Απόψεις

Εγκώμιον ρεμβασμού

Το να αφήνει κανείς τη σκέψη του να περιπλανηθεί ελεύθερα υποστηρίχτηκε από φιλοσόφους, ποιητές ή καλλιτέχνες. Αυτοί θεώρησαν την ελεύθερη περιπλάνηση του νου δραστηριότητα ευχάριστη και τόσο σημαντική που θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμα και σκοπό της ζωής (ή τίτλο του συγκροτήματός τους, όπως στη περίπτωση των «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω»). Γράφει ο ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης.

«Ρέμβη, η, γένους θηλυκού, μόνο εις ενικόν», διαβάζω στο λεξικό. Και σκέπτομαι πως όλα τα καλά είναι γένους θηλυκού, τελικά! Ρέμβω, ρέμβομαι, το αρχαίο ρήμα, λέξη πρώτα της φυσικής που σήμαινε γυρίζω, περιστρέφω κυκλικώς, απ’ όπου ο ρόμβος. Μετά την έβαλαν στην ιατρική, πρώτα ο Ιπποκράτης κατόπιν ο Γαληνός που χρησιμοποίησαν τη λέξη «ρέμβη» για να εκφράσουν την έλλειψη λογικής, την κατάσταση της απώλειας των αισθήσεων που συνόδευε μια ασθένεια. Κατόπιν άρχισαν να ομιλούν για άστατους και επιπόλαιους που ερρέμβοντο, που ζούσαν μια ζωή πότε από εδώ και πότε από εκεί. Υπήρξε και σχετική παροιμία “»εν ειδώλοις και σκιαίς ρέμβεται» που σήμαινε πως περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα σε είδωλα και σκιές, δηλαδή ενεργεί στην τύχη και ασυλλόγιστα, καταπιάνεται με ανύπαρκτα πράγματα. Κατ’ αναλογία με τους ανθρώπους, ρέμβονταν και οι λέξεις όταν αυτές ήταν ασαφείς και απροσδιόριστες ή ακατανόητες. «Συναγωγή πασών λέξεων…» χαρακτήρισε τον 5ο μ.Χ. αιώνα ο Αλεξανδρινός Ησύχιος τη ρεμβοειδή γραφή, που ήταν η ελαττωματική και η χωρίς συνοχή, όπως ο ρεμβώδης βίος ήταν ο ακόλαστος βίος. Ρεμβός,  ρεμβή ψυχή και στον Μάρκο Αυρήλιο για τον περιπλανώμενο, τον αλήτη.

Από τον Μεσαίωνα και πέρα ρέμβη, ρεμβάζω, ρεμβασμός παίρνουν πια τη σημασία που τους δίνουμε σήμερα. Το ίδιο διάστημα κι άλλες λέξεις γεννιούνται ή μετασχηματίζονται ή έρχονται δάνειες απ’ αλλού για να εκφράσουν παρόμοιες με τον ρεμβασμό, εναλλακτικές στάσεις απέναντι στον χρόνο και στη ζωή. Όπως η λέξη «ρεμπέτης» που (για κάποιους, όχι για όλους) υποθέτουν ότι προέκυψε από το «ρεμβάζω», με τους ρεμπέτες να ήταν οι άνθρωποι που άφηναν τον χρόνο τους να κυλάει ασκόπως, τριγυρνώντας σε διάφορα μέρη και μην έχοντας τις συμβατικές έγνοιες των υπολοίπων μελών της κοινότητας, οι αλήτες. Αλλά και η λέξη «αλήτης», εκ του ρήματος «αλώμαι» προέρχεται που επίσης σημαίνει περιπλανιέμαι και περιφέρομαι, τριγυρίζω από εδώ και από εκεί, θέλοντας να περιγράψει έναν, παρεμφερή με αυτόν που ρεμβάζει, τύπο ανθρώπου. Τον 18ο αιώνα στη Γαλλία των αστικών τόπων φτιάχνεται και η λέξη flaneur για να περιγράψει τον αργόσχολο, τον νωχελικό πλάνητα ονειροπόλο, τον τύπο ανθρώπου που η βασική του δραστηριότητα ήταν να σουλατσάρει και να παρατηρεί ένα γύρω, τον δρόμο, το καφενείο, τον κινηματογράφο το ξενοδοχείο, το μουσείο, τους κατεξοχήν τόπους του άστεως.

Το να αφήνει κανείς τη σκέψη του να περιπλανηθεί ελεύθερα υποστηρίχτηκε από φιλοσόφους, ποιητές ή καλλιτέχνες. Αυτοί θεώρησαν την ελεύθερη περιπλάνηση του νου δραστηριότητα ευχάριστη και τόσο σημαντική που θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμα και σκοπό της ζωής (ή τίτλο του συγκροτήματός τους, όπως στη περίπτωση των «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω»). Ο φιλόσοφος Αναξαγόρας π.χ., όταν προσκλήθηκε από κάποιον να αναφέρει «ένα λόγο για τον οποίο πρέπει να ζει ο άνθρωπος», εκείνος απάντησε «του θεωρήσαι τον ουρανόν και την περί τον όλον κόσμον τάξιν», κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει και «να ρεμβάζει». Ο Αναξαγόρας δεν πρότεινε ως σκοπό της ζωής του ανθρώπου ούτε την απόκτηση πλούτου, ούτε την απόκτηση τιμών και δόξας, αλλά τη θεώρηση της ζωής όπως αυτή υπάρχει στη φύση και εντός μας. Την ίδια σκέψη και το ίδιο συναίσθημα εξέφρασε και ο Βρετανός ποιητής W.H. Davies , στο ποίημα «Leisure» (1911), που εκείνος έγραψε αρκετούς αιώνες μετά τον Αναξαγόρα και που οι πρώτοι του στίχοι σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά θα ήταν: «Τι θα ήταν η ζωή ετούτη, αν γεμάτοι φροντίδες,                  δεν είχαμε τον καιρό να σταθούμε και να ρεμβάσουμε». Αλλά και ο Σκιαθίτης Άγιος των Γραμμάτων μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που έγραψε το 1906 τον πολύ γνωστό «Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου» περιγράφει τον άλλοτε άρχοντα του τόπου Φραγκούλη Φραγκούλα, έναν φιλέρημο γέροντα πλέον, να ρεμβάζει αμέριμνος τα ωραία και τα άσχημα της ζωής του που πέρασε. Όπως και ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε για την ρέμβη («είχε βυθιστεί πάλι στην ρέμβη του, κι έμοιαζε να έχει ξεχάσει κιόλας την παρουσία του ξένου») αλλά και ο Κ. Καβάφης («μέσα στην ρέμβην, έτσι θα οραματιστώ»).

Σήμερα, συναντάμε την ίδια αμφίθυμη στάση απέναντι στον «ρεμβασμό» και τη «ρέμβη». Για κάποιους, τους περισσότερους, ο ρεμβασμός έχει μια αρνητική έννοια, αφού περιγράφει την στάση ενός οκνηρού και τεμπέλη ανθρώπου, που απεμπολεί το καθήκον του να εργαστεί, αποδίδοντας πλημμελώς στην παραγωγή, προς όφελος ενός ελεύθερου χρόνου που σπαταλά αντιθέτως χωρίς ενοχές. Η έννοια αυτή συνέχεται ουσιαστικά με τον Προτεσταντισμό, του οποίου αποτελεί πυρηνική αξία. Προτεσταντισμός που έχει επικρατήσει ως κοινωνική θεώρηση, πέραν της θρησκευτικής πίστης, στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο.  Για κάποιους άλλους, αντίθετα, ο ρεμβασμός έχει θετική έννοια και σημαίνει τη δυνατότητα του ελεύθερου στοχασμού, την ελεύθερη ευχάριστη περιπλάνηση του νου, την ανάκληση μνημών και την αναπόληση, τη σκέψη χωρίς στόχο, την ονειροπόληση. Παρόμοια θετική στάση είχε εκφράσει το 1880 ο πολιτικός συγγραφέας Πωλ Λαφάργκ, που με το βιβλίο του «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» διακήρυξε την πανανθρώπινη ανάγκη για ελεύθερο χρόνο. Ο Λαφάργκ, στο βιβλίο εκείνο, αντιμαχόταν την εργασιακή φρενίτιδα της εποχής του που οδηγούσε τους ανθρώπους σε συνθήκες διαρκούς και εξαντλητικής υπερεργασίας: «Μα, δεν μπορούν, επιτέλους, οι εργάτες να καταλάβουν ότι, με το να καταπονούνται υπέρμετρα απ’ τη δουλειά, εξαντλούν και τις δικές τους δυνάμεις και αυτές των απογόνων τους; Ότι, με τη φθορά που υφίστανται γίνονται πριν της ώρας τους ανίκανοι για κάθε είδους εργασία; Ότι, απορροφημένοι, αποκτηνωμένοι από ένα και μοναδικό πάθος, δεν είναι πια άνθρωποι, αλλά σπαράγματα ανθρώπων; Ότι σκοτώνουν μέσα τους όλα τα υπέροχα χαρίσματα, αφήνοντας όρθια και παντοδύναμη την έξαλλη μωρία της εργασίας;» έλεγε. Ο Λαφάργκ υπερασπιζόταν την απελευθέρωση του ατόμου από τα εργασιακά του δεσμά και συνέδεε το δικαίωμα στην τεμπελιά με την εξασφάλιση χρόνου προς όφελος του φιλοσοφικού στοχασμού και της συμμετοχής των ανθρώπων στα ζητήματα της ζωής.

