Αίθουσα ΣύνταξηςΙστορίες

Άκης Πάνου, η ζωή του όλη

Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης.

Γεννήθηκε ως το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας, το 1933 στην Καλλιθέα και ονομάζεται Αθανάσιος-Δημήτριος -όλοι τον μάθανε όμως ως Άκη, Άκη Πάνου. Ο πατέρας του φτωχός βιοπαλαιστής με άκρες στο στρατοκρατούμενο εκείνη την εποχή σύστημα εξουσίας κι η μάνα του οικιακά. Όπως και τόσοι άλλοι στη γειτονιά που μεγάλωσε, από νωρίς μετρήθηκε με την έντονη φτώχεια. Στα πρώτα του παιδικά χρόνια, μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τσιγάρα και κουλούρια στον δρόμο. Παράτησε το Δημοτικό προτού το τελειώσει και ως εκ τούτου οι γραμματικές του γνώσεις λειψές, στοιχεία ανάγνωσης και γραφής μόνο. Αργότερα συνέχισε να δουλεύει σε πολλές δουλειές του ποδαριού, όπως εργάτης σε εργοστάσιο, σε τυπογραφείο, βοηθός μηχανικού, καταμετρητής υδρομέτρων στην Κρήτη, σκαλιστής κοσμημάτων από όστρακο κ.ά. Στα εννιά του χρόνια μυείται στον κόσμο της μουσικής από ένα από τα αδέλφια του και ξεκινά τις πρώτες εμφανίσεις του ως μουσικός. Ικανό παιδί κατάφερε να γίνει κατασκευαστής μουσικών οργάνων με δάσκαλο τον αδελφό του, να μάθει μουσική χωρίς ωδείο, να μορφωθεί στον δρόμο.

Στα 17 του, επαναστατεί στην εξουσία του πατέρα του. Που, όπως κάθε κλασικός Έλληνας πάτερ φαμίλιας, μοίραζε σφαλιάρες και χριστοπαναγίες, απαιτώντας να μην τον ενοχλήσουνε στο μεσημεριανό του ύπνο ή να μην σφυρίζουμε μπροστά του γιατί το θεωρούσε αγένεια. «Αρχηγού παρόντος κάθε αρχή παυσάτω», έλεγαν εκείνες τις εποχές και αληθινός τρόμος επικρατούσε, πολλές δεκαετίες πριν τα me too, τα cancel και τα woke. Ο Άκης λέει «θα πάγω σε άλλη γη…» και το σκάει από το πατρικό σπίτι του. Για να ζήσει με τη Δήμητρα που είναι ερωτευμένος. Ζήσανε μαζί τέσσερα χρόνια και τελικά παντρεύονται το 1954. Εξαιτίας όμως μιας εγκυμοσύνης της Δήμητρας, που οι γονείς της την υποχρέωσαν να διακόψει, αυτή δεν μπορεί να ξαναμείνει έγκυος. Ο Άκης, που ήθελε σφοδρά να αποκτήσει παιδιά –για να νικήσει τον θάνατο, βρήκε μια άλλη γυναίκα, την Άννα. «Δεν θα παντρευόμουνα ξανά», είπε ένα βράδυ στον ποιητή Γιώργο Χρονά, «αν η Δήμητρα -η πρώτη μου γυναίκα- έκανε παιδιά. Ήθελα παιδιά και μου τα ‘δωσε η Άννα». Διατηρώντας όμως και τη σχέση του με την Δήμητρα. Στο σπίτι που ζούσε η Δήμητρα στα Πατήσια υποδεχόταν ο Άκης τους φίλους του, η Δήμητρα τους έφερνε τις μπύρες τους και τους μεζέδες τους, όσο ο Άκης «γούσταρε» μαζί τους. Αν και ο Πάνου είχε δημιουργήσει στο μεταξύ, εν γνώσει της Δήμητρας, άλλη οικογένεια. Για ένα διάστημα μάλιστα, τα παιδιά του με τη μητέρα τους Άννα έμειναν μαζί με τη Δήμητρα. Όλοι μαζί. Τελικά το 1993 ο Πάνου παντρεύτηκε την Άννα, παίρνοντας επίσημα διαζύγιο από τη Δήμητρα. Η Άννα, αργότερα, σε μια συνέντευξή της, παραδέχθηκε ότι αυτή υπήρξε μόνο μάνα των παιδιών του Άκη, γυναίκα του υπήρξε μόνο η Δήμητρα. Με την Άννα απέκτησαν τέσσερα παιδιά- ισάριθμα με τα παιδιά της πατρικής του οικογένειας. Στα οποία ο Άκης, υιοθετώντας την αξίωση του πατέρα του να απευθύνονται τα παιδιά του σε αυτόν στον πληθυντικό, είχε απαιτήσει και αυτός να του μιλούν στον πληθυντικό. Τελικά, δεν διαφοροποιήθηκε πολύ από τον πατέρα του! Υπήρξε κι αυτός πατέρας αυστηρός, όπως ήταν οι περισσότεροι παλιοί. Με τον τρόπο του όμως ήταν και τρυφερός και ακατανόητος για τα παιδιά του, αφού ζήτησε από τα μικρά δίδυμα αγόρια του- όπως θυμούνται τα ίδια- όταν πεθάνει, τη στάχτη του να την σκορπίσουνε στις τρεις κορφές της Κρήτης -ακόμα αναρωτιούνται γιατί στην Κρήτη;

