήταν ενδιαφέρουσα, κάθονταν και στη δεύτερη προβολή ώστε να την… εμπεδώσουν. Αυτό όμως δέσμευε θέσεις για τους νεοεισερχόμενους θεατές και δημιουργούσε πρόβλημα. Τούτο, ο Μπίτας δεν μπορούσε να το ανεχθεί! Έχοντας προφανώς ισχυρή μνήμη, επεσήμανε κατά την είσοδο τους θεατές και όταν τελείωνε η παράσταση ήλεγχε την αίθουσα και μόλις διέκρινε αυτούς που είχαν μπει από την αρχή της παράστασης και είχαν δει ολόκληρο το έργο, τους… συλλάμβανε και τους οδηγούσε στην έξοδο.

Αξέχαστη θα μου μείνει μια ανάλογη περίπτωση του έζησα. Θα ήμουν τότε στην τελευταία τάξη του Δημοτικού. Στην «Τιτάνια» παιζόταν, θυμάμαι, το έργο «Ο Ιππότης του Βασιλέως», ταινία εποχής με πρωταγωνιστές τον Τόνυ Κέρτις και την Τζάνετ Λη, κράχτης δηλαδή για την πιτσιρικαρία. Ήταν μάλιστα και το πρώτο φιλμ σε σινεμασκόπ που έφερνε ο κινηματογράφος. Έτσι, κανονίσαμε με την παρέα μου τέσσερις-πέντε, να πάμε στην κυριακάτικη προβολή και στην πρώτη παράσταση (3.1/2- 5.1/2). Εγώ καθυστέρησα και πήγα μισή περίπου αργότερα, όταν το έργο είχε ήδη αρχίσει. Μόλις η προβολή τελείωσε, εγώ μεν δικαιωματικά θα καθόμουν για να δω την αρχή του έργου που έχασα και οι φίλοι μου να αποχωρήσουν. Αυτοί όμως, ενθουσιασμένοι από την παράσταση, αποφάσισαν… να μου κάνουν παρέα και να δούμε όλοι μαζί ολόκληρη την ταινία και στη δεύτερη προβολή. Αμ’ δε όμως! Λογαριάσαμε χωρίς τον ξενοδόχο! Και ο ξενοδόχος φυσικά ήταν ο Κώστας Μπίτας, ο οποίος, μόλις μας είδε να στρογγυλοκαθόμαστε στις θέσεις, μας πλησίασε, μας κοίταξε με εκείνο το γνωστό αυστηρό ύφος και απλώς μας έκανε νόημα, χωρίς να πει τίποτα, να οδηγηθούμε προς την έξοδο. Σηκωθήκαμε όλοι σαν βρεγμένες γάτες, προς εκτέλεση της εντολής. Και ενώ βαδίζαμε προς αυτή, με έπιασε από το ώμο και μου είπε: «Εσύ να μείνεις για να δεις την μισή ώρα που έχασες. Θα φύγεις όμως μόλις τη δεις». Το θυμάμαι ακόμα γιατί μου έκανε εντύπωση η ακριβοδίκαιη συμπεριφορά του, αλλά και η μνήμη του.

Τα χρόνια εκείνα, οι κινηματογράφοι της πόλης μας τη Μεγάλη Εβδομάδα σε ένδειξη σεβασμού για τις ημέρες, αργούσαν και δεν πρόβαλλαν ταινίες! Εξαίρεση η «Τιτάνια», που για αρκετά χρόνια κάθε Μεγάλη Εβδομάδα και μέχρι τη Μ. Παρασκευή πρόβαλλε μια ασπρόμαυρη ισπανική μεταγλωττισμένη στα ελληνικά ταινία, με θέμα τα θεία πάθη και με τίτλο –νομίζω- «Ιησούς ο Ναζωραίος», η οποία προφανώς ήταν ιδιοκτησία της επιχείρησης. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, επίσης, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι και οι κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί (δεν υπήρχαν τότε ιδιωτικοί και βέβαια ούτε τηλεοπτικοί) συμμετέχοντας και αυτοί στο πένθιμο κλίμα, μετέδιδαν μόνο κλασική μουσική.

Η «Τιτάνια» έκλεισε στις 30 Απριλίου του 1987. Εδώ αξίζει να μεταφέρουμε το γεγονός, όπως το αναφέρει ο Άλκης Χρηστίδης, στο βιβλίο του «Μνήμες Δημοσιογραφικές στα Γιάννενα του χθες» (σελ. 290): «Οι Γιαννιώτικες εφημερίδες έγραψαν για το κλείσιμο της «Τιτάνια» στο τοπικό ρεπορτάζ τότε: Μετά από 45 χρόνια προσφοράς στην ψυχαγωγία του Γιαννιώτικου λαού, ο κινηματογράφος της πόλης μας «Τιτάνια», που ήταν δημιούργημα του ρέκτη επιχειρηματία Κώστα Μπίτα, ανέστειλε από χθες 30 Απριλίου του 1987 οριστικά τις παραστάσεις του. Το ταμείο της τελευταίας παράστασης έκλεισε αργά το βράδυ η γυναίκα του Διονυσία Μπίτα, σαν συνεχιστή της παράδοσης αυτού του κινηματογράφου. Ο Κώστας Μπίτας έφυγε από τη ζωή το έτος 1966 και σε ηλικία 68 χρόνων». Για τους νεότερους, ο παραπάνω κινηματογράφος, βρισκόταν στην κάτω Κεντρική Πλατεία, απέναντι από το Ρολόι και δίπλα από το φαρμακείο Ζαράχη, στη θέση που σήμερα λειτουργεί κατάστημα καλλυντικών.

«Σινέ Μπίτα»

Φωτογραφία 16

Ο νεότερος αυτός κινηματογράφος (φωτογραφία 16) εγκαινιάστηκε λίγο πριν από το 1970. Συμπεριλήφθηκε στο γενικότερο οικοδομικό συγκρότημα και σχεδιάστηκε να λειτουργήσει ως κινηματογράφος. Για τον λόγο αυτό ήταν άψογος, ιδιαίτερα για την εποχή εκείνη, από όλες τις πλευρές. Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι δεν διέθετε σκηνή ώστε η αίθουσά του να εξυπηρετεί θεατρικές παραστάσεις και άλλες πολιτιστικές ανάγκες. Προφανώς γιατί αυτό θα οδηγούσε σε μείωση των θέσεων και έτσι σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την προβολή μόνο ταινιών. Τη διαχείριση αυτού του κινηματογράφου είχε η σύζυγος του Κώστα Μπίτα Διονυσία, η οποία έδωσε και το όνομα «Σινέ Μπίτα» στη μνήμη του. Στο φουαγέ είχε τοποθετήσει και την προτομή του.