Τη σημερινή εποχή το να ρεμβάζεις, να κάνεις παρέα με τις δικές σου σκέψεις που εμφανίζονται όταν αναπολείς, και να απολαμβάνεις πραγματικά την «παρέα με τον εαυτό σου» είναι μια πολύτιμη ικανότητα που απειλείται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Στη σύγχρονη ζωή που όλοι τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, κάτι να κάνουμε, κάποιον να δούμε, κάτι να πληρώσουμε, κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε, κάτι να διαβάσουμε. Που απ’ την πρώτη στιγμή που ανοίγουμε το πρωί τα μάτια μας μέχρι να τα κλείσουμε τη νύχτα, τρέχουμε. Ακόμα και τις στιγμές που ξεκουραζόμαστε, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μας, ακόμα και τότε, κάτι πρέπει να κάνουμε. Να δούμε και να ξαναδούμε το κινητό, να τσεκάρουμε τα κοινωνικά δίκτυα μας, να διαβάσουμε τι τρέχει στον κόσμο, κι ας είχαμε ήδη κοιτάξει στους ίδιους ηλεκτρονικούς τόπους πριν από ελάχιστο χρόνο. Επανειλημμένως. «Τι κάνεις;» μας ρωτούν. Αν απαντήσουμε «τίποτα», τότε θα ανησυχήσουμε τον συζητητή μας. Αν πούμε «τρέχω», τότε όλα γίνονται πιο κατανοητά και αποδεκτά. Αν μείνεις για μια ώρα χωρίς να κάνεις τίποτα, αν ρεμβάσεις, αν απλώς κοιτάς τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, οφείλεις να αισθάνεσαι ενοχές. Άσε που, αν σε δουν οι άλλοι να μένεις έτσι για μια ώρα, χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, μπορεί να σου προτείνουν μέχρι και «αντικαταθλιπτικά». Γιατί, πέρα από τις δουλειές που πρέπει να κάνεις, αντίθετα από τα καθήκοντά σου,  εσύ επιλέγεις να χάνεις τον χρόνο σου. Λες και η ώρα του ρεμβασμού είναι χαμένη ζωή. Λες και η υπόλοιπη ζωή, όπου όλο τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, είναι κερδισμένη ζωή. Ακόμα και τα παιδιά μας τα γαλουχούμε με το ιδανικό της άοκνης προσπάθειας. Ερεθίσματα, ακόμα περισσότερα ερεθίσματα, καταιγισμός ερεθισμάτων από την κούνια, μην τυχόν και δεν ακούσουν Μότσαρτ, μην τυχόν και δεν μιλήσουν ως τα δύο, και περισσότερα ερεθίσματα μετά, και παιχνίδια εκπαιδευτικά και διάβασμα και μουσική προπαιδεία και εξωσχολικές δραστηριότητες και εποικοδομητικό παιχνίδι (λες και το παιχνίδι μπορεί να είναι κάτι άλλο) και dvd και τάμπλετ και κολυμβητήριο και δύο ξένες γλώσσες από νωρίς (γιατί τότε μαθαίνουν πιο εύκολα), τα παιδιά μας τρέχουν πίσω μας κι αυτά. Τρέχουμε εμείς, τρέχουν και τα παιδιά μας. Πρέπει πάντα να κάνεις κάτι, να μην «χάνεις τον καιρό σου», να μην σπαταλάς τον καιρό σου. Σε ρεμβασμούς και αλητείες! Εσείς τι λέτε;