γιαγιά ΝΙΚΟΥ για site Custom
Απόψεις

Μικρό, ελάχιστο, πολύ

«Η γιαγιά μου Αθηνά, μου άφησε κάτι πολύ μικρό. Ελάχιστο. Μια φράση μόνο. Υπάρχει εξήγηση». Γράφει ο Νίκος Αλμπανόπουλος

Ζούσανε σε χωριό, τον Γέροντα. Άκουγαν, μα αυτά που έφταναν στ’ αυτιά τους ήταν αντιφατικά. Υπήρχε σύγχυση. Δεν πήραν την απόφαση να φύγουν. Μόλις ήρθαν οι Τούρκοι, έβαλαν τον αδελφό της με άλλους νέους άνδρες στη σειρά και τους πήραν με βήμα προς τα μέσα. Βλέποντάς τον ο πατέρας της δεν άντεξε, έμεινε στον τόπο από τη στενοχώρια του. Ήταν ένα που είδε τον γιο του ανυπεράσπιστο, ποιος το μπορεί; Κι ένα οι ενοχές ότι εξαιτίας του καθυστέρησαν.

Τότε έφυγαν οι γυναίκες άρον άρον. Κατόρθωσαν μόνες τους να φτάσουν στην παραλία, ανέβηκαν σε ένα πλοίο, ήρθαν Σύρο. Έμειναν έξι μήνες εδώ, κατόπιν Πάρο. Εκεί η γιαγιά Αθηνά παντρεύτηκε, έκανε πέντε παιδιά, απέκτησε πολλά εγγόνια. Εξαντλήθηκε. Τι δύναμη να της μείνει; Είκοσι τρία χρόνια δεν μ’ είχε πάρει αγκαλιά. Ούτε έκανε τα άλλα συνηθισμένα των γιαγιάδων. Τότε δεν το καταλάβαινα και στενοχωριόμουν.

-Δεν φοβήθηκες όταν μπήκαν οι Τούρκοι, τη ρώτησα μια φορά.

Θα είχε κέφια, γιατί μου απάντησε.

-Οι Τούρκοι; Δεν είχα να φοβηθώ τους Τούρκους. Φοβηθήκαμε όταν ήρθαν οι δικοί μας.

Μα τι έλεγε;

-Γιατί;

-Γιατί με αυτά που είδαμε ότι κάνανε, σκεφτήκαμε: τι θα γίνει άμα φύγουν αυτοί και μείνουμε μόνοι;

«Αυτοί», ήταν οι δικοί μας. Αυτά που κάνανε, ήταν στους Τούρκους της περιοχής.

Ήμουν δημοτικό όταν έγινε αυτή η μοναδική συζήτηση. Ποτέ ξανά δεν ανακίνησα το θέμα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Δεν ήμασταν εμείς οι καλοί; Έζησα πλάι στη γιαγιά Αθηνά τόσα χρόνια, αλλά δεν τη ρώτησα τίποτα άλλο για τον Γέροντα. Κρίμα. Λυπάμαι που δεν ήθελα τότε ν’ ακούσω.

Αλλά αυτό το μικρό, το τίποτα που μου ‘πε εκείνη τη μέρα, ήταν πολύ. Σιγά σιγά το κατάλαβα. Χρειάστηκε να μεγαλώσω και να διαβάσω. Ανάμεσά τους Διδώ Σωτηρίου, Κοσμά Πολίτη, Έλλη Αλεξίου -κι άλλους.

Το κουβαλάω. Δεν ήταν «ιστορία», η ιστορία είναι πολύ πιο περίπλοκη. Δεν ήταν «αλήθεια», η αλήθεια έχει διαφορετική όψη από κάθε πλευρά των συνόρων. Και σίγουρα δεν ήταν θυμός, μετά από τόσα χρόνια, με κανέναν. Από δω ή από κει. Μόνο με μένα θύμωνε η γιαγιά Αθηνά, όταν της έκλεινα την πόρτα του δωματίου μου.

Ήταν μικρό, ελάχιστο και ταυτόχρονα πολύ. Και ξέρω ότι καθόρισε ποιος είμαι περισσότερο από οτιδήποτε έχω ακούσει στο μεταξύ.