Φωτογραφία 17

Ο χώρος, αίθουσα που λειτούργησε ο κινηματογράφος διατηρείται φυσικά και σήμερα. Χρησιμοποιείται πλέον ως κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. Η είσοδος του «Σινέ Μπίτα» ήταν από τη στοά που υπάρχει και στις μέρες μας και δεξιά στο τέλος της ήταν το ταμείο. Κόβοντας το εισιτήριό σου, ανέβαινες μια μικρή σκάλα και έφτανες στο καλαίσθητο φουαγέ και σε συνέχεια με δύο άλλες επίσης μικρές σκάλες δεξιά και αριστερά κατέληγες στην αίθουσα προβολής (φωτογραφία 17). Σε περίπτωση πληθώρας θεατών, η έξοδος γινόταν από το μπαρ, η οποία οδηγούσε στην οδό Μπότσαρη. Η χωρητικότητα του κινηματογράφου, που δεν είχε εξώστη, ήταν περίπου 600 άνετες θέσεις που, σε συνδυασμό με την ευπρεπή διακόσμηση, έκανε την παρακολούθηση της προβολής άνετη. Και αυτός ο κινηματογράφος ακολούθησε, όπως και οι άλλοι, τη ροή της πτώσης τους, τη δεκαετία του ‘80. Λειτούργησε περίπου 40 χρόνια και το 2005 έκλεισε. Το τελευταίο φιλμ που πρόβαλλε ήταν η περιπέτεια με τον Μάικλ Κίτον «Λευκός θόρυβος». Τελευταία, η Διονυσία Μπίτα τον κρατούσε στην κυριολεξία «με τα δόντια». Θυμάμαι μια φορά που πήγα να παρακολουθήσω μια προβολή στην απογευματινή παράσταση. Μπήκα μέσα στην αίθουσα όπου δεν υπήρχε κανένας! Ήμουν μόνος σε έναν τεράστιο χώρο. Αισθάνθηκα άσχημα και αποφάσισα να φύγω. Με σταμάτησε όμως η έναρξη του φιλμ, που ξεκίνησε με θεατή μόνο εμένα. Παρακολούθησα με αμηχανία το πρώτο μέρος πάντοτε μόνος. Στο διάλειμμα ήρθαν πέντε-έξι άλλοι θεατές. Μια άλλη φορά χειμώνα με κρύο, στο ταμείο ήταν η Διονυσία Μπίτα. Όταν πήγα να κόψω εισιτήριο, με προειδοποίησε ότι η αίθουσα δεν θερμαινόταν για ευνόητους λόγους…

Φωτογραφία 18

Πριν από μερικά χρόνια, δωρίσθηκε στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ό,τι είχε διασωθεί από το αρχείο του σινεμά. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Τυπογραφίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων η ογκώδης μηχανή προβολής (φωτογραφία 18), έγγραφα διάφορα, επιστολές, βιβλία εσόδων-εξόδων, διανομές φέιγ βολάν κ.ά. 

«Κύπρος», «Δωδώνη», «Ρεξ»

Δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστούς κινηματογράφους, αλλά για έναν του οποίου το όνομα άλλαζε ο εκάστοτε επιχειρηματίας που τον αναλάμβανε. Και ο κινηματογράφος αυτός ήταν ο στρατιωτικός, που χτίστηκε το 1949 σε οικόπεδο που παραχώρησε ο δήμος στη Μεραρχία με σκοπό την ψυχαγωγία των στρατιωτών. Για ένα χρονικό διάστημα χρησιμοποιούταν περιοδικά για διάφορες ερασιτεχνικές σχολικές παραστάσεις και λοιπές ανάλογες εκδηλώσεις. Αργότερα όμως άρχισε να εκμισθώνεται σε γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες της πόλης. Έτσι, στη δεκαετία του ‘50 τον ανέλαβε ο Κώστας Μπίτας ο οποίος τον λειτούργησε με το όνομα «Κύπρος». Αργότερα το ‘59 τον μίσθωσε ο Κώστας Μπούσης μαζί με τη σύζυγό του Φωτεινή και τον ονόμασαν «Δωδώνη». Τον δούλεψαν για πέντε χρόνια, όπως όριζε το συμβόλαιο με τη Μεραρχία, και μετά τον εγκατέλειψαν. Και τέλος τον ανέλαβαν, μισθώνοντάς τον, οι αφοί Τσοκάνη με την ονομασία «Ρεξ». Ο κινηματογράφος αυτός με τα πολλά ονόματα βρισκόταν δεξιά της αρχής της οδού Αβέρωφ, όπου σήμερα το κατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος. Η πρόσβασή του ήταν…. κοπιώδης γιατί έπρεπε να ανεβείς τουλάχιστο 30 σκαλοπάτια. Διέθετε 250 περίπου θέσεις και ήταν ένας κινηματογράφος, όπως η «Τιτάνια» απλός, επαρχιακός.

