Η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η χειρότερη θέση μεταξύ των 11 χωρών, που έχουν ήδη αναλύσει σε αυτή τη φάση τα δεδομένα που συγκέντρωσαν, καθώς το 36,5% των γυναικών, που συμμετείχαν στην έρευνα με τίτλο «Έμφυλη βία κατά των γυναικών και άλλες μορφές διαπροσωπικής βίας στην Ελλάδα», δηλώνει θύμα κακοποίησης. Την έρευνα υλοποίησε στη χώρα μας το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2023 σε δείγμα σχεδόν 12.000 γυναικών ηλικίας 18-74 ετών.
Όσον αφορά την περιοχή κατοικίας των ερωτώμενων γυναικών, παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά Περιφέρεια. Ειδικότερα, από το σύνολο των γυναικών του δείγματος που κατοικούν στην Αττική, μια στις δύο γυναίκες δηλώνει ότι έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία, ενώ υψηλά ποσοστά δηλώνονται και από τις γυναίκες που κατοικούν στην Κρήτη (46,6%), στην Κεντρική Μακεδονία και τη Δυτική Ελλάδα (34,4%) αλλά και στα Ιόνια Νησιά (31,2%). Το ποσοστό στην Ήπειρο (14,9%) είναι το δεύτερο χαμηλότερο, μετά από αυτό στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη (13%).
Επιπρόσθετα, ο βαθμός αστικοποίησης της περιοχής κατοικίας φαίνεται να διαφοροποιεί το ποσοστό των γυναικών του δείγματος, οι οποίες είναι θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας, καθώς τα αντίστοιχα ποσοστά φθίνουν, κυμαινόμενα από 42,2% σε 22,6%, όσο λιγότερο πυκνοκατοικημένες είναι οι περιοχές κατοικίας των ερωτώμενων γυναικών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά, που γίνεται μια ποσοτική μέτρηση για την έμφυλη βία στη χώρα μας μέσα από ένα πολύ μεγάλο δείγμα, και έχουμε μάλιστα μια ποσοτική αποτίμηση των διαφορετικών μορφών βίας και όχι απλώς ένα γενικό νούμερο, ενώ επίσης για πρώτη φορά έχουμε δεδομένα και για τις 13 περιφέρειες της χώρας.
Το πιο ουσιώδες εύρημα της έρευνας είναι πως το 90,1% των γυναικών πιστεύουν ότι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας από στενό/ή σύντροφο στην Ελλάδα σήμερα, είναι αρκετά ή πολύ συχνή, σαν μια εμπεδωμένη πια κατάσταση. Άλλα ευρήματα είναι ότι η σωματική κατά κύριο λόγο και η σεξουαλική βία δευτερευόντως αναφέρθηκαν συχνά στις σχέσεις των γυναικών με τον τωρινό ή κάποιο πρώην σύντροφο, καθώς και ότι η σωματική και η σεξουαλική βία κατά των γυναικών σε πολλές περιπτώσεις αφορά πολύ συχνά και άνδρες δράστες, που δεν είναι σύντροφοι των θυμάτων.
Ως σημαντικό εύρημα αξιολογείται, ακόμη, το ότι η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο της εργασίας αποτελεί ένα επίσης σημαντικό πεδίο, όπου οι άνδρες, τις περισσότερες φορές ευρισκόμενοι σε υψηλότερη ιεραρχική θέση συγκριτικά με τις γυναίκες, κάνουν κατάχρηση της θέσης τους και ασκούν βία κατά των εργαζόμενων γυναικών. Ενδεικτικά, οι περισσότερες από τις μισές γυναίκες του δείγματος νεότερων ηλικιών, οι οποίες εργάζονται ή έχουν εργαστεί στο παρελθόν, αναφέρουν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας.
Επιπρόσθετα, παρατηρείται αξιόλογο ποσοστό μη εμφανούς παρακολούθησης/παρενόχλησης (stalking) των νεότερων σε ηλικία γυναικών (μια στις τρεις νέες γυναίκες υφίσταται τέτοιες συμπεριφορές). Το φαινόμενο αυτό μπορεί να μεταφραστεί στη λήψη ανεπιθύμητων μηνυμάτων (και μέσω κοινωνικών δικτύων), τη λήψη άσεμνων, απειλητικών ή ενοχλητικών τηλεφωνημάτων, την εμπειρία στενής παρακολούθησης, την προσβολή ή/και τον εξευτελισμό τους (και μέσω κοινωνικών δικτύων) κ.λπ.
Από το σύνολο των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα και έχουν ή είχαν στενή σχέση, σχεδόν το 42% έχουν βιώσει ένα ή περισσότερα περιστατικά/επεισόδια ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας από κάποιον (νυν ή τέως) στενό τους σύντροφο κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους.
Ειδικότερα ανά ηλικιακή ομάδα, διαπιστώθηκε ότι το 23,49% των γυναικών ηλικίας 18-29 ετών και περίπου 2 στις 10 γυναίκες 30-44 ετών έχουν υποστεί σεξουαλική βία που αφορά την ανεπιθύμητη σεξουαλική συμπεριφορά που επιβάλλεται συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και της απόπειρας βιασμού.
Επίσης, περισσότερες από 2 στις 5 γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα (42,6%) και εργάζονται ή είχαν εργαστεί στο παρελθόν φέρονται να έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία τους τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Σε σχέση με τη μη εμφανή παρακολούθηση (stalking) το 26,1% δήλωσε πως έχει βιώσει κάποια μορφή της, με το κυρίαρχο συναίσθημα να είναι ο φόβος για την ασφάλειά τους.
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό των γυναικών που έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία ανέρχεται στο 29,6%. Το 18,1% δήλωσε ότι έχει υποστεί σεξουαλική βία και το 36,5% σωματική ή σεξουαλική βία. Σε πολλές περιπτώσεις ο θύτης είναι ο σύντροφος της γυναίκας με το 20,4% να αναφέρει σωματική βία, το 5,9% σεξουαλική βία και το 21,7% σωματική ή σεξουαλική βία.
Η ψυχολογική βία, η οποία ασκείται μόνο σε στενές σχέσεις συντρόφων, εμφανίζεται ως η πιο συχνή μορφή βίας που δηλώνουν ότι υφίστανται οι γυναίκες σε ποσοστό 40,4%.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τη μεθοδολογία της έρευνας, η ψυχολογική βία περιλαμβάνει συμπεριφορές που παραπέμπουν σε πράξεις συναισθηματικής κακοποίησης και ελεγκτικής συμπεριφοράς (ενδεικτικά αναφέρεται η υποτίμηση και ταπείνωση, απαγόρευση επαφής με φίλους, γονείς ή συγγενείς, απειλή κακοποίησης των παιδιών ή στέρησης των γονεϊκών δικαιωμάτων κ.λπ.).
Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας είναι διαθέσιμα εδώ.
