Ξεχνάμε, καθώς μεγαλώνουμε, πόσα λόγια και μουσικές έντυσαν στιγμές –μικρές και μεγάλες- της ζωής μας. Πόσοι στεναγμοί μας ανακατώθηκαν με τα τραγούδια του, πόσοι λυγμοί μας καταλαγιάσανε από τις μελωδίες του. Και μετά –πολλά χρόνια μετά- ανταμώνουμε με εκείνα τα πρώτα βουρκώματα και τα αφήνουμε να γίνουν δάκρυα λυτρωτικά. Είναι μια συμφιλίωση με όσα κάποτε μας βάραιναν και σήμερα είναι οι μνήμες μας, μέρος της ταυτότητάς μας, σταθμοί στο σύντομο πέρασμά μας από αυτό που οι ποιητές αποκαλούν «ζωή».
Μια συναυλία λοιπόν με μαέστρο τον μοναδικό εν ζωή από τους τέσσερις μεγάλους έλληνες συνθέτες δεν μπορεί να είναι απλώς μια εκδήλωση. Είναι κάτι άλλο –βιωματικό, βαθύ, μυστηριακό, σχεδόν τελετουργικό. Ιδιωτικό και συλλογικό συνάμα. Ξεκινήσαμε όλοι από τα σκοτεινά μας. Από τις μικρές μας ήττες και τις μεγάλες μας ελλείψεις, τις καθημερινές φθορές, τους θυμούς, τις ασέβειες, τις βιασύνες. Όμως, όταν ανέβηκε στη σκηνή αυτός ο αιώνιος έφηβος της ελληνικής μουσικής –με τη γνώση και την πειθαρχία στρατηγού, και την ευαισθησία ανθρώπου που κουβαλάει μέσα του το παιδί που έπαιζε κάποτε πιάνο στο σαλόνι του- όλα φωτίστηκαν αλλιώς. Σαν να μαζευτήκαμε στο θέατρο της Δωδώνης το Σάββατο το βράδυ όχι μόνο για να ακούσουμε μουσική, αλλά για να βρούμε κομμάτια χαμένα από την ψυχή μας και να τα πάρουμε πίσω λαμπερά, καθάρια, ξεπλυμένα από τη σκουριά της αχρηστίας, αναβαπτισμένα στο φως της αποκατάστασης και της συγχώρεσης.
Μία ώρα και σαράντα λεπτά, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Οι αναστεναγμοί του μπουζουκιού, τα ξέφτια του ρεμπέτικου που ενώθηκαν με τις χορδές της συμφωνικής γραφής, τα τραγούδια που έχουμε λατρέψει από στόματα αλλιώτικα αυτή τη φορά, καινούρια -γενναία, όμως, στιβαρά ερμηνευμένα. Μας έλειψαν τα φάλτσα της Καρέζη και της Μερκούρη, οι τσαχπίνικοι λαρυγγισμοί της Βουγιουκλάκη, η βραχνάδα της Μοσχολιού, που είχαν φτιάξει με τις φωνές τους μια δική τους μελωδία μέσα στη μελωδία του Ξαρχάκου. Όλα τους ήταν εκεί, ωστόσο, χωρίς να ακούγονται. Γιατί οι φωνές των δύο τραγουδιστών δεν ήρθαν να ξεπεράσουν τους πρώτους ερμηνευτές, αλλά να τους συντροφεύσουν. Ο Μάριος Φραγκούλης, με την πειθαρχία και την ευγένεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, κράτησε την ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική αρτιότητα και την ανθρώπινη συγκίνηση. Η Ηρώ Σαΐα, γήινη και φωτεινή, έδωσε μια νέα πνοή στα τραγούδια. Μαζί –δίπλα, ποτέ πάνω από τη μουσική– έγιναν μέρος του τοπίου, σαν να τους γεννούσε η ίδια η πέτρα της Δωδώνης.
Κι ύστερα ο ίδιος ο Ξαρχάκος. Ο άνθρωπος που δεν διστάζει να πειράξει τις μουσικές του, να τις ξαναγράψει, να τις δοκιμάσει αλλιώς, για να μην γίνουν μνημείο και αρχειακή ύλη. Που παθιάζεται μαζί τους σαν να τις παρουσιάζει για πρώτη φορά, με το κορμί του όρθιο να ορμάει μπροστά σαν να κουβαλάει ολόκληρο το ελληνικό τραγούδι –όχι από χρέος, αλλά από απέραντη αγάπη. Και δεν διευθύνει μόνο –μεταγγίζει. Στον κόσμο, στους μουσικούς, στον αέρα. Είναι εδώ όχι ως ένας σπουδαίος που έχει υπάρξει, αλλά ως κάποιος που επιμένει να είναι.
Και μαζί του, μια ορχήστρα δεμένη σαν ανάσα. Όχι κομπάρσοι, αλλά συνοδοιπόροι σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια παράσταση. Μουσικοί εξαιρετικοί –με ευαισθησία, με εσωτερική ένταση, με την ακρίβεια της παρτιτούρας και την τόλμη της στιγμής. Κανένα όργανο δεν περίσσευε, καμία φωνή δεν έμπαινε για να γεμίσει απλώς τον χώρο. Όλα ήρθαν να υπηρετήσουν το όραμα του Ξαρχάκου: να πάρει το γνώριμο και να το κάνει νέο, χωρίς να το προδώσει. Η ενορχήστρωση –στιβαρή, τολμηρή, σχεδόν λυρική κάποιες στιγμές– αναδείκνυε ακόμη και τις πιο χιλιοπαιγμένες νότες σαν να μην είχαν καταγραφεί ποτέ στη μνήμη. Κι ας περνούσε από μέσα μας το σύνολο της μεταπολεμικής Ελλάδας -ο πόνος και η αντίσταση, ο έρωτας και η προδοσία, το χώμα και η θάλασσα, το σινεμά και τα υπόγεια. Αλλά δεν ήταν μια επανάληψη του παλιού. Ήταν καινούριο, γι’ αυτό και συγκλονιστικό.
Θα θυμώσουμε άλλη φορά για τα άλλα. Για το encore που δεν ήρθε ποτέ. Για τους υπεράριθμους που πέρασαν και στο δεύτερο διάζωμα στο οποίο γίνονται εργασίες αναστήλωσης. Για τους θεατές που σηκώθηκαν (για πολλοστή φορά) στην υπόκλιση με τη γνωστή πρεμούρα να πάνε πρώτοι στα αμάξια τους. Για τις ιδιωτικές εκτάσεις έξω από τον αρχαιολογικό χώρο που φέτος δεν νοικιάστηκαν, με αποτέλεσμα να παρκάρει ο κόσμος πάνω στον δρόμο, σε παρόδους, σε κοντινά χωριά. Το Σάββατο το βράδυ δεν είχε χώρο για θυμό. Μόνο απέραντη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που ζήσαμε, νιώσαμε και τραγουδήσαμε με όλη μας την καρδιά –ανοιχτή και συντονισμένη με μια μεγαλειώδη παρουσία ενός μικροκαμωμένου θαυματοποιού.