Τελειώνω και εδώ, με ένα περιστατικό που μου συνέβη όταν ήμουν μαθητής του Γυμνασίου, στον παραπάνω κινηματογράφο -δεν θυμάμαι με ποια ονομασία ήταν τότε. Όπως ασφαλώς θυμούνται οι συνομήλικοί μου, αλλά και οι εγγύς μεταγενέστεροι, η παρακολούθηση για τους μαθητές κινηματογραφικού έργου απαγορευόταν «διά ροπάλου». Έτσι και σε πιάνανε, είχες σίγουρη την αποβολή. Εγώ όμως -και δεν ήμουν βέβαια ο μοναδικός- αποφάσισα να παραβώ την… «ενδεκάτη εντολή». Ήθελα διακαώς να δω το έργο που προβαλλόταν και συγκεκριμένα τη γαλλική πολεμική περιπέτεια του 1960 «Το πέρασμα του Ρήνου», σε σκηνοθεσία του Αντρέ Καγιάτ και με πρωταγωνιστή τον Σαρλ Αζναβούρ. Έτσι λοιπόν, αφού διάβασα τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, αποφάσισα να παραβώ την απαγόρευση και να το… ρισκάρω. Καθόμουν στις πρώτες σειρές της αίθουσας. Ξαφνικά -ίσως να το έχετε νοιώσει και σεις- αισθάνθηκα ότι κάποιος με κοιτούσε. Γυρίζω και… πάγωσα. Μερικές σειρές πίσω μου καθόταν με το βλέμμα στραμμένο πάνω μου, ο Γυμνασιάρχης μου καθηγητής των Μαθηματικών αείμνηστος Γιώργος Μπέγκας. Ένας άριστος δάσκαλος, αλλά υπερβολικά αυστηρός. Τι να κάνω λοιπόν; Να φύγω ή να μείνω; Το πήρα απόφαση να μείνω και να παρακολουθήσω το έργο, αφού η «πράξη» ήταν τετελεσμένη και διαπιστωμένη. Τι να παρακολουθήσω δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Επιστρέφω στο σπίτι και ξενύχτησα μελετώντας πάλι το μάθημα των μαθηματικών όχι μόνο της ημέρας αλλά και της επόμενης. Την άλλη ημέρα πήγα στο σχολείο και ανέμενα το… πεπρωμένο μου που διαγραφόταν αρκούντως σκοτεινό. Με το που μπήκε ο Μπέγκας στην τάξη, σχεδόν από το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να μου πει κουβέντα, μου έκανε νόημα να ανεβώ στην έδρα. Με εξέτασε και στο μάθημα της ημέρας και σε αυτό της επόμενης (το είχε αυτό το συνήθειο) και θες η τύχη, θες το προηγηθέν εξαντλητικό διάβασμα, απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις. Μετά το τέλος της εξέτασης, μου είπε απλώς να καθίσω, χωρίς να μου πει το παραμικρό, ούτε τότε ούτε ποτέ άλλοτε, για την παραβίαση των ρητών απαγορευτικών εντολών!

«Γρανάδα»

Φωτογραφία 19

«Ο τελευταίος των Μοϊκανών»! Ο μικρός και πολύ συμπαθής αυτός κινηματογράφος (φωτογραφία 19) απέναντι από το Ρολόι στην κάτω πλατεία και στο στενό της οδού Γούναρη, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1968, έκλεισε τελευταίος και αυτός το 2005, λίγο μετά από το «Σινέ Μπίτα», κατεβάζοντας την αυλαία των χειμερινών κινηματογράφων της πόλης των Ιωαννίνων και σημαίνοντας έτσι τη λήξη της ιστορίας τους.

Φωτογραφία 20

Επιχειρηματίας και διευθύντρια ήταν η σύζυγος του Κώστα Μπούση, Φωτεινή που κρατούσε και το ταμείο πάντα με το χαμόγελο (φωτογραφία 20). Ο χώρος του υπάρχει και σήμερα με τη διαφορά ότι έχει μετατραπεί σε… φούρνο! Στον φούρνο του Πορίκη. Μικρός το δέμας με 200 θέσεις (140 πλατεία και 60 στον εξώστη), αλλά συμπαθέστατος! Άνετες καρεκλοπολυθρόνες και στην πλατεία και στον μικρό εξώστη! Όπου καθόσουν, έβλεπες ανεμπόδιστα την εκ των πραγμάτων μικρή του οθόνη που ήταν τοποθετημένη ψηλά, κοντά στην οροφή! Όμορφα διακοσμημένος. Άψογος, καλαίσθητος φωτισμός και -το σπουδαιότερο- τελευταίου τύπου μηχανήματα προβολής και ήχος dolby surround που έκαναν τη θέαση απόλαυση (φωτογραφία 21 & 22).

Φωτογραφία 21
Φωτογραφία 22
Φωτογραφία 23

Αξίζει να τελειώσουμε την πιο πάνω παρουσίαση, με ένα απόσπασμα άρθρου του συνεργάτη του «Ηπειρωτικού Αγώνα» Νίκου Αλμπανόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 29/12/2018 και το οποίο αφορά μια συνέντευξη που είχε πάρει ο ίδιος από τη Φωτεινή Μπούση: «Στο τεύχος του περιοδικού Μικρόπολις (Ιανουάριος 1998…) δημοσιεύσαμε μια συνέντευξη της ιδιοκτήτριας του “Γρανάδα” με τίτλο: “Η θέα από το παράθυρο της Φωτεινής Μπούση”. Παράθυρο, εννοούσαμε του ταμείου που έκοβε τα εισιτήρια. “Πώς είναι ο κόσμος πίσω από αυτό το παράθυρο;”, ήταν η πρώτη μας ερώτηση. “Χμ… Με βάζετε σε σκέψεις. Κόσμος πάει και έρχεται τριάντα χρόνια τώρα στη Γρανάδα. Κόσμος νέος και παλιός. Κόσμος που χάνεται. Όλα αυτά πίσω από ένα παράθυρο τα αναπολείς και βλέπεις το νόημα της ζωής. Είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις όταν κάθεσαι σε ένα ταμείο(…) Το 1958, ετών 22, ξεκίνησα με τον κινηματογράφο Δωδώνη στην Αβέρωφ (σ.σ. βλ. αμέσως παραπάνω), εκεί που σήμερα είναι η Εθνική Τράπεζα. Ήταν ο στρατιωτικός κινηματογράφος, για την ψυχαγωγία των στρατιωτών δηλαδή. Βγήκε δημοπρασία, τον πήρα για μια πενταετία και τον διαμόρφωσα με δικές μου δαπάνες (…) Άφησε εποχή. Να φανταστείτε ότι όταν κάποτε παιζόταν το έργο με τη Ναργκίς,***( φωτογραφία 23) επί τρεις ημέρες είχε κλείσει η Αβέρωφ(…) Η Γρανάδα άνοιξε αργότερα το 1968”».

Επίλογος

Εδώ τελειώνει, με όσες πληροφορίες μπόρεσα να βρω αλλά και από προσωπικές εμπειρίες, η ιστορική εκατονταετής διαδρομή και παρουσίαση των χειμερινών κινηματογράφων της πόλης μας, από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τις αρχές του τωρινού. Εκείνο το οποίο θέλω να προσθέσω στα παραπάνω, είναι και το γεγονός ότι οι περισσότεροι κινηματογράφοι με προεξέχοντα τον «Ορφέα», κάθε Κυριακή έδιναν ξεχωριστές πρωινές παραστάσεις με έργα κατάλληλα, στοχεύοντας έτσι στην παιδική ηλικία. Έτσι έβλεπες τους πιτσιρίκους, άλλους μόνους τους στις μεγαλύτερες ηλικίες και άλλους συνοδευόμενους από τους γονείς τους, να απολαμβάνουν τις «κατάλληλες δι’ ανηλίκους» ταινίες που προβαλλόταν (Ταρζάν-η λατρεία όλων-, Χοντρός- Λιγνός, Σαρλό, Τρίο Στούτζες κ.λπ.)

 

*Η εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΟΣ», που εκδιδόταν σε καθημερινή βάση, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα Γιάννενα το 1909. Ιδιοκτήτης ήταν ο Δ. Κούτζικος και διευθυντής ο Γεώργιος Χατζής, πατέρας του γνωστού γιαννιώτη λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή. Έπαυσε να εκδίδεται το 1940.

 **Την εφημερίδα «ΚΡΑΥΓΗ» εξέδιδε περιοδικά για είκοσι περίπου χρόνια (1920-1940) ο μετέπειτα δήμαρχος Ιωαννίνων Γρηγόρης Σακκάς (1955-1964) από τις στήλες της οποίας έδινε αγώνες για τα ζητήματα της Ηπείρου. Είχε γραφεία στη στοά της οδού Μητροπόλεως και τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Θωμά Παναγιωτίδη. Στο ίδιο τυπογραφείο τυπωνόταν και η παραπάνω εφημερίδα «Ήπειρος».

 ***Πρόκειται για την επική δραματική ταινία, ινδικής παραγωγής του 1957 διάρκειας τριών περίπου ωρών με ελληνικό τίτλο: «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» (Mother India). «Ναργκίς» (που σημαίνει Νάρκισσος) ήταν το καλλιτεχνικό όνομα της πρωταγωνίστριας η οποία θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες σταρ του Μπόλιγουντ (Χόλυγουντ της Βομβάης). Η ταινία πράγματι, όπως λέει και η Φωτεινή Μπούση, άφησε εποχή όταν προβλήθηκε. Ο κόσμος περίμενε πολλή ώρα μπροστά από τον κινηματογράφο «Δωδώνη» για να τη δει. Αρκετοί μετά το τέλος της παράστασης έβγαιναν δακρυσμένοι. Τα τραγούδια και η μουσική της ενέπνευσαν πολλούς δικούς μας λαϊκούς συνθέτες που τα διασκεύασαν, ή ακόμα τα αντέγραψαν ατόφια με ελληνικούς στίχους και τα παρουσίασαν ως δικά τους δημιουργήματα («Αυτή η νύχτα μένει», «Καρδιά μου καημένη», «Όσο αξίζεις εσύ», «Είσαι η ζωή μου» κ.ά.). Οι αντιδράσεις ήταν φυσικά αναμενόμενες, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού τα παραπάνω τραγούδια, που έγιναν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, εξακολουθούν να κυκλοφορούν και να ακούγονται ευρέως ακόμα και σήμερα. Σημειώνεται ότι η ταινία προτάθηκε ως υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά έχασε από το φιλμ «Νύχτες της Καμπίρια» του Φελίνι.

Στοιχεία για το αφιέρωμα αυτό πάρθηκαν για μεν τους προπολεμικούς κινηματογράφους, από τη διατριβή του Γιώργου Κίτσιου «Όψεις και μετασχηματισμοί μιας αστικής μουσικής κουλτούρας (Ιωάννινα τέλη 19ου αιώνα-1924)», για δε τους μετέπειτα από το βιβλίο του Άλκη Χρηστίδη: «Μνήμες Δημοσιογραφικές στα Γιάννενα του χτες». Επίσης ευχαριστώ την Ε.Η.Μ., τον Νίκο Μπούση και τη μητέρα του Φωτεινή, τον Δημήτρη Σουρέλη, τον Φίλιππα Γιωβάνη, τον δημοσιογράφο Θωμά Νούσια και την Ευγενία Δερβέντζα, που βοήθησαν με ιστορικό και φωτογραφικό υλικό για την πραγματοποίηση της παραπάνω έρευνας.

Σχετικά άρθρα

Κυκλικοί κόμβοι; Ναι!

Ηπειρωτικός Αγών

«Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. το μοναδικό εμπόδιο απέναντι σε μια ασύδοτη και ανεξέλεγκτη ΝΔ»

Γεωργία Χαλάτση

Απόκριες 1959

Λουκία Τζάλλα