ΑπόψειςΠολιτισμός

Δυο (πολύ φτωχά) λόγια για την Ορέστεια

Από την Παρασκευή το βράδυ, επανέρχεται διαρκώς στις κουβέντες όλων όσων παρακολουθήσαμε την Ορέστεια, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, αυτό που είδαμε (και αυτό που μας συνέβη) στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης. Και καταφέραμε να βρούμε, μέρες μετά, κάποια πολύ φτωχά λόγια να πούμε για την πρωτόγνωρη εμπειρία.

Το πιο εύκολο είναι να γράψεις μια κακή κριτική για μια παράσταση, μια ταινία ή ένα βιβλίο. Το αμέσως δυσκολότερο είναι να βρεις τα λόγια για να μιλήσεις για κάτι που σε συγκίνησε. Εκείνο που βρίσκουμε ακατόρθωτο είναι να περιγράψουμε πώς μας έκανε να νιώσουμε μια παράσταση ή ένα βιβλίο που μας συντάραξε. Οι λέξεις, που με κόπο βρίσκουμε, έχουμε την αίσθηση ότι αφενός είναι αδύνατον να φτάσουν για να πουν όλα όσα προκάλεσε, αφετέρου τις νιώθεις σαν ξένο σώμα που πέφτει πάνω σ’ αυτό το πανίσχυρο και συγκλονιστικό που μόλις είδες ή διάβασες και το ενοχλεί.

Για την παράσταση Ορέστεια, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, και την πρωτόγνωρη εμπειρία να την παρακολουθεί κανείς, έχουν μιλήσει και γράψει τόσο σπουδαίοι άνθρωποι –όχι μόνο κατ’ επάγγελμα κριτικοί σε πανελλήνιας εμβέλειας ΜΜΕ, αλλά και ηθοποιοί, ερασιτέχνες, θαυμαστές του ανεπιτήδευτα ωραίου και του αληθινού σε σχόλιά τους, σε αναφορές τους, στην κουβέντα τους. Τα δικά μας λόγια, όσο κι αν τα αναζητάμε, δεν τα βρίσκουμε για να περιγράψουμε ή να τακτοποιήσουμε μέσα μας πρωτίστως αυτό που μας συνέβη την Παρασκευή το βράδυ στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης. Γι’ αυτό και πολύ συχνά εδώ και λίγες μέρες, η παράσταση μας επισκέπτεται πάλι, στιγμές της μας ανατριχιάζουν ακόμη σε κάθε ανάκλησή τους, λεπτομέρειες που νομίζαμε ότι μας διέφυγαν, επιστρέφουν και φωτίζουν άλλη μια σκηνή που μας συγκλόνισε.

Οι τραγωδίες του Αισχύλου από μόνες τους είναι μια δοκιμασία για τον σημερινό θεατή (αλλά και τον ηθοποιοό), εν αντιθέσει με εκείνες των δύο νεότερών του, Σοφοκλή και Ευριπίδη. Με πυκνό, καταιγιστικό πολιτικό λόγο, δίχως στρογγυλέματα ή μεγάλη έμφαση στην πλοκή και τη δραματουργική αφήγηση της ιστορίας, δεν προσφέρονται για να τέρψουν το κοινό και να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του –όπως εύκολα έχουμε μάθει εμείς οι θεατές να αποζητούμε τη γρήγορη και κλισέ απόλαυση. Δεν είμαστε σε θέση να περιγράψουμε όλα αυτά τα δραματουργικά μέσα που επιστράτευσε ο Τερζόπουλος για να σκηνοθετήσει την τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», ούτε μπορούμε να διανοηθούμε πόσο κόπο κατέβαλε και απαίτησε από τους ηθοποιούς του να καταβάλουν, για να την αποδώσει με πρωτόγνωρη και βασανιστική –για τους συντελεστές- πιστότητα. Ξέρουμε μόνο ότι, παρόλο που ο μύθος μάς είναι γνωστός και τις τραγωδίες που τον αφηγούνται τις έχουμε δει ξανά και ξανά από διάφορα θεατρικά σχήματα, αυτή τη φορά αγωνιούσαμε για την επόμενη σκηνή, σαν να μην είχαμε δει ή ακούσει την ιστορία ποτέ. Και τις 3,5 ώρες που χρειάστηκαν για να την αφηγηθούν ηθοποιοί, μουσική, φωτισμός και σκηνοθέτης, τις νιώσαμε σαν το πολύ μία, καθώς κάθε φορά αναρωτιόμασταν συνεπαρμένοι τι άλλο έχει σχεδιάσει ο Τερζόπουλος πάνω σ’ αυτόν τον πρωτόγνωρα μυσταγωγικό καμβά στον οποίο μεταμορφώθηκε η ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου Δωδώνης την Παρασκευή το βράδυ. Για την ακρίβεια, η αίσθηση που είχαμε στο τέλος ήταν ότι –δεν μπορεί- κάποια από τα χορικά θα κόπηκαν, κάποιος από τους μονόλογους της Κλυταιμνήστρας, του Ορέστη ή της Ηλέκτρας θα συμπυκνώθηκε. Έπρεπε να διαβάσουμε το κείμενο στο πρόγραμμα, για να διαπιστώσουμε ότι δεν έλειψε ούτε τελεία.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πόσο συγκλονιστικός ήταν ο Χορός, πόσο συγχρονισμένα, ρυθμικά και ανελέητα πειθαρχημένα σαν ένα σώμα, σαν ένα επιπλέον πρόσωπο – καταλύτη λειτούργησε στην απόδοση του μύθου. Ούτε για τις ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών, πόσο μελετημένα μηχανικές και άνωθεν υποκινούμενες, σχηματικές και αργές ήταν, χωρίς εκζήτηση και εκβιαστική υπερβολή.  Όλα τα στοιχεία της διδασκαλίας του αρχαίου δράματος φερμένα στο τώρα, χωρίς εύκολους μανιερισμούς, με την απήχηση τους να αντιλαλεί στους αιώνες των αιώνων.

Στο τέλος, πάνω από τέσσερα λεπτά χειροκροτούσαμε όρθιοι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν, φωνάζοντας επανειλημμένα «μπράβο». Κι όπως στη διάρκεια της παράστασης, κανένα δεν ξεχώρισε ή δεν τονίσθηκε από τον σκηνοθέτη παραπάνω απ’ όσο ο ίδιος ο Αισχύλος επέλεξε, ομοίως και στην υπόκλιση κανείς δεν βγήκε πιο μπροστά. Ήταν όλοι μαζί χέρι – χέρι. Κι οι περιβόητες αναφορές στην Παλαιστίνη, που τόσο μετατόπισαν την κουβέντα από την ουσία της παράστασης και τη διαχρονικότητα του πολιτικού λόγου του Αισχύλου στους συλλήβδην αφορισμούς και τα εύκολα αναθέματα, έγιναν όλο κι όλο από λίγους θεατές που σήκωσαν στο τέλος της υπόκλισης δύο σημαίες παλαιστινιακές και φώναξαν «Λευτεριά στην Παλαιστίνη». Άλλωστε, δεν είναι ζητούμενο, τα μηνύματα κάθε τραγωδίας που παρουσιάζεται στο εδώ και τώρα, να βρίσκουν τις αναφορές τους στο παρόν;  Δεν είναι παρόν και αυτό που συμβαίνει στο κράτος της Παλαιστίνης;

Είναι λίγο άδικο για το από ‘δω και μπρος και για όποια παράσταση θα ακολουθήσει μετά από την τομή στον χρόνο που δημιούργησε αυτή η πρωτόγνωρη κι από άλλο κόσμο φερμένη δουλειά. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ ξανά να δούμε οποιαδήποτε τραγωδία, οποιουδήποτε από τους τρεις κορυφαίους τραγωδούς, χωρίς να ανακαλούμε στη μνήμη μας την Ορέστεια του Τερζόπουλου. Κανένας χορός δεν θα ξεπεράσει ΑΥΤΟΝ τον χορό. Ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά, αδιανόητα ψηλά. Δύσκολα –στις μέρες μας- θα βρεθεί κάποιος να τον περάσει…

Κι ένα –ακόμη πιο- προσωπικό σχόλιο, στον πρώτο ενικό, θα μου επιτρέψετε. Πολλές φορές απογοητεύομαι από παραστάσεις, από ανθρώπους που θαυμάζω κι εκπίπτουν, υποκύπτοντας σε ευκολίες, κλισέ και στερεότυπα. Που προτιμούν το μη κοπιώδες ή συμμορφώνονται με το συλλογικά υπαγορευμένο και αποδεκτό. Έρχονται όμως στιγμές σαν την επόμενη της παράστασης μέρα, που διαπιστώνω πόσοι φίλοι και γνωστοί την είδαν και τα έχασαν, όπως κι εγώ. Και αισιοδοξώ. Καταρχάς που ήταν τόσοι άνθρωποι περισσότερο ή λιγότερο οικείοι στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης την Παρασκευή το βράδυ. Και μετά που -με τις παλινωδίες και τις λοξοδρομήσεις μας- στο διά ταύτα μάλλον κοιτάμε προς την ίδια κατεύθυνση και παραμερίζουμε το φτηνό, το ισοπεδωτικό, το απαίδευτο και το τόσο όσο, που έχει φτιάξει μια κουλτούρα – μαρμελάδα στον τόπο μας. Μια κουλτούρα που τα θέλει όλα μασημένα και στο πιάτο και απλώνεται σε πολύ λεπτή στρώση πάνω σε μια συμπαγή επιφάνεια δηθενισμού και περιφοράς παπαγαλισμένης, αμπόλιαστης γνώσης. Είμαστε τυχεροί που βλέπουμε τέτοιο θέατρο και που ανταμώνουμε νοερά ή διά ζώσης εκεί που αυτό ανεβαίνει. Τα υπόλοιπα, τα όχι τόσο βιωματικά, θα τα βρείτε παντού στο διαδίκτυο.

—————————————————-

Υστερόγραφο (τελευταίο, αλλά εξίσου με όλα τα άλλα σημαντικό): Να τα λέμε τα καλά. Chapeau στους διοργανωτές του 8ου Φεστιβάλ Δήμου Δωδώνης. Στην ώρα τους -και χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα- όλα. 9:12 άρχισε η παράσταση. Όλοι καθήμενοι, κανένας υπεράριθμος. Ακόμη κι οι επίσημοι, που έχουν τη συνήθεια να καταφτάνουν τελευταίοι, ήρθαν έγκαιρα. Ο δήμαρχος της πόλης παρών, ο δήμαρχος του δήμου Δωδώνης επίσης παρών και επιβλέπων. Ευχόμαστε να συνεχίσει έτσι το φεστιβάλ και στις επόμενες εκδηλώσεις του και η πολύ καλή διοργάνωσή του να γίνει κανόνας και αυτοματισμός.

Σχετικά άρθρα

Συνέχεια με «Ικέτιδες» του Αισχύλου στο 8ο Φεστιβάλ Δωδώνης

Ηπειρωτικός Αγών

Η συμφωνική ορχήστρα νέων του Μακάο στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης

Sold out η «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης