Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στο γιατί οποιαδήποτε κυβέρνηση, στο ξεκίνημα της δεύτερής της θητείας δεν έχει την πολυτέλεια της περιόδου χάριτος.
Μάλιστα, στην παρούσα συγκυρία ο πρωθυπουργός όχι μόνο δεν απολαμβάνει κάποιας ανοχής, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο κύμα ανυπομονησίας. Η Νέα Δημοκρατία επανεξελέγη πανηγυρικά και μάλιστα ισχυρή «για να κάνει τη δουλειά» και σίγουρα για να προχωρήσει γρήγορα σε όσα δεν κατάφερε να κάνει την πρώτη τετραετία, που ήταν γεμάτη από μεγάλες και σοβαρές διεθνείς κρίσεις.
Όμως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνο οι μεγάλες κρίσεις που λειτούργησαν ανασταλτικά.
Η τραγωδία των Τεμπών πρέπει να θεωρείται τομή στον τέταρτο χρόνο μιας κυβερνητικής θητείας που συνεχίζεται. Τα Τέμπη αποκάλυψαν όσα θα έπρεπε να έχουν γίνει αλλά δεν έγιναν «εξαιτίας του βαθέως κράτους», είχε εξηγήσει τότε ο Πρωθυπουργός. Μόνο που αυτό το «βαθύ κράτος» δεν είναι άλλο από το βαθύ κομματικό κράτος, εν προκειμένω της Νέας Δημοκρατίας που κυβερνά ήδη τέσσερα χρόνια.
Το ίδιο βαθύ κομματικό κράτος το βρίσκουμε πάλι μπροστά μας στις πυρκαγιές και την ίδια στιγμή, στις μικροκρίσεις που έχουν δημιουργηθεί με τα κομματικά χρίσματα για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, βλέπουμε ανοιχτά, «σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση» παράγοντες του βαθέως κομματικού κράτους της Νέας Δημοκρατίας να αντιστέκονται λυσσαλέα στο ενδεχόμενο να χάσουν την εξουσία.
Τον Ιούλιο ψηφίσαμε έχοντας πλήρη επίγνωση των προβλημάτων και των αδυναμιών της πρώτης κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά ψηφίσαμε και με τη δηλωμένη αξίωση τα προβλήματα αυτά να τα λύσει.
Το λεγόμενο «Κίνημα της Πετσέτας», που έχει βρει τόσο μεγάλη απήχηση στον δημοκρατικό κόσμο, δείχνει την πεισματική αξίωση που έχουν οι Έλληνες η κυβέρνηση αυτή να κάνει σωστά τη δουλειά της.
Παραδόξως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τώρα είναι που πραγματικά χρειάζεται λίγο χρόνο, ίσως μέχρι το τέλος του έτους. Είναι βέβαιο ότι οι πολιτικοί του φίλοι θα του τον δώσουν και μέχρι το τέλος του 2023 θα ασκούν κριτική συγκρατημένα, αλλά θα πρέπει και η κυβέρνηση να τους βοηθήσει να είναι επιεικείς. Γιατί υπονομεύει τον εαυτό της όταν, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι έχει αναθέσει σε υπουργούς της εμβέλειας του Βασίλη Κικίλια να αλλάξουν τους ποινικούς κώδικες. Η πολιτική ρηχότητα εξαγριώνει, πλέον, τους πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση πολλά θα κριθούν από όσα θα πει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και φυσικά από τον τρόπο που θα τα πει. Σίγουρα εκεί θα κριθεί η στάση του δημοκρατικού κόσμου απέναντι στην κυβέρνηση το προσεχές διάστημα. Οι πολίτες δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, θέλουν να δουν την καθημερινότητά τους να βελτιώνεται απτά και μετρήσιμα: το δημόσιο σχολείο των παιδιών, το νοσοκομείο, η καθημερινή διαβίωση αλλά και η ασφάλεια στον δημόσιο χώρο. Και η ανυπομονησία ποτέ δεν συνοδεύεται από ανοχή. Οργή είναι το συναίσθημα που θα την αντικαταστήσει, αν οι πολιτικές προσδοκίες μείνουν για καιρό μετέωρες.