Τα άγνωστα τοπωνύμια
Καθώς ξεκίνησα πριν μερικά χρόνια να αναλύω το περιεχόμενο των φωτογραφιών που είχε τραβήξει στις αρχές του εικοστού αιώνα ο θείος της γιαγιάς μου (βλ. «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: 1898-1944», εκδόσεις Καπόν), συνάντησα ένα απρόσμενο εμπόδιο. Μαζί με τις φωτογραφίες είχαν διασωθεί και μερικές κάρτες στις οποίες ο φωτογράφος είχε σημειώσει λεζάντες για τις εικόνες. Υπέθεσα πως έχοντας στα χέρια μου τις φωτογραφίες μαζί με τα τοπωνύμια στις λεζάντες, θα αναγνώριζα γρήγορα τις τοποθεσίες που απεικόνιζαν (Εικόνα 1).

Όμως κάποια από τα τοπωνύμια δεν τα έβρισκα στο χάρτη, όπως τα Αληζότ Τσιφλίκ, Αρίνιστα, Μπιζντούνι. Κατάλαβα πως τα μέρη αυτά έκτοτε είχαν μετονομαστεί. Αληζότ Τσιφλίκ λεγόταν ο Γεροπλάτανος πριν τον Αύγουστο του 1927. Η Αρίνιστα μετονομάστηκε την ίδια εποχή σε Κτίσματα. Το (Μέγα) Μπιζντούνι έγινε Ελεούσα το 1950. Το Μπάρτζι και το Σούλι Ντίνο, όπου η οικογένεια του Νισήμ είχε τσιφλίκια, μετονομάστηκαν σε Επισκοπικό και Σουλόπουλο στην περίοδο 1927-28.
Οι φωτογραφίες από τον Γεροπλάτανο
Στη συλλογή του Νισήμ Λεβή βρήκα δύο γυάλινες φωτογραφίες από το Γεροπλάτανο – Αληζότ Τσιφλίκ. Είναι τραβηγμένες από το δρόμο που συνδέει το Καλπάκι με το Μπουραζάνι. Η πρώτη (Εικόνα 2) απεικονίζει τον Αυστριακό υποπρόξενο και φίλο του Νισήμ, Μαρσέλ βον Φροσάρ, ο οποίος υπηρέτησε στα Ιωάννινα από τον Ιούλιο του 1910 μέχρι το Μάιο του 1911. Στη φωτογραφία του Νισήμ, ο βον Φροσάρ φαίνεται να ετοιμάζεται με τη μανιβέλα να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο μάρκας De Dion Bouton. Πίσω από το αμάξι στέκεται ο καβάσης (φρουρός) του Αυστριακού προξενείου με τον δικέφαλο αετό, το θυρεό της Αυστρίας στο φέσι του. Για να τραβήξει τη φωτογραφία, ο Νισήμ είχε σκαρφαλώσει στην απότομη βουνοπλαγιά.
Ο Νισήμ Λεβής επέστρεψε στο ίδιο σημείο με μια άλλη παρέα και με άλλο όχημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 (Εικόνα 4). Η παρέα κατευθυνόταν προς το Μπουραζάνι κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα.
Διατηρείται επίσης και μια φωτογραφία (Εικόνα 3) του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Ήπειρο, με ένα δικό τους όχημα, η οποία τραβήχτηκε στις αρχές του 1917, όταν οι σύμμαχοι της Αντάντ χρησιμοποίησαν το «τρίγωνο του Πωγωνίου», ανάμεσα στην Κακαβιά, το Καλπάκι και την Κόνιτσα για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους στη Μακεδονία (βλ. σχετικό άρθρο στον ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ στις 24.12.2024).

Ο δρόμος περνάει πάντα από το σημείο αυτό στις μέρες μας. Ωστόσο η πυκνή βλάστηση που έχει αναπτυχθεί γύρω από το οδόστρωμα κρύβει τη θέα του Γεροπλάτανου.
Εκεί λοιπόν είχε τα τσιφλίκια του ο περίφημος Αληζότ Πασάς, τον οποίο εκτόπισε από το πασαλίκι των Ιωαννίνων ο Τεπελενλής Αλή Πασάς το 1788. Σε μια ιστορία όπου είναι δύσκολο κανείς να ξεχωρίσει τον λαϊκό μύθο από τα πραγματικά γεγονότα, η πρωταγωνίστρια Αϊσέ ανεβοκατέβαζε πασάδες στο θρόνο των Ιωαννίνων στα χρόνια του αδελφού της Χατζή Αχμέτ (Μεχμέτ), του «Καλού Πασά». Βλέποντας την επέκταση της κυριαρχίας του Αλή Πασά στην περιοχή, η Αϊσέ οργάνωσε την δολοφονία του αδύναμου συζύγου της και πασά των Ιωαννίνων Σουλεϊμάν για να ανεβάσει, λέει η παράδοση, τον δυναμικό εραστή της και καφετζή του παλατιού Αληζότ.
Οι μετονομασίες
Στα διαδικτυακά αρχεία της ελληνικής εταιρείας τοπικής ανάπτυξης και αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.) μέτρησα συνολικά 450 μετονομασίες οικισμών στην περιφέρεια Ηπείρου από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Αρχικά, οι μετονομασίες αυτές αφορούσαν τους νομούς Ιωαννίνων, Άρτας, και Πρεβέζης, ενώ από τον Απρίλιο του 1937 προστέθηκε και ο νομός Θεσπρωτίας με κοινότητες που αποσπάστηκαν από τους νομούς Ιωαννίνων και Πρεβέζης όταν το όνομα Θεσπρωτία αντικατέστησε το Τσαμουριά στα επίσημα έγγραφα του Ελληνικού κράτους.
Στον νομό Ιωαννίνων, οι περισσότερες μετονομασίες έγιναν σε δύο κύματα, το μεγαλύτερο κατά την περίοδο 1927-28 – με 165 μετονομασίες – και το δεύτερο στα μέσα της δεκαετίας του 1950 – και 47 μετονομασίες. Συνολικά από το 1924 ως το 2024 μέτρησα 247 μετονομασίες.
Όπως και αλλού στην Ελλάδα, πολλά από αυτά τα καινούργια τοπωνύμια «κόλλησαν» με το χρόνο, έτσι ώστε λίγοι πλέον στις μέρες μας θυμούνται ή γνωρίζουν το παλιό όνομα του οικισμού. Άλλες απέτυχαν και με το χρόνο αντικαταστάθηκαν. Σε μερικές περιπτώσεις, οι κάτοικοι επέλεξαν την επαναφορά του παλιότερου ονόματος. Έτσι, ενώ το Μάιο του 1928 ο οικισμός Ζαραβίνα μετονομάστηκε Λίμνη, η τοποθεσία πρόσφατα επέστρεψε στο αρχικό της όνομα με απόφαση του 2020.
Θεώρησα «φυσικό» ότι ορισμένα τοπωνύμια είχαν αλλάξει. Το είχα δει άλλωστε και στην Αττική όπου μεγάλωσα: Θυμάμαι τους μεγαλύτερους να αναφέρονται στον Άγιο Στέφανο κοντά στο Διόνυσο σαν Μπογιάτι, ή στην Αγιά Μαρίνα κοντά στη Νέα Μάκρη σαν Γεροσακκούλι. Άλλα μέρη, όπως το Πόρτο Ράφτη, η Λούτσα και το Μενίδι άλλαξαν επίσημα όνομα αλλά στην πράξη ο κόσμος χρησιμοποιεί ακόμα το παραδοσιακό τους όνομα. Επίσημα, το Πόρτο Ράφτη μετονομάστηκε Λιμένας Μεσογαίας το 1953 και μετά Λιμένας Μαρκοπούλου το 1976. Η Λούτσα ονομάστηκε Άρτεμις το 1977. Το Μενίδι είναι επίσημα Αχαρναί από το1915
Η Κηφισσιά έχασε το ένα σίγμα της και έγινε Κηφισιά στις 16 Οκτωβρίου του 1940. Επίσημα λοιπόν, το ΟΧΙ που διαβίβασε ο Ιωάννης Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη στο σπίτι του πριν τα ξημερώματα της 28η Οκτωβρίου 1940, έλαβε χώρα στην Κηφισιά και όχι την Κηφισσιά… Στον Πειραιά, θυμάμαι μικρός να πηγαίνω στο Τουρκολίμανο. Είχαν προσπαθήσει το 1925 να του δώσουν την αρχαία του ονομασία Λιμένας Μουνιχίας αλλά δεν κόλλησε το όνομα, για λόγους μάλλον ευνόητους. Έτσι, το 1967 έγινε η νέα αλλαγή που καθιέρωσε το σημερινό όνομα Μικρολίμανο.
Ήξερα επίσης πολλές πόλεις στην Ευρώπη που είχαν μετονομαστεί όταν άλλαξαν χέρια: Το Νταντσίχ έγινε Γκτάνσκ όταν πέρασε από την Γερμανία στην Πολωνία μετά τον Β’ΠΠ. Το Φιούμε, νότια από την Τεργέστη, έγινε Ριέκα. Είχα επίσης δει τη Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Νίκαια, και Νικομήδεια να εμφανίζονται στους ξένους χάρτες σαν Ιζμίρ, Ιστανμπούλ, Ιζνίκ, και Ιζμίκ.
Μερικές από τις μετονομασίες οφείλονται απλά στη χρήση άλλης γλώσσας. Έτσι εξηγούνται πολλά από τα παραπάνω παραδείγματα που ανέφερα σε μέρη στο εξωτερικό. Η ρίζα του ονόματος δεν άλλαξε, απλά μεταγλωττίστηκε. Άλλες είχαν καλαισθητικά κριτήρια, όπως για παράδειγμα στην Ήπειρο η μετονομασία του οικισμού Κόπρα σε Ανθοχώριο τον Οκτώβριο του 1955. Λίγους μήνες πριν, το Κοντοβράκι είχε γίνει Δαφνούλα, ενώ στη Ζάκυνθο ο οικισμός Πεισινώντας είχε γίνει Παντοκράτορας από το 1915…
Πολλές από τις μετονομασίες ωστόσο, στην Ήπειρο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, είχαν εθνικιστικά κριτήρια. Ήταν εμφανής η επιδίωξη να σβηστούν ίχνη της παρουσίας άλλων εθνοτήτων στην περιοχή, Σλαβικών, Αλβανικών, Τουρκικών, ή και Βλάχικων. Τα περισσότερα αυτά τοπωνύμια είχαν κάποια σημασία που σχετιζόταν με την τοποθεσία σε άλλη γλώσσα. Οπότε, με τη λογική που ανέπτυξα νωρίτερα, είναι φυσικό οι Ελληνόφωνοι κάτοικοι να αλλάξουν ακαταλαβίστικα ονόματα.
Στα «νέα» αυτά εδάφη της Ηπείρου, μετά την απελευθέρωση τους από τον Ελληνικό στρατό στο Βαλκανικό πόλεμο, είχε ακολουθήσει μια δεκαετία πολέμων, η προσφυγιά, και τέλος η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Στα χρόνια αυτά η σύσταση του πληθυσμού στην περιοχή άλλαξε ριζικά.
Με την ίδια ευκολία που εμείς όταν μπούμε σε ένα καινούργιο διαμέρισμα ή σπίτι δεν θα διστάσουμε να αλλάξουμε το χρώμα των τοίχων, τη διακόσμηση, ή την έξω βλάστηση, χωρίς να θεωρήσουμε ότι έχουμε κάποια υποχρέωση στον προκάτοχο, έτσι και οι εκάστοτε καινούργιοι κάτοικοι της περιοχής θεώρησαν φυσιολογικό να αλλάξουν μερικά τοπωνύμια. Προσοχή: Όταν αναφέρομαι στις μετονομασίες αυτές δεν δικαιολογώ έτσι την φυσική καταστροφή ιστορικών μνημείων.
Αντιλαμβάνομαι ότι σοκάρει μερικούς «πατριώτες» η αναφορά σε ξενόφωνους κατοίκους άλλων εποχών σε τμήματα της Ελληνικής επικράτειας. Όμως πως αλλιώς λέτε να απέκτησαν τα μέρη αυτά ξενικά ονόματα; Λέτε Ελληνόφωνοι κάτοικοι στο παρελθόν, πριν από αιώνες, να χρησιμοποίησαν ξενικούς όρους τους οποίους οι ίδιοι δεν καταλάβαιναν για να ονομάσουν τον τόπο τους;
Δεν έχει το μονοπώλιο για κάτι τέτοιο το Ελληνικό κράτος. Αντίστοιχες μετονομασίες έγιναν τον εικοστό αιώνα σε όλα τα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή: Η Φιλιππούπολη στη Βουλγαρία έγινε Πλόβντιβ, ενώ το Οθωμανικό Ρουστσούκ στο Δούναβη στα σύνορα τώρα με τη Ρουμανία έγινε Ρούσε. Μεγάλωσε ο οικισμός φαίνεται στο ενδιάμεσο, αφού Ρουστσούκ σημαίνει μικρό Ρούσε…
Η έκπληξή μου
Συνεπώς δεν με εξέπληξαν οι μετονομασίες στην Ήπειρο. Ήταν κάτι που το είχα συναντήσει σε όλη μου τη ζωή, άρα κάτι «συνηθισμένο». Το φαινόμενο δεν είναι ασυνήθιστο στην παγκόσμια ιστορία. Όλοι έχουμε βρεθεί κάποτε σε μέρος όπου μας είπαν πως «παλιά» λεγόταν κάτι διαφορετικό.
Αυτό που με εξέπληξε ήταν το γεγονός ότι αξιόλογοι πνευματικοί ηγέτες στην Ήπειρο αντέδρασαν και αντιτάχθηκαν στις μετονομασίες το 1928. Το παρατήρησα ξεφυλλίζοντας εφημερίδες εκείνης της εποχής, και συγκεκριμένα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Χρήστου Χρηστοβασίλη. Με άρθρα του ο ίδιος ο Χρηστοβασίλης, αλλά και ο μητροπολίτης Παραμυθιάς και Πάργας Αθηναγόρας καυτηρίασαν τις ονομαστικές επιλογές.
Κάτω από τον τίτλο «Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ», ο Χρηστοβασίλης έγραφε στο πρωτοσέλιδο άρθρο της 10ης Μαΐου 1928 (Εικόνα 5): «Ἐξακολουθεῖ τὸ ἀχρεῖον ἐγκληματικὸν Συνεργεῖον τῆς μετονομασίας τῶν διαφόρων χωρίων τῆς Ἠπείρου, τὸ ὁποῖον Συνεργεῖον ἑδρεύει ἐν τῷ Ὑπουργείῳ τῶν Ἐσωτερικῶν, καὶ τὸ ὁποῖον, εὑρίσκον μωρὰ καὶ ἀνιστόρητα Κοινοτικὰ Συμβούλια κατεργάζεται τὸν συσκοτισμὸν τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἱστορίας».

Βαριές κουβέντες…
Και συνεχίζει ο Χρηστοβασίλης λίγο πιο κάτω στο ίδιο άρθρο: «Βλέπει κἀνεὶς ὀνόματα χωρίων ἱστορικῶν ἐξαφανιζόμενα καὶ ἀντικαθιστὰμενα μὲ ὀνόματα κωμικὰ καὶ γελοῖα, χωρὶς κἀμμίαν ἱστορικὴν δικαιολογίαν, διότι τὸ θέλουν μερικὰ κούφια κεφάλια […], νομίζοντα ὅτι, ὅταν ἀλλάξουν τ’ ὄνομα τοῦ χωρίου των καὶ ὀνομασθοῦν ἀπὸ «Τζουντιλιῶτες» «Δικορφῖτες», ἀπὸ «Δοβριανῖτες» «Ἀσπραγγελῖτες», ἀπὸ «Κρετσουνιστιῶτες» «Δεσποτιῶτες», ἀπὸ «Ντερβεντιστινοὶ» «Ἀνθοχωρῖτες», