Ιστορίες

Ο Κάρολος Ντίκενς, το Πνεύμα των Χριστουγέννων κι ο «πραγματικός» Εμπενίζερ Σκρουτζ

Τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» για τον τσιγκούνη και άπληστο Σκρουτζ, λίγο-πολύ, όλοι μας τη γνωρίζουμε. Συνήθως τη φέρνουμε περισσότερο στο μυαλό μας τις γιορταστικές ημέρες, σαν αυτές που έρχονται κάθε χρόνο στο τέλος του Δεκεμβρίου.

Από την ημέρα της πρώτης έκδοσής της στις 19 Δεκεμβρίου του 1843 μέχρι σήμερα, η πασίγνωστη νουβέλα του Καρόλου Ντίκενς όχι μόνον συντρόφευσε και συντροφεύει γενεές-γενεών παιδιών και εφήβων αλλά οδήγησε σε αναβίωση και επικράτηση του «Πνεύματος των Χριστουγέννων», στέλνοντας μηνύματα αγάπης, χαράς και γενναιοδωρίας σε όλο τον κόσμο. Το σημαντικότερο, έγινε το μέσο για να γίνουν γνωστά η εκμετάλλευση και η κακομεταχείριση των παιδιών στους χώρους εργασίας και η αφορμή για να αναθεωρηθεί η ταξική – κοινωνική αδικία σε βάρος των μη προνομιούχων. Πρόκειται για μια ηθελημένη και σκόπιμη προσπάθεια του συγγραφέα να καταγγείλει ευθέως τις απάνθρωπες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής του; Όχι ακριβώς, σκοπός του ήταν να αναδείξει τα βάσανα των υποσιτισμένων περιθωριακών. Ήλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο, το κράτος μαζί με τους πολίτες θα κινητοποιούνταν να βοηθήσουν όσους είχαν προβλήματα επιβίωσης. Πρόκειται εξάλλου για μεταφορά σε μυθοπλασία των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα με ήρωες υπαρκτά πρόσωπα, όπως το συνήθιζε ο Ντίκενς, και μια προσπάθεια να επανέλθει στη «μουντή» βικτωριανή Αγγλία το χαρούμενο και γιορταστικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Κι αυτή ήταν η αρχή της δημιουργίας ενός αριστουργήματος. Ενός χριστουγεννιάτικου μύθου της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Αλλά ποια προσωπικά βιώματα μεταφέρει ο Ντίκενς στα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», όπως είναι ο αγγλικός τίτλος και ποιος ήταν ο πραγματικός Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο πασίγνωστος, μοχθηρός, τσιγκούνης και δύστροπος ήρωας του βιβλίου;

Ο Κάρολος Ντίκενς είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια, με πολλές στερήσεις. Τα δύο χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν στη βικτωριανή Αγγλία ήταν η κοινωνική αδικία και η συνακόλουθη φτώχεια. Ο κορυφαίος Βρετανός συγγραφέας, βρισκόταν και ο ίδιος σε μια εξαιρετικά άσχημη οικονομική κατάσταση εκείνη την περίοδο. Το μέλλον, όταν γεννήθηκε το 1812, διαγραφόταν σχετικά ευοίωνο για τον μικρό Κάρολο. Ήταν από τους λίγους τυχερούς της εποχής του που πήγαιναν σχολείο, όμως σε ηλικία 12 ετών τα χρέη που συστηματικά δημιουργούσε ο πατέρας του τον έστειλαν στην φυλακή. Ο μικρός Κάρολος έμεινε μόνος του στο Λονδίνο και για να ζήσει παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών παπουτσιών κοντά στον ποταμό Τάμεση. Όταν ο πατέρας του βγήκε από τη φυλακή, αρνήθηκε να πάρει το γιο του  πίσω στο σπίτι και ο Κάρολος πέρασε τα επόμενα χρόνια μέσα στην απόγνωση και τη μοναξιά, εργαζόμενος κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και παρατηρώντας με τις ώρες τους ανθρώπους στη δυστυχία τους και τις καθημερινές συνήθειές τους. Με πείσμα, θέληση, υπομονή και επιμονή κατάφερε να ξεφύγει από το απάνθρωπο εργασιακό περιβάλλον του εργοστασίου. Λόγω των προσωπικών του προσόντων, αν και δεν κατάφερε να σπουδάσει, στα 15 του εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο. Αντί όμως να ακολουθήσει τη δικηγορία, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία αλλά και τη στενογραφία. Η ικανότητα αυτή του έδωσε την ευκαιρία να εργαστεί ως ρεπόρτερ, δούλεψε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος και έγραψε πολλές νουβέλες. Σταδιακά καθιερώθηκε και έγινε ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής. Ακόμη και η βασίλισσα Βικτώρια, δήλωσε λάτρις των βιβλίων του Ντίκενς, που περιέγραψε με ακρίβεια και συναισθηματισμό τα βάσανα των περιθωριακών και πάμφτωχων κατοίκων της Αγγλίας. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του. Συνέβαλε σ΄ αυτό και ο τρόπος δημοσίευσής τους με τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων, δηλαδή σε συνέχειες σε περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν σαν να λέμε τα  σήριαλ της εποχής, εξ ου και η ικανότητα του Ντίκενς να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας ένα γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυαζόταν με τη συναρπαστική δράση. Επίσης διαθέτοντας και αφηγηματικό – παραστατικό ταλέντο διοργάνωνε δημόσιες συγκεντρώσεις με εισιτήριο, στις οποίες διάβαζε αποσπάσματα από τα έργα του. Όπως πολύ επιτυχημένα γράφτηκε «ο ισόβιος έρωτας του Ντίκενς με το αναγνωστικό του κοινό, ήταν σε τελευταία ανάλυση ο σημαντικότερος έρωτας της ζωής του». Συνολικά πραγματοποίησε από σκηνής 471 παρουσιάσεις των λογοτεχνικών έργων του. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν ένας λαμπρός ηθοποιός και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων αποκαλύφθηκαν σπουδαία στοιχεία της τέχνης του (απαγγελία, δραματική μίμηση). Στη συνέχεια, τα βιβλία του,  λόγω της φήμης του, έγιναν επιτυχίες σε όλο τον κόσμο. Ποιος δεν γνωρίζει τα εξαιρετικά έργα του Καρόλου Ντίκενς «Νίκολας Νίκλμπι, «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», (σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς), «Μεγάλες Προσδοκίες», «Όλιβερ Τουΐστ», «Ιστορία δύο πόλεων» και τόσα άλλα, 15 τον αριθμό, που αποτέλεσαν Best sellers από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας τους;

Αλλά ας επανέλθουμε στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» και στο πνεύμα των ημερών. Ποια είναι η ιστορία της νουβέλας και ποιος ο κεντρικός της ήρωας;

Στο έργο πρωταγωνιστεί ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ένας ηλικιωμένος άπληστος τσιγκούνης, που δεν νοιώθει συμπόνια για κανέναν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και θεωρεί πως οι άνθρωποι που είναι τριγύρω του υπάρχουν μόνο για να του προσφέρουν χρήματα. Επιπλέον, δεν του αρέσουν καθόλου τα Χριστούγεννα. Τα αντιπαθεί γιατί θεωρεί ότι δεν τον «συμφέρουν». Ο λόγος; του προσθέτουν ακόμη ένα χρόνο στην πλάτη χωρίς όμως να γίνεται πλουσιότερος. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ο Σκρουτζ δέχεται έναν απρόσκλητο επισκέπτη. Βλέπει το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ (εδώ υπεισέρχεται η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία του Ντίκενς ο οποίος πίστευε στα φαντάσματα και στον υπνωτισμό). Ο Μάρλεϊ, άνθρωπος τσιγκούνης και μίζερος, όπως ο Σκρουτζ, όσο ζούσε, τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην καταλήξει όπως εκείνος. Στη συνέχεια, τον επισκέπτονται τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων υποδεικνύοντας τα λάθη του. Με αυτόν τον τρόπο τον βοηθούν να αγγίξει τη μεταμέλεια. Μετά από αυτήν την εμπειρία, ο πρώην εκμεταλλευτής Σκρουτζ αλλάζει ριζικά τη συμπεριφορά του. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό καθώς, κάτω από την επίδραση του «πνεύματος των Χριστουγέννων», μετατρέπεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης και θεωρεί ότι τα Χριστούγεννα αξίζουν μόνον όταν έχουν γιορταστικό χαρακτήρα για όλους τους ανθρώπους.

Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε από μικρός ένας παρατηρητής και μελετητής του χαρακτήρα των ανθρώπων και προικισμένος φυσιογνωμιστής. Τα συμπεράσματα από τις εμβριθείς παρατηρήσεις του τα μετέφερε μυθοπλαστικά στα γραπτά του. Σχεδόν όλοι οι ήρωές του υπήρξαν υπαρκτά πρόσωπα, έτσι εξηγείται η εξαιρετική ζωντάνια της αφήγησής του. Το ίδιο συνέβη και με τον κεντρικό ήρωα της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας τον Εμπενίζερ Σκρουτζ.

Τον 17ο αιώνα έζησε ένας άνθρωπος που έμοιαζε αρκετά με τον χαρακτήρα του Ντίκενς και πολλοί αναγνώστες του βιβλίου υποστήριξαν ότι ο Κάρολος Ντίκενς δανείστηκε τα χαρακτηριστικά του Σκρουτζ, από τον υπαρκτό Τζον Μέγκοτ. Ο πατέρας του Τζον ήταν ξακουστός ζυθοποιός και η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια πολιτικών. Ορφάνεψε από πολύ μικρή ηλικία, αλλά η περιουσία που του άφησαν ήταν αρκετή για να ζήσει πλουσιοπάροχα. Ο Τζον φοίτησε ως εσωτερικός σε ιδιωτικό σχολείο, έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο στην Ελβετία, ενώ μέχρι τα τριάντα του ζούσε με όλες τις ανέσεις, σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ντυνόταν με τα ακριβότερα υφάσματα και δεν φοβόταν να χάσει χιλιάδες λίρες σε χαρτοπαιξίες. Σταδιακά, μεγαλώνοντας, άλλαξε εντελώς, δεν σπαταλούσε πλέον τίποτα για τον εαυτό του. Άφησε τα ακίνητά του, που είχαν ξεπεράσει τα 100, στην απόλυτη παρακμή, ντυνόταν σαν ζητιάνος και δεν χρησιμοποιούσε μεταφορικό μέσο. Δεν παντρεύτηκε, καθώς ένας γάμος κόστιζε πάρα πολύ, αλλά απέκτησε δύο νόθους γιους και αρνήθηκε να πληρώσει για την εκπαίδευση τους. Το 1774, μάλιστα, ο Τζον Μέγκοτ εκλέχθηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, αλλά και πάλι τα μόνα χρήματα που ξόδευε ήταν για το μεσημεριανό του. Τα 12 χρόνια που έμεινε στο αξίωμα κυκλοφορούσε σχεδόν ρακένδυτος. Η περιουσία του ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο λίρες, αλλά πέθανε ως ο φτωχότερος άνθρωπος γιατί, όπως ο Σκρουτζ της ιστορίας του Ντίκενς, φύλαγε τα λεφτά του και φοβόταν μήπως κάποιος του κλέψει την περιουσία. Τον Νοέμβριο του 1789, ο Τζον Μέγκοτ αρρώστησε βαριά και έπειτα από οκτώ μέρες πέθανε.

Ευτυχώς για τον Σκρουτζ, αλλά και τους συνανθρώπους του, ο Ντίκενς θέλοντας να προσφέρει ένα ηθικό δίδαγμα  και συγχρόνως να δώσει χαρμόσυνο τόνο στην ιστορία του «οδήγησε» τον ήρωά του Εμπενίζερ Σκρούτζ στη μετάνοια, στη μεταμέλεια, στη φιλανθρωπία και στην ανακάλυψη του πνεύματος των Χριστουγέννων.

Με τη λογοτεχνική του πένα ο Ντίκενς, δεν έθιξε και παρουσίασε μόνο το αληθινό πρόσωπο της γκρίζας βικτωριανής Αγγλίας, αλλά κατάφερε να αλλάξει, έστω κατά τι, το συντηρητικό κλίμα της εποχής που κυριαρχούσε ακόμη και στις γιορτές. Την περίοδο που έγραφε τη νουβέλα ο Ντίκενς, τα Χριστούγεννα δεν τα γιόρταζαν παραδοσιακά. Τον 16ο αιώνα και με την Αγγλική Μεταρρύθμιση, μπορεί να διατηρήθηκε ο εορτασμός των Χριστουγέννων, αλλά η ισχυρή πουριτανική και Καλβινιστική νοοτροπία υποστήριζε ότι μόνο αυτά που ήταν γραμμένα στην Αγία Γραφή θεωρούνταν χριστιανικές γιορτές. Επέτρεπε, λοιπόν, μόνο η Μεγάλη Παρασκευή να γιορτάζεται. Αφού αποκαταστάθηκε, τελικά, ο Αγγλικανισμός στη Βρετανία και παρενέβη ο Κάρολος ΙΙ, στα τέλη του 17ου αιώνα, τα Χριστούγεννα αποκαταστάθηκαν.

Ο Ντίκενς στο βιβλίο του περιγράφει στολισμένους δρόμους, χριστουγεννιάτικα δέντρα, γκι, δεντρολίβανα, βοηθώντας έτσι στην καθιέρωση του εορταστικού κλίματος. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τα Χριστούγεννα κοσμική γιορτή. Πίστευε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων πρέπει να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων όλο το χρόνο. Με αυτήν την όμορφη, διδακτική ιστορία, ο σπουδαίος συγγραφέας πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό για μια περίοδο σχεδόν απόλυτης ένδειας για την εργατική τάξη της Αγγλίας. Κατάφερε να ζεστάνει τις καρδιές των ανθρώπων, να επαναφέρει στις μνήμες τη χαρά και τον ενθουσιασμό των Χριστουγέννων και να συνεισφέρει στην καθιέρωσή τους ως γιορτή αγάπης αλλά και συμπόνοιας.

Η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» βρήκε (την πρώτη κιόλας εβδομάδα πούλησε 6.000 αντίτυπα, ένα ασύλληπτο νούμερο για την εποχή εκείνη) και συνεχίζει να βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση από όλον τον κόσμο. Όσα χρόνια και αν περάσουν οι αξίες της είναι διαχρονικές (ακόμη και ο ήρωας του Γουόλτ Ντίσνεϊ, ο πάμπλουτος τσιγγούνης Σκρουτζ Μακ Ντακ, έχει σημείο αναφοράς τον Εμπενίζερ Σκρουτζ).

Στην ιστορία μας ο Σκρουτζ δεν «ξαναείδε τα πνεύματα». Και όπως γράφει στον επίλογο της ιστορίας του ο Κάρολος Ντίκενς «από εκείνη την ημέρα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενίζερ Σκρουτζ».

Αν το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» έμπαινε σε όλους μας, όπως συνέβη στον ήρωα της ιστορίας του Ντίκενς, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος μας θα ήταν σίγουρα καλύτερος…

Σχετικά άρθρα

Τα πνεύματα των Χριστουγέννων έρχονται στα Γιάννενα

Ντίκενς για μικρούς, Παπαδιαμάντης για μεγάλους