Τέλος της δεκαετίας του ’50 αρχίζει το έργο του ως συνθέτης, έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Το 1975, διαμαρτύρεται στον Μάνο Χατζιδάκι που δεν μετέδιδε  το Τρίτο Πρόγραμμα, που διεύθυνε, τα τραγούδια του. Το 1982 αποχωρεί ουσιαστικά από τη δισκογραφία λέγοντας πως το κάνει «λόγω της υπερεκμετάλλευσης των εταιρειών δίσκων. Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεκτό από εμένα». Νέτα, σκέτα! Με λόγια που λίγοι ή κανένας άλλος δεν είχε πει. Το 1986, ενοχλημένος από την πολιτική των μουσικών εταιρειών απέναντι του αλλά και πιεσμένος οικονομικά, μετακομίζει με την οικογένεια του από την Αθήνα στην Ξάνθη -όπου ο Πάνου διατηρούσε ερωτικό δεσμό με άλλη νεαρή κυρία, όπως κάποιος δημοσιογράφος σφυρίζει. Στην Ξάνθη, το σπίτι νοικιασμένο, με οροφή να στάζει. Και από την άλλη, στην Αθήνα, η Δήμητρα να τον περιμένει διαρκώς. Κι αυτός μοιρασμένος ανάμεσα σε Ξάνθη και Αθήνα, έχοντας συντροφιά τον σκύλο του Σαραβάκο -ήταν Παναθηναϊκός- να ζει συγκεντρώνοντας δίπλα του τραγουδιστές, οργανοπαίκτες, καλλιτέχνες, θαυμαστές που τους ιερουργούσε την τέχνη του και τη ζωή του, μην επιτρέποντας ποτέ κι από κανέναν μύγα στο σπαθί του.. .Το 1994 στο κέντρο «Εννέα όγδοα» στην οδό Αχαρνών, που εμφανίζεται για λίγο, στήνει το πάλκο σε δύο σειρές, μπροστά να κάθονται οι μουσικοί (όπως ήταν και ο αδελφός του, ο δάσκαλός του) και πίσω οι τραγουδιστές, τους οποίους θεωρούσε ως λιγότερο σημαντικούς.

