Στο μαγικό τοπίο του Αρχαίου Θεάτρου Δωδώνης, στο πλαίσιο του 9ου Φεστιβάλ Δωδώνης, παρακολουθήσαμε χθες τον Υπηρέτη δύο αφεντάδων του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Κι αν το κείμενο μπορεί να θεωρείται, από κάποιους, ξεπερασμένο ή προβλέψιμο στην πλοκή του, η παράσταση που είδαμε διέψευσε κάθε σχετική επιφύλαξη. Ήταν ένα ολοκληρωμένο θεατρικό γεγονός, που συνδύασε υψηλή αισθητική, ρυθμό και υποκριτική δεξιοτεχνία.
Ο Γιάννης Κακλέας απέδειξε για άλλη μια φορά τη μαεστρία του. Σκηνοθετικά, υπηρέτησε με αφοσίωση και σεβασμό όλες τις συμβάσεις της commedia dell’arte: τη σωματικότητα, την υπερβολή, την γκροτέσκα απόδοση, την ταχύτητα, την ανατροπή. Το αποτέλεσμα ήταν μια σφιχτή, δεμένη παράσταση με αμείωτο ρυθμό, που κράτησε το κοινό σε εγρήγορση από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή.
Στο κέντρο της παράστασης ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ως ο πολυμήχανος υπηρέτης Τρουφαλδίνο, ισορροπεί με ακρίβεια πάνω στο σχοινί της φάρσας χωρίς ποτέ να χάνει τον έλεγχο. Εύπλαστος, ακούραστος, με σπάνια σωματική εκφραστικότητα και κωμική στόφα υψηλών απαιτήσεων. Δίπλα του, η Φαίη Ξυλά αποδίδει με χάρη και σπιρτάδα τον ρόλο της Μπεατρίτσε, αποκαλύπτοντας μια πλευρά της που δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε στο θέατρο. Την έχουμε απολαύσει στο παρελθόν στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, αλλά και στην πολύ απαιτητική Φαλακρή Τραγουδίστρια του Ιονέσκο.
Ολόκληρος ο θίασος λειτούργησε ως ενιαίο, ρυθμισμένο σώμα. Οι ηθοποιοί ανέδειξαν με καθαρότητα και ένταση τους χαρακτήρες τους, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό ύφος και την ομαδική χημεία. Ο ένας «έχτιζε» πάνω στον άλλον, δίνοντας χώρο, υποστηρίζοντας και ενισχύοντας το κοινό αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε υπερβολή μετατράπηκε σε εργαλείο εντός του πλαισίου, και κάθε σκηνή είχε τη δική της ενέργεια, γιατί όλοι -από τον πιο κεντρικό ρόλο μέχρι την πιο μικρή εμφάνιση- συνέβαλαν ουσιαστικά στη θεατρική εμπειρία.
Αφανής αλλά καθοριστικός αφηγητής της παράστασης ο επί σκηνής μουσικός Βάιος Πράπας, που με ζωντανή παρουσία και διακριτική ευφυΐα την «έντυσε» μουσικά, υπογραμμίζοντας τον ρυθμό και ενισχύοντας τη σκηνική δράση χωρίς να επισκιάζει.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν τα σκηνικά και τα κοστούμια: πλούσια, ευφάνταστα, με έντονα χρώματα και επιμελημένες λεπτομέρειες, συνόδευαν την παράσταση χωρίς να την επιβαρύνουν, ενώ η σκηνογραφική εναλλαγή των πράξεων γινόταν με εξυπνάδα και ροή. Τα ιντερλούδια -συχνά περιθωριοποιημένα ή «κομμένα» σε άλλες παραγωγές- εδώ εντάχθηκαν οργανικά στην πλοκή και πρόσθεσαν δυναμική, σχολιάζοντας, υπογραμμίζοντας, επεκτείνοντας τα τεκταινόμενα.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα θέαμα χάρμα οφθαλμών και ώτων. Μια παράσταση που τιμά την κωμωδία ως είδος, απογειώνοντας το –κατά τόπους φθαρμένο– κείμενο μέσα από δημιουργική σκηνοθεσία, δεινές ερμηνείες και καλοζυγισμένη αισθητική.
Σε έναν χώρο τόσο φορτισμένο όσο το αρχαίο θέατρο Δωδώνης, το γέλιο –ειλικρινές και αβίαστο– αντήχησε σαν φόρος τιμής στο αιώνιο παιχνίδι της τέχνης με τον χρόνο. Και αυτή η παράσταση έπαιξε το παιχνίδι της με εξαιρετικούς όρους.
