Πρωί Κυριακής. Δύο ψαράδες έχουν στήσει τα καλάμια τους, περιμένοντας κάποιο ψάρι να «τσιμπήσει». Εκείνοι απολαμβάνουν λίγο πιο πέρα τη δροσερή σκιά του πλατάνου στον παραλίμνιο.
Απόψεις

Ταξιδεύοντας

Η σημερινή Τσιμπίδα ταξιδεύει στη Σύρο και σχολιάζει τη διαδρομή, αλλά και τις ξεχωριστές στιγμές στην Ερμούπολη. Τη συνοδεύει μια φωτογραφία... Ιωαννίνων, με κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο πόλεων το νερό.

Όταν ταξιδεύω με τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, πάντα κάνω τις καταγραφές μου. Στο καράβι, για παράδειγμα, παρατηρώ το πλήθος που συνωστίζεται στις θέσεις, από οικονομική έως τις αριθμημένες θέσεις αεροδρομίου. Στη διακεκριμένη θέση πληρώνουν παραπάνω κι ίσως έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Παρατηρώ τον Έλληνα, που δεν έχει πληρώσει για αριθμημένη θέση και πάει να χωθεί κάπου στην άκρη με μια καρέκλα που ψάρεψε από το κατάστρωμα, απλώνοντας τις ποδάρες του πάνω σε κενό κάθισμα. Να μην δίνει δεκάρα αν εμποδίζει να περάσουν ακόμη και οι άνθρωποι του πληρώματος. Παρατηρώ τα νέα παιδιά -μα εντελώς παιδιά- απέναντί μου, τα καταγόμενα από τη Φιλιππιάδα, που γυρίζουν με γεμάτες τις αποσκευές τους από την πολυθρύλητη Μύκονο. Είχαν – δεν είχαν οι γονείς, που λέει ο λόγος, τα έστειλαν να γευτούν κι εκείνα λίγη από τη χλιδή και την παρανομία του νησιού των ανέμων.

Μια χαψιά ψωμί

Ο οδηγός του έκτακτου δρομολογίου των ΚΤΕΛ Ιωαννίνων, των 10.30 το βράδυ της Κυριακής, δεν κάνει διακρίσεις. Το ίδιο φέρεται σε όλους, στα παιδιά από τη Φιλιππιάδα και στους ενήλικες, που μπορεί να παρασπονδήσουν με κάποια τυχαία συμπεριφορά. Πρώτη φορά μάλιστα επιβάτες προσφέρονται να τον κεράσουν στην πρώτη στάση, άκρως ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες του. Αλλά εκείνος διακριτικά δεν αποδέχεται την προσφορά. Απαντά αρνητικά, μα ευγενικά πάντα, ακόμη και στη Μετσοβίτισσα, που επιμένει να τον κεράσει απλά μια πατατόπιτα λέγοντάς του τη φράση που θυμάται από τους γονείς της: «Μια χαψιά ψωμί, μια χούφτα δύναμη».

Η τιμή του εισιτηρίου

Η κυρία Ευτυχία, συνταξιούχος υπάλληλος της ΔΕΗ, είναι μια ευγενική μορφή, που μετανάστευσε από το 1960 στο Βάμο Αποκορώνου Κρήτης. Πρώτη φορά αντικρίζει τις εθνικές οδούς και… θαμιάζει. Ψάχνει για τις στροφές στο Μενίδι, αλλά αυτές δεν υπάρχουν. Βρίσκει όμως πως το εισιτήριο του ΚΤΕΛ για τα Γιάννενα είναι ακριβό και μας λέει πως οι Κρητικοί έχουν θεσπίσει μπόνους σε καράβια και λεωφορεία. Ο οδηγός της απαντά. Αναφέρεται εν συντομία στα πλεονεκτήματα των εθνικών οδών, αλλά και στις τρεις χιλιάδες ευρώ, που πληρώνει σε διόδια ο οργανισμός στον οποίο εργάζεται. Δικαιολογεί την ακριβή τιμή του εισιτηρίου, η οποία, όπως βεβαίωσε το επιβατικό του κοινό, οσονούπω θα μειωθεί αισθητά.

Βωβός κινηματογράφος

Στη Σύρο παρακολούθησα μια εξαιρετική, όσο και πρωτότυπη εκδήλωση, που συμπεριλαμβανόταν στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου: «Ο βωβός κινηματογράφος και το κινηματογραφικό όργανο». Στο όργανο ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ο Δημήτρης Κεραμιδάκης. Η εκδήλωση, που έγινε σε έναν θαυμάσιο ιστορικό χώρο στο «Ησυχαστήριο Παναγία της Ελπίδας» των Αδελφών του Ελέους του Αγίου Βικεντίου, περιελάμβανε τρεις προβολές. Η πρώτη ήταν η κινηματογραφική ταινία του 1922 «Σταχτοπούτα», ένα έργο πρωτοποριακής τέχνης με χάρτινες σιλουέτες, η δεύτερη ήταν η πρώτη σωζόμενη ελληνική ταινία μυθοπλασίας «Οι περιπέτειες του Βιλλάρ» του 1924. Λίγοι από μας γνωρίζουν ότι βωβός κινηματογράφος υπήρχε και στην Ελλάδα με σημαντικές στιγμές. Στην ταινία όλοι θαυμάσαμε την παλιά Αθήνα με τα αθάνατα ιστορικά κτίρια, αλλά και τη σκηνοθεσία και το σενάριο της αποχής.

Ο Αντώνης κι οι Αντώνηδες

Η τρίτη προβολή (που ξεχώρισε για μας) ήταν μία από τις τρεις ταινίες-ντοκιμαντέρ του αείμνηστου Αντώνη Αλμπανόπουλου με τον τίτλο «Ταξίδι στην όμορφη Σύρα», που προβαλλόταν πάντα στα επίκαιρα των κινηματογραφικών προβολών παλαιότερα. Ήταν σαν ένα αφιέρωμα, σαν μια τιμή στη μνήμη του ανιδιοτελή ονειροπόλου συμπατριώτη τους ιδιώτη κινηματογραφιστή, που έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του τη σφραγίδα του. Στη ζωή και στο έργο του αναφέρθηκε ο γιος του Νίκος. Οι Συριανοί τα γνώριζαν, αλλά εμείς πρώτη φορά ακούγαμε για το πόσο σπουδαίος άνθρωπος υπήρξε. Το συγκινητικό ήταν ότι το κουμπί για να αρχίσει η ταινία το πάτησαν τα δυο από τα τέσσερα εγγόνια του, που φέρνουν το όνομά του, Αντώνης Αλμπανόπουλος και Αντώνης Ξυδάκης.

Έλα Νίκο, έλα φάε

«Είδα στο όνειρό μου σπίτι με αυλή κι ανάμεσά μας θάλασσα πολλή, για να βγω αντίκρι δίχως να πνιγώ», τραγουδά ο Μιχάλης Γκανάς.

Στ’ «Αστέρια», στην παραλία κάτω από τη συνοικία «Βαπόρια» στην Ερμούπολη της Σύρου, όλοι γίνονται μια παρέα, όταν το νησί αδειάζει από τους ξένους. Ο γνωστός σε όλους Λάκης ανεβάζει τη σημαία του κάθε πρωί βοηθούμενος, αλλά και με όση δύναμη τού έμεινε μετά την ασθένειά του, η μουσική του παίζει μέσα από τη σπηλιά κι είναι ένα ποίημα του Γκανά. Τότε ακούγεται ένα κάλεσμα ανεπαίσθητα μελωδικό από την ψιλόλιγνη Σοφία: «έλα Νίκο, έλα φάε…». Την έχει συνηθίσει πια ο πάπιος ο Νίκος, πλησιάζει άφοβα τσαλαβουτώντας και παίρνει το καθημερινό του πρωινό. Τον ακολουθούν κι άλλα πτηνά. Έχει φαΐ για όλους.

Σχετικά άρθρα

«Καλή Παναγιά» στη Σύρο

Δύο στιγμές τη Μεταπολίτευση

Νίκος Αλμπανόπουλος

Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, υποστηρίζει το ΚΤΕΛ