Τα επόμενα χρόνια αποσύρεται από τη δημοσιότητα. Ξανασχολείται με τη ζωγραφική και τη μικρογλυπτική -ήταν σκαλιστής από παλιά, το ‘παμε. Στο καλύτερο μπουζούκι του σκαλίζει την εικόνα της αγαπημένης κόρης του Ελευθερίας (που είχε το όνομα της μάνας του) και τη φωτογραφία αυτού του έργου τη βάζει στο εξώφυλλο ενός δίσκου του. Λέγεται ότι είχε ασπαστεί τη θρησκεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, από την οποία αποστασιοποιήθηκε μετά τον φόνο του Σωτήρη Γιαλαμά, του δεσμού της κόρης του, της Ελευθερίας. Ο Άκης Πάνου είχε εκφράσει την έντονη διαφωνία του στη σχέση αυτή θεωρώντας ότι ο Γιαλαμάς, ως ακόμα εν διαστάσει και πατέρας πεντάχρονου παιδιού και ως άνθρωπος του υποκόσμου, δεν ήταν καλή επιλογή για την κόρη του. Το 1997, ο Πάνου «τα πήρε κρανίο» όταν είδε τον Γιαλαμά να έχει έρθει στο σπίτι τους μετά από παρασκηνιακή πρωτοβουλία της ήδη εγκύου από αυτόν Ελευθερίας και της μάνας της, για να τα βρουν. Ο Πάνου δεν δέχτηκε καν να συνομιλήσει μαζί του και τον έδιωξε. Μόλις ο Γιαλαμάς ξεκίνησε να φύγει και πήγε να τον ακολουθήσει η Ελευθερία, ο Πάνου βρέθηκε αδύναμος να διαχειριστεί το επικείμενο φευγιό της κόρης του και ρίχνει τρεις σφαίρες στον Γιαλαμά. Για να σταματήσει την κόρη του! Η τρίτη τον βρήκε στο κεφάλι και τον σκοτώνει. Στην απολογία του υποστήριξε «…Δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω. Όλα έγιναν σε μια κακιά στιγμή. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου…». Απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου δηλώνει στους δικαστές «Δεν μετανόησα διότι δεν εννόησα, δεν εννόησα να τον σκοτώσω». Το δικαστήριο τον καταδίκασε το 1998 σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δεν του αναγνώρισε ελαφρυντικά, ούτε αυτό του πρότερου εντίμου βίου και συμπλήρωσε «…δεν μπορεί η καλλιτεχνική του προσφορά να θεωρηθεί πολιτισμική προσφορά». Τότε, «δρυός πεσούσης», αναμενόμενα, πολλοί αρχίσανε να λένε για τον Πάνου πως ήταν «χαρτοπαίκτης», «χασικλής», «μισογύνης», «φασίστας», «εθνικιστής», «άνθρωπος απόλυτος με απαρχαιωμένες ιδέες, που ποτέ δεν κατάφερε να ακολουθήσει τις εξελίξεις της εποχής του», «πως είχε διπλή ηθική, άλλα ίσχυαν για τον εαυτό του, άλλα για τους άλλους». Φίλοι και θαυμαστές του λένε, από την άλλη, γι’ αυτόν ότι ήταν «από τους πιο σημαντικούς αντισυμβατικούς συνθέτες που ‘γραψε τραγούδια λαϊκά, βαθιά αριστοκρατικά, θριάμβου ή πτώσης, θανάτου ή ζωής»,  «λαϊκός φιλόσοφος», «ο πιο αυταρχικός δημοκρατικός», «αναρχικός», «άνθρωπος με βαρύτητα στα λόγια του και σιγουριά, με έναν δικό του κώδικα τιμής».

Μετά τη δολοφονία, τα ανήλικα παιδιά του και η μητέρα τους Άννα, κατ’ απαίτηση του Πάνου, μετακόμισαν στην Κρήτη, όπου τους ακολούθησε αργότερα και η Ελευθερία. Ο Πάνου έμεινε στη φυλακή έως ότου οι γιατροί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο παγκρέατος. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο «Μεταξά», μόνος του σε ένα δωμάτιο με τυπική φύλαξη, ενώ είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση για απαγόρευση άλλων επισκέψεων με εξαίρεση μόνο την αδερφή του Μίνα -που χε ο ίδιος ορίσει. Στις 7 Απριλίου άφησε την τελευταία του πνοή. Έναν χρόνο αργότερα πέθανε και η Δήμητρα, η πρώτη σύζυγος του Άκη, από νεφρική ανεπάρκεια. Στις 7 Απριλίου 2009, ακριβώς οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του, ο γιος του Στέφανος (που ‘χε το όνομα του πατέρα του) αυτοκτόνησε στο διαμέρισμα που κατοικούσε στη πλατεία Βάθη στο κέντρο της Αθήνας. Έκανε, είπαν, χρήση ναρκωτικών.

Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Άκη Πάνου ξεκίνησαν και οι δικαστικές διαμάχες για την τεράστια πνευματική κληρονομιά του. Αντιμέτωποι στα δικαστήρια τέθηκαν η σύζυγος Άννα και οι δίδυμοι γιοι του Πάνου από τη μια μεριά, και από την άλλη η θεία τους, η αδερφή του πατέρα τους Μίνα Πάνου. Στα χέρια της Μίνας Πάνου βρίσκεται ήδη το μερίδιο της περιουσίας του Άκη Πάνου, που βρισκόταν στην κατοχή της Δήμητρας, η οποία είχε εκχωρήσει στη Μίνα το 33,3% των πνευματικών δικαιωμάτων που της είχε πρωτύτερα εκχωρήσει ο Άκης Πάνου -για να έχει ιατρική περίθαλψη και ασφάλεια όσο εκείνη ήταν άρρωστη, όπως και τη χρήση του σπιτιού που κατοικούσε.

Σαν κινηματογραφική σκηνή υπήρξε η τελευταία συνάντηση του Πάνου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, για τον οποίο είχε πει με θαυμασμό πως «όλοι οι τραγουδιστές σε ένα καζάνι δεν κάνουν τον Καζαντζίδη». Σε μια από τις μεταφορές του Πάνου από τις φυλακές στο νοσοκομείο για θεραπεία, το περιπολικό έκανε μια ενδιάμεση στάση «στο ταβερνάκι του Κούμπουρα», όπου βρισκόταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Οι δυο καλλιτέχνες αγκαλιάστηκαν στη μέση του δρόμου, και οι διερχόμενοι επιβάτες του λεωφορείου της γραμμής, βλέποντας τη συνάντηση αυτή, αποβιβάστηκαν επί τόπου για να γλεντήσουν μαζί τους. Το γλέντι αυτό κράτησε εφτά – οκτώ ώρες που οι αστυνομικοί περίμεναν με πολλή υπομονή και σεβασμό να τελειώσει. Σε λίγες μέρες ο Πάνου δεν ζούσε πλέον.

Ανάμεσα στα κομμάτια του, που πλέον έχουν καταστεί κλασικά, είναι το «Ξημέρωσε καλή μου», «Θα κλείσω τα μάτια», «Ρολόι κομπολόι», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός», «Δεν κλαίω για τώρα», «Κοίτα με στα μάτια», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Η ζωή μου όλη» που είπαν φωνές όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, η Πόλυ Πάνου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Μαρινέλλα, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Στράτος Διονυσίου και πολλοί άλλοι.

Το άρθρο αυτό ξεκίνησα να το γράφω κατά πρώτον ως ψυχίατρος. Για να υπερασπιστώ, με παράδειγμα, την ιδιαίτερη συμπεριφορά του Πάνου, τη δυνατότητα των ανθρώπων να συμπεριφέρονται διαφορετικά, αντισυμβατικά, χωρίς κατ’ ανάγκη να τους αποδίδεται ψυχοπαθολογία. Πιστεύω πως είναι καιρός πια όλοι μας να σταματήσουμε να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία είναι μια ομογενοποιημένη μάζα, ένας χυλός αδιάκριτων μεταξύ τους ανθρώπων ή ομάδων, που μοιάζουν όλοι μεταξύ τους και με εμάς, κατέχοντας όλοι ίση απόσταση από τη λογική, και οι μόνοι διακριτοί, και για αυτό αποσυνάγωγοι, είναι οι τρελοί!  Κατά δεύτερο, ξεκίνησα να το γράφω, για να πω πως όλοι, ακόμα και ο Πάνου και ο Καζαντζίδης και πολλοί άλλοι, είμαστε εξαρτήματα του χρόνου, του τωρινού που φεύγει και του μελλοντικού που έρχεται, φέρνοντας άλλους, δικούς του ανθρώπους και άλλα καινούργια ευαγγέλια. Ανθρώπων που στην εποχή τους συγκίνησαν κόσμο, αγαπήθηκαν, κυριάρχησαν. Και τελευταία, έτσι που έχει αρχίσει να απλώνεται πάνω από την κοινωνία μια νοσταλγία για τον παρελθόντα χρόνο, που εκφράζει κυρίως μια ανάγκη απόδρασης από ένα εχθρικό παρόν, μια ανάγκη να πιαστούν οι άνθρωποι από ένα άλλοτε και αλλού που δεν θα έχει τον ψυχρό φωτισμό του εδώ και τώρα, τέτοιοι καλλιτέχνες ξανανακαλύπτονται και ξαναγαπιούνται.

Ξέχωρα πάντως από τις αρχικές μου επιδιώξεις, στην πορεία γραφής του άρθρου, μαγεύτηκα με τη φλόγα του Άκη Πάνου, τον αγώνα του και τις διαφυγές του. Μια φλόγα που δεν χωρά σε λέξεις, μια φλόγα που νιώθω πως δεν μπόρεσα να αποδώσω ακριβώς στο κείμενό μου. Ούτε και ο ίδιος όμως μπόρεσε να την εκφράσει μόνο με λόγια -ίσως γι ‘αυτό χρησιμοποίησε την Τέχνη του, τη μουσική και τα τραγούδια!

Σχετικά άρθρα

Άκης Πάνου: Πριν, Τώρα, Πάντα

Ηπειρωτικός Αγών