Ιστορίες

Πάνω στις στάχτες των «άλλων»

«Ξανά στη Σαλονίκη, η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-1946)» του Λέοντα Ναρ, ένα βιβλίο για το θέμα ταμπού των εβραϊκών περιουσιών μετά την απελευθέρωση.

Υπάρχει μια φράση-κλειδί στο εικονοκλαστικό ντοκιμαντέρ «Sans Soleil» (1983) του Γάλλου Κρις Μάρκερ: «Ποιος είπε ότι ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές; Θα ήταν καλύτερο να πει κανείς ότι ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα, εκτός από τις πληγές…». Το βιβλίο του Λέοντος Ναρ «Ξανά στη Σαλονίκη, η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στο γενέθλιο τόπο (1945-1946)» (Εκδόσεις Πόλις) έρχεται να προστεθεί σε μια αρκετά σημαντική σειρά εκδόσεων για τους Έλληνες Εβραίους. Ακόμη ένα βιβλίο, ακόμη μια εξαιρετική προσπάθεια που φωτίζει ένα κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας που, μέχρι πρότινος,  παρέμενε περισσότερο στα όρια ενός λαϊκού μύθου και λιγότερο μια πραγματικότητα και ιστοριογραφική μελέτη. Πρόκειται για ακόμη μια πληγή που, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις που έχασαν σημαντικό μέρος του ελληνο-εβραϊκού πληθυσμού τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παραμένει ανοικτή όσο ζούνε ακόμη επιζώντες και όσο νεαρότερες γενιές ενδιαφέρονται για κάτι που είχε αποσιωπηθεί στη σχολική τους ζωή.

Στις 2 Φεβρουαρίου παρουσιάστηκε το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» στο Παγκράτι με συνομιλητές, εκτός του συγγραφέα, τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νίκο Αλιβιζάτο, τον καθηγητή Παθολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων και υποψήφιο δήμαρχο Ιωαννίνων Μωυσή Ελισάφ και τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη.

Ο Τριαρίδης συστήθηκε στο πολυπληθές κοινό με την ιδιότητα του… Θεσσαλονικιού. Ξεκινώντας με τη γέννησή του (!) στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (το οποίο ήταν το Εβραϊκό Νοσοκομείο του Βαρόνου Χιρς και δεν ανέκτησε ποτέ το πραγματικό του όνομα) ξετύλιξε την ιστορία μιας πόλης που ξαναχτίστηκε κυριολεκτικά πάνω στις στάχτες των «άλλων» και που στην οποία, ακόμη και σήμερα, «προκαλεί» το γεγονός ότι ένας εκκεντρικός δήμαρχος κατόρθωσε να βάλει στο τραπέζι το θέμα, να ξυπνήσει μνήμες αλλά και να επαναπροσδιορίσει με άρμα του το παρελθόν μια χαμένη (εδώ και εβδομήντα χρόνια) ταυτότητα της πόλης.

Η συλλογική ενοχή

Δεν έχω σκοπό να αναφερθώ εκτενώς στο βιβλίο. Όποιος ενδιαφέρεται στοιχειωδώς για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, επιβάλλεται να το διαβάσει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η αντιστοίχισή του με άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ο Τριαρίδης στην ομιλία του σηκώνει την ενοχή μιας ολόκληρης πόλης στην πλάτη του. Ακόμη και αυτή η πράξη μπορεί να ενοχλήσει. Μπορώ να καταλάβω την αποποίηση της συλλογικής ευθύνης για τους περισσότερους. Η συγκλονιστική μαρτυρία της Εσθήρ Κοέν στην «Καθημερινή» με το χαρακτηριστικό σχόλιο «κανείς γείτονας δεν τράβηξε το κουρτινάκι να δει τι γίνεται…» μας γυρνά κατευθείαν στο 1944 και μας κοιτά στα μάτια. Ασφαλώς, και από θέση ισχύος, δεν μπορώ έτσι αλόγιστα να καταλογίσω συλλογική ευθύνη σε κάθε φτωχοδιάβολο που, τρομαγμένος από μια δύναμη κατοχής που δεν αναγνώριζε διεθνές δίκαιο και αγνοούσε επιδεικτικά πανανθρώπινες αξίες, κούρνιασε στο σπίτι του και περίμενε τον εφιάλτη να περάσει. Η ευθύνη όμως βαραίνει και πρόσωπα και κυρίως τις αρχές που –όπως αναλυτικά αναφέρει ο Ναρ στο βιβλίο του– όχι μόνο έκαναν πλιάτσικο στις περιουσίες, όχι μόνο απείλησαν με νέα κρεματόρια τους επιζώντες, αλλά, στην περίπτωση των αρχών ενός απελευθερωμένου κράτους, νομοθέτησαν μεν, αδιαφόρησαν επιδεικτικά δε να εφαρμόσουν τους νόμους και άφησαν την ασυδοσία να συνεχίζεται.

Επιπλέον, και με την ασφάλεια των χρόνων που πέρασαν αλλά και της μη εβραϊκής καταγωγής , μόνο να φανταστώ μπορώ πώς θα ένιωσαν όσοι επέστρεψαν για να δουν τη Συναγωγή να είναι πια ταβέρνα, τα έπιπλα να βρίσκονται στο θερινό καφενείο του Λευκού Πύργου και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, μαρμάρινες πλάκες να χρησιμοποιούνται για την αναστήλωση του Αγίου Δημητρίου ή ακόμα μεταγενέστερα το κοιμητήριο να γίνεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα προτιμήσαμε να τα θάψουμε κάτω από το χαλί, όπως και τις προσωπικές ιστορίες επιζώντων που επέστρεψαν για να βρουν τον γείτονα μέσα στο σπίτι τους και με την επιπρόσθετη ατίμωση του να απειλούνται ξανά και ξανά από τους καταπατητές αυτή τη φορά.

Ακόμη λοιπόν και αν ξεπεράσουμε τον σκόπελο της « συλλογικής ευθύνης», τότε θα βρούμε (πρέπει να βρούμε) τη συλλογική ενοχή, με την έννοια ότι σε κάθε πόλη που προπολεμικά αριθμούσε μεγάλες κοινότητες Ελληνο -Εβραίων, το τι συνέβη αμέσως μετά έγινε και αυτό μια άβολη «υποσημείωση» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μια υποσημείωση, αντί για σημαντικό κεφάλαιο που έρχεται να προστεθεί στις υπόλοιπες μισογραμμένες σελίδες που είτε αναφέρονται περιεκτικά είτε λάμπουν διά της απουσίας τους σε σχολικά εγχειρίδια.

Μια θεσμοθετημένη πλέον εκδήλωση έρχεται να μας υπενθυμίσει αυτή ακριβώς την οδυνηρή υποσημείωση, κάθε χρόνο στην Ήμερα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Αν και τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά με εκδηλώσεις τόσο από τις επίσημες Αρχές της πόλης όσο και από εκπαιδευτικούς σε μεμονωμένα σχολεία, η αλήθεια είναι ότι αυτή η ημερομηνία ορόσημο, που υπενθυμίζει ότι μεγάλο μέρος συμπολιτών μας χάθηκε μέσα σε μια στιγμή, δεν αποτελεί βάλσαμο στην πληγή ούτε μας απενοχοποιεί ως κοινωνία. Στην καλύτερη περίπτωση, λειτουργεί σαν ένα φιλικό και παρήγορο χτύπημα στην πλάτη, μια αναγνώριση που ήρθε πολύ αργά. Εκπαιδευτικός μού εκμυστηρεύθηκε την περασμένη εβδομάδα ότι είχαν σκοπό να μιλήσουν στο σχολείο τους, αλλά τελικά η Μέρα Μνήμης έπεσε το Σαββατοκύριακο και δεν έγινε καμία αναφορά! Ίσως πάλι να ασχοληθούν την 25η Μαρτίου, ημέρα εκτοπισμού του Γιαννιωτοεβραίων αλλά, πάλι, κι εκείνη η ημερομηνία είναι γεμάτη από γεγονότα.  Με τι να πρωτοασχοληθεί κανείς, κι επιπλέον φέτος πέφτει Δευτέρα και το τριήμερο προσφέρεται για αποδράσεις από την πραγματικότητα και όχι για αναμετρήσεις με την τοπική ιστορία!

Κλείνοντας (προς το παρόν), θα ήθελα να επιστρέψω στον Θανάση Τριαρίδη, θέλοντας να αιτιολογήσω την ύπαρξη ακόμη και αυτού του κειμένου που διαβάζετε. Κάθε μη Εβραίος, που γράφει ή απλά αναφέρεται στο θέμα, βρίσκεται αντιμέτωπος με την ερώτηση «γιατί εσύ (ασχολείσαι)» και αμέσως μετά ακολουθεί το «γιατί τώρα». Ο Τριαρίδης στην εξαιρετική του ομιλία το περασμένο Σάββατο απάντησε με τη συνοπτική ιστορία της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τον ίδιο. Κάθε προσωπικό του ορόσημο, το νοσοκομείο που γεννήθηκε, το πανεπιστήμιο που σπούδασε, οι χώροι των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων των γονιών του, όλη του η ύπαρξη είχε οικοδομηθεί πάνω στις στάχτες των «άλλων». Υπάρχει ένα κενό που προσπαθούμε να γεμίσουμε. Μια σειρά από «υποσημειώσεις» που μόνες τους κάνουν ένα ξεχωριστό βιβλίο Ιστορίας και μας τοποθετούν στον χώρο και τον χρόνο.  Δεν ξέρω αν και ποιον ωφελεί η συλλογική ενοχή, γι αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι καμιά πόλη δεν συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο βασισμένη στη λήθη.

Σχετικά άρθρα

«Το τηλεφώνημα» του Θανάση Τριαρίδη για δύο παραστάσεις

Μία επίσκεψη – χρέος

Γιώργος Απηλιώτης

Ευτυχία Ναχμία – Νάχμαν: Μια σεμνή μαχήτρια που αγωνιζόταν να διατηρηθεί η μνήμη ζωντανή

Αλέκος Ράπτης