Μια Κυριακή, σαν όλες τις άλλες των τελευταίων ημερών, αλλά ίσως με πιο πολύ κόσμο στην πλατεία Πάργης. Με τα παγκάκια να είναι όλα πιασμένα από νέους και ηλικιωμένους που με τις μάσκες τους απολαμβάνουν τον ήλιο. Γιορτή του Αγίου Νικολάου κι ένα μικρό κηροπήγιο είναι τοποθετημένο έξω από τοn ναό, χωρίς όμως πιστούς να το πλησιάζουν εκείνη την ώρα. Λείπουν και οι επαίτες από τα πόστα τους.
Απόψεις

Προαυλίζομαι…

Η Λουκία Τζάλλα σχολιάζει την καραντίνα, ταξιδεύει νοερά ως την αγαπημένη της Σύρο, γεύεται τις χριστουγεννιάτικες λιχουδιές της, επιστρέφει στην πόλη, περιγράφει μια στιγμή ανθρωπιάς της και καταλήγει με μια ευχή: Μακάρι να δούμε όλοι μαζί και πάλι τις αυγές να ξημερώνουν μετά τη μακριά αυτή νύχτα.

Μπορεί να μην συμβαίνει κάθε μέρα το πρωί ή ίσως να γίνεται και το απόγευμα τούτη η συνάντηση. Με τον Γιώργο Σμύρη τον καλό γείτονα, μιλάμε από τα μπαλκόνια μήνες τώρα. Ή βγαίνει εκείνος πρώτος ή βγαίνω εγώ. Οι βασιλικοί στο μπαλκόνι μας συναγωνίζονται τους δικούς του πανσέδες, μια όμορφη συνήθεια που την επέβαλλαν οι συνθήκες. Πιάνουμε την ψιλοκουβέντα για όσα συμβαίνουν στην πόλη, που τόσο τη νοιάζεται κι εκείνος, για τα άλλα που συμβαίνουν στον κόσμο, για τα παιδιά μας που τα έχουμε μακριά και οι δύο. Για την πανδημία δεν μιλάμε και πολύ πλέον, σαν να θέλουμε να μην περάσουμε από αυτό το σοκάκι. Χθες Δευτέρα πρωί που βγήκα πρώτη, τον βρήκα στο μπαλκόνι ακριβώς βιζαβί κι απεναντίας. Κοίταζε προς τον ουρανό σαν να ήθελε να ξεκαθαρίσει το μυαλό του με τις σταγόνες της βροχής. «Τι κάνεις, Γιώργο;», τον ρώτησα. Κι εκείνος απάντησε: «Προαυλίζομαι». Αυτό έφτανε και περίσσευε. Γυρίσαμε την κουβέντα εκεί που μας πονάει. Αλλά πάντα καταλήγουμε με ελπίδα, για να συνεχίσουμε τη μέρα μας.

Φοινίκια και μπαμπιλόνια

Φτάσαμε στο σημείο να αναπολούμε πράγματα που ήταν εκ των ων ουκ άνευ στις ζωές μας. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, για παράδειγμα, ότι δεν θα περάσουμε τα Χριστούγεννα με τους αγαπημένους μας στη Σύρο. Ονειρευόμαστε το μπαλκόνι του σπιτιού από όπου ατενίζουμε τον τρούλο του εμβληματικού Ναού Αγίου Νικολάου με τις υποδοχές των κωδωνοστασίων. Μας θαμπώνει το απέραντο γαλάζιο με την Τήνο αριστερά και τα τρεμάμενα φώτα της. Ένα καράβι που σιμώνει και σφυρίζει για να ειδοποιήσει, ότι έφτασε στο λιμάνι, ενώ παραδοσιακά το συνοδεύει από ψηλά ο χτύπος της καμπάνας του Αγίου Δημητρίου. Από το πίσω μπαλκόνι παίρνει η ματιά λίγο από τα απείρου κάλλους νεοκλασικά αρχοντικά της αριστοκρατικής συνοικίας Βαπόρια, με τη φωτεινότητα στα παράθυρά τους. Απέναντί μας το δίπατο σπίτι του κομμωτή, του αλησμόνητου Σταύρου, μιας αριστοκρατικής φυσιογνωμίας της Ερμούπολης με το παρανόμι Παριζιέν, από τον οποίο πήρε το όνομα η στάση του λεωφορείου του δήμου που εκτελεί δρομολόγια χωρίς τελειωμό. Και πιο πάνω στο ανηφοράκι, που οδηγεί στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, ξεχύνονται οι ευωδιές από τις κουζίνες που ψήνουν τα φοινίκια (είδος μελομακάρονων) και τα μπαμπιλόνια (τοπική ποικιλία κίτρων). Από εκεί δρόμο για τα σκαλιά που οδηγούν στην Άνω Σύρο του Στέλιου Βαμβακάρη και της Φραγκοσυριανής του. Τη νοσταλγική εικόνα συμπληρώνει ένα αντάμωμα με Γιαννιώτη, τον καθηγητή Γιώργο Φούκα, που ξεμυτίζει με την οικογένειά του στα στενοσόκακα του νησιού. Έτσι με όνειρα ας πορευόμαστε ως την κανονικότητα.

Σεκέρ μπουρέκια

Ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες με παραλλαγές, ανάλογα με όσα έχουν βιώσει οι κάτοικοί του. Εκείνοι έχουν τα φοινίκια, τα μπαμπιλόνια και τα αμυγδαλωτά, δεν έχουν όμως τους μπακλαβάδες, τα σεκέρ μπουρέκια, που έχουμε εμείς. Αναφερόμαστε στα μοναδικά αυτά τοπικά γλυκά που τα έφτιαχνε η οικογένεια Τσεκούρα. Οι παλιές Γιαννιώτισσες όμως είχαν τον δικό τους τρόπο και τη δική τους συνταγή να τα φτιάχνουν. Και δεν ήταν όλες εκείνες που καταπιάνονται με αυτά τα μπελαλίδικα γλυκά της ζάχαρης άχνης, του αμύγδαλου και του ροδόνερου. Εμείς θυμόμαστε τη δασκάλα, την αξέχαστη Βαρβαρούλα του Μπάμια, που τη φωνάζαμε κάθε φορά να μας τα φτιάξει. Μας ζητούσε μόνο να της έχουμε έτοιμο το δροσάγκαθο, τον πολτό του αμύγδαλου και το γκιουλς.

Ανάλογα είναι και τα έθιμα τα δικά τους, όλα βενετσιάνικης προέλευσης. Εμείς έχουμε τις συνήθειες που μας έμειναν από την εποχή της τουρκοκρατίας. Τα κάλαντα των Φώτων επίσης δεν συνηθίζονται εδώ, ενώ στα κυκλαδονήσια τα Θεοφάνεια γιορτάζονται διαφορετικά. Τα παιδιά ξεχύνονται με φαναράκια στους δρόμους με ομοιώματα δικής τους επινόησης. Έχουμε βιώσει ανάλογες γιορτές το βράδυ των Φώτων με τα παιδιά και τους νέους του Λυκείου Ελληνίδων να οργανώνουν τις ιδιαίτερες γιορτές. Όλα αυτά βέβαια μένουν στην άκρη, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Του χρόνου να ‘μαστε καλά.

Η ανθρωπιά δεν χάθηκε

Το Σάββατο το μεσημέρι κατηφορίσαμε προς το Γυαλί Καφενέ. Στον παρακείμενο φούρνο η συνήθης ουρά είχε ήδη αραιώσει, ενώ στο μικρό μανάβικο της Ανεξαρτησίας είχαν τελειώσει πορτοκάλια και μανταρίνια, αφού η τιμή τους ήταν τόσο μικρή, που δεν συμβάδιζε με την άριστη ποιότητά τους, όπως τη διατυμπάνιζε στους αργοπορημένους πελάτες του ο νεαρός οπωροπώλης. Τα τελευταία εσπεριδοειδή τα είχαν πάρει οι άνθρωποι απέναντί μας. Ήταν μια οικογένεια με τα παιδιά τους, που είχαν καταλάβει το στηθαίο του κτιρίου Γεωργίου Σταύρου. Η σκηνή με το παιδάκι τους να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω, μας τάραξε όσους βρεθήκαμε μπροστά στο συμβάν, το οποίο έληξε αισίως. Δυο νεαροί περαστικοί, φορώντας τις μάσκες τους, έσπευσαν να τους προσφέρουν βοήθεια, αψηφώντας τους κινδύνους της πανδημίας. Υπάρχουν άνθρωποι και σήμερα.

Ποιος ξέρει ποιο μέρος του κόσμου να άφησε με πόνο αυτή η οικογένεια και πώς βιώνουν σήμερα σε ξένο τόπο τη διαμονή τους. «Πάραυτα ελπίζω. Στις δύσκολες στιγμές ο ανθρωπισμός γίνεται αξία», γράφει ο Πρωτοσύγγελος της Μητρόπολης Ιωαννίνων π. Θωμάς Ανδρέου σε ένα κείμενό του με τίτλο «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου», σε βιβλίο του μάλιστα που εκδόθηκε σε ανύποπτο χρόνο.

Μετά τη νύχτα

Στο Μουγκιό, σε ένα μικρό μέρος της Νότιας Γαλλίας κοντά στο Μονπελιέ, έφτασαν τα νέα για την Ηπειρώτισσα των 100 και πλέον ετών που νόσησε από κορωνοϊό σε οίκο ευγηρίας στα Γιάννενα και τη… σκαπούλαρε. Ευρισκόμενη στην Κέρκυρα κοντά στους δικούς της χαίρει άκρας υγείας τώρα. Κι εύχεται σε όλους να πάρουν τα χρόνια της. Η φίλη αναγνώστρια ίσως τώρα, διαβάζοντας και αυτό το τελευταίο, να δυσανασχετήσει λιγάκι, λέγοντάς μας ότι τα περισσότερα κείμενα έχουν σχέση με την πανδημία, αλλά τι να κάνουμε, αφού αυτό είναι το θέμα των ημερών… Μακάρι να δούμε όλοι μαζί και πάλι τις αυγές να ξημερώνουν μετά τη μακριά αυτή νύχτα.

 

Σχετικά άρθρα

Επανέρχονται οι συστάσεις για χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους

Γεωργία Χαλάτση

«Επιμένει» να μας ταλαιπωρεί ο κορωνοϊός

Εργασίες και απαγόρευση κυκλοφορίας