Η απώλεια του Τάκη Μουσαφίρη συγκίνησε πολλούς συμπολίτες και ιδιαίτερα όσους ανήκουν σε κάποιες παλιότερες γενιές. Γιατί γι’ αυτούς δεν ήταν μόνο ο πετυχημένος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός αλλά ο αγαπητός σε όλους συμπολίτης, ο ευαίσθητος άνθρωπος της παρέας και του κεφιού με τη βαθιά αγάπη για το ελληνικό τραγούδι και μόνιμη παρέα την κιθάρα του, με απλά λόγια ένας «ωραίος τύπος» της πόλης.
Κάποιοι θυμήθηκαν τις μέρες που’ χε κυκλοφορήσει το πρώτο τραγούδι του σε δίσκο 45 στροφών με τίτλο «Λυγαριά». Οι πρώτοι στίχοι ήταν «στην αυλή του γείτονά μου, σε θυμάμαι Λυγαριά μου, σαν δενδράκι αψηλή»… Όταν περνούσες έξω από το κατάστημα δίσκων του Πάνου Εργάτη ή του Β. Μάρκου κάθε δυο-τρία τραγούδια άκουγες τη «Λυγαριά». Σε πολλούς ακόμη, ξύπνησαν αναμνήσεις από μια άλλη εποχή την οποία και ο ίδιος ως νέος συνδιαμόρφωσε.
Ήταν στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ‘50 προς ’60. Στη μεταπολεμική Ευρώπη, η χειραφέτηση των απλών εργαζόμενων έρχονταν μέσω της απόκτησης του ιδιωτικού μέσου μετακίνησης, της «απόκτησης ρόδας» όπως χαρακτηριστικά το έλεγαν. Ήταν κάτι που άνοιγε στον καθένα νέους ορίζοντες «ελευθερίας». Στη Γαλλία όλοι προσπαθούσαν να βάλουν δύο οικονομίες στην άκρη ώστε ν’ αποκτήσουν το Ντε Σεβώ τους ή το Ρενώ 4L, στην Ιταλία αντίστοιχα για ν’ αποκτήσουν του Cinquecento, στην Αγγλία το Morris Minor του Αλέξανδρου Ισιγώνη… κλπ.
Στην Ελλάδα που ξεκινούσε αφενός από χαμηλότερη οικονομική βάση και εκτός από τις καταστροφές του πολέμου είχε υποστεί κι έναν εμφύλιο, το όνειρο της «απόκτησης ρόδας» κινήθηκε αναπόφευκτα σε χαμηλότερα επίπεδα: στο διθέσιο (πλέον) μέσο. Κι εδώ ήταν που το κυρίαρχο στίγμα το έδωσαν δυο από αυτά: η Φλορέτα και η Βέσπα.
Η Φλορέτα έδωσε την μεγάλη «επανάσταση». Επρόκειτο για ένα μοτοποδήλατο διθέσιο της γερμανικής βιομηχανίας Kreidler, και το μοντέλο Florett. Έτσι το όνομα εξελληνίστηκε και έγινε «η Φλορέτα» και στον πληθυντικό «οι Φλορέτες».
Σχεδιαστικά ήταν ένα νέο εντυπωσιακό δίτροχο που ξέφευγε από τα μέχρι τότε μηχανάκια, με εντυπωσιακό κατακόκκινο χρωματισμό και μαύρο ντεπόζιτο. Πολύ γρήγορα έγινε το «όνειρο» ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους. Κι όσο αυξάνονταν, δημιουργήθηκαν στην πόλη και «οι παρέες με τις Φλορέτες». Βολτάρανε πολλοί μαζί στους δρόμους της πόλης τα απογεύματα, μάλιστα είχαν θεσπίσει μεταξύ τους και ειδικό τρόπο (μια μορφή φιγούρας) για ν’ ακουμπάνε τα πόδια τους στους μασπιέδες, ιδιαίτερα τις ώρες που περνούσαν π.χ. μπροστά από το Γαλλικό Ινστιτούτο στην οδό Κοραή και οι κοπέλες (όλως… τυχαίως) έβγαιναν σε διάλειμμα.
Η ευχέρεια να οδηγείς χωρίς ειδικό δίπλωμα και από νεαρή σχετική ηλικία, έδωσε τη δυνατότητα στα πολυάριθμα τότε ποδηλατάδικα να προμηθευτούν και να νοικιάζουν Φλορέτες. Κι ήταν τέτοια η διείσδυση του μέσου, ώστε να δούμε μια ομάδα από κόκκινες Φλορέτες να παρελάζει προ των επισήμων σε μια εθνική επέτειο. Βέβαια δεν παρέλασαν ως «παρέα με τις Φλορέτες». Ήταν η εποχή που διάφοροι σύλλογοι, σωματεία… κ.λπ. συμμετείχαν με εντυπωσιακό θα λέγαμε τρόπο στις παρελάσεις. Ο Ορειβατικός Σύνδεσμος, ο Ναυτικός Όμιλος… Κάποιος λοιπόν σύλλογος είχε την ιδέα να μην παρελάσουν με τα πόδια αλλά με Φλορέτες. Έγινε κι αυτό κι έμεινε στην… ιστορία.
Στον αντίποδα της Φλορέτας βρισκόταν η Βέσπα. Το γνωστό σκούτερ που σχεδιαστικά παράγεται ολόιδιο και σήμερα. Το όνομα κι αυτού του μέσου εξελληνίσθηκε κανονικά: η Βέσπα… της Βέσπας… οι Βέσπες.
Η ιστορία της Βέσπας είναι παράξενη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, μια ιταλική βιομηχανία κατασκεύαζε μικρούς τροχούς (ζάντες και ελαστικά) για τα πολεμικά μικρά αναγνωριστικά (κυρίως) αεροπλάνα. Κάποια στιγμή ο πόλεμος τελείωσε και η βιομηχανία έμεινε με ένα απόθεμα τροχών που δεν προσφέρονταν για κανενός είδους άλλο όχημα. Έτσι ανέθεσε σ’ έναν επιφανή σχεδιαστή-μελετητή να εφεύρει ένα νέο όχημα που θ’ αξιοποιούσε τους τροχούς. Κι αυτός σχεδίασε τη Βέσπα. Μάλιστα, η παραγωγός βιομηχανία έδωσε το όνομα αυτό από τον «βόμβο» του κινητήρα που θυμίζει εκείνο του γνωστού εντόμου της σφήκας. Επιστημονικά η σφήκα λέγεται Vespa!
Την εκπληκτική αυτή ιδέα υιοθέτησε και μια άλλη ιταλική εταιρία που δημιούργησε το θρυλικό σκούτερ Lambretta. Αλλά την αντέγραψαν και οι γερμανικές πρώην βιομηχανίες πολεμικών αεροπλάνων όπως η Heinkell και η Messerschmitt. Η Βέσπα όμως ήταν που έγινε παγκόσμιο best seller, ιδιαίτερα μετά την εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη με τη θρυλική βόλτα στους δρόμους της Ρώμης με οδηγό τον Γκρέγκορι Πεκ και συνεπιβάτη την Όντρεϊ Χέμπορν.
Η Βέσπα, ήταν ένα σκαλί πάνω από τη Φλορέτα. Ήταν ενταγμένη από το Μηχανολογικό σε μεγαλύτερη κατηγορία. Κυρίως όμως έδινε έναν χαρακτήρα πιο «in». Δεν χρειαζόταν να ανεμίσεις το πόδι σου πάνω από τη σέλα για να ανέβεις. Μπορούσες αντίθετα να κυκλοφορείς κουστουμαρισμένος, με τα παπούτσια γυαλισμένα, χωρίς να κινδυνεύεις να εισπράξεις κάποιες λάσπες στα παντελόνια. Γιατί στην πόλη μας τότε, πάνω από τους μισούς δρόμους ήταν χωματόδρομος. Κι όπως χαρακτηριστικά είπε συνεργάτης του «Η.Α.» που δεν είχε ούτε Φλορέτα ούτε Βέσπα αλλά ένα μικρό Solex, οι δικυκλιστές γνώριζαν τότε όλες τις λακκούβες της πόλης.
Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη. Οι Ιταλοί, πρωτοπόροι ανέκαθεν του βιομηχανικού σχεδιασμού, φρόντισαν και δημιούργησαν μια μεγάλη ποικιλία από εντυπωσιακά πρόσθετα χρωμιομένα αξεσουάρ, ώστε ο καθένας να μπορεί να δώσει τη δική του ξεχωριστή όψη στη Βέσπα του: ποικιλία από καλύμματα για τους τροχούς, χρωμιομένα πλαίσια για το σκελετό, για την πλάτη του καθίσματος του συνοδηγού, για τη ρεζέρβα… Το τελευταίο (η ύπαρξη ρεζέρβας) ήταν κάτι το πρωτοπόρο ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι τροχοί είχαν σαμπρέλα και μπορούσες εύκολα να μείνεις από λάστιχο.
Έτσι στην πόλη, δημιουργήθηκαν κι οι παρέες με τις Βέσπες. Και κάθε μία απ’ αυτές ήταν ξεχωριστή. Από τις πιο όμορφες, θυμούνται κάποιοι, εκείνη του Τάκη Μουσαφίρη και του αξέχαστου φωτογράφου Σωτήρη Τσίτου (του γνωστού ως Φωτο-Τσίτος).
Τις Κυριακές του καλοκαιριού, οι παρέες Φλορέτας και Βέσπας οργάνωναν ημερήσιες εκδρομές για μπάνιο στην Πρέβεζα. Η Πάργα ήθελε 4 ώρες δρόμο από τον οποίο ο μισός ήταν χωματοδρόμος, για τη Θεσπρωτία δε έπρεπε ν’ ανεβοκατεβείς όρη και βουνά. Τις έβλεπες χαρακτηριστικά στο δρόμο, ή ομαδικά αραγμένες στην Κυανή Ακτή της Πρέβεζας.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Κι αν κάποιοι νέοι ενδιαφέρονται να δουν τα μεταφορικά best seller των γονιών τους, απέναντι από τον παιδικό σταθμό του Άλσους επί της οδού Πουκεβίλ, ένας παλαίμαχος ποδηλατάς, από προσωπικό μεράκι και μόνο παίρνει παλιά δίτροχα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής και τα ανακατασκευάζει. Τα φέρνει στην αρχική τους μορφή με τέτοιο τρόπο που θα έκανε να ζηλέψουν και οι ίδιοι οι σχεδιαστές και κατασκευαστές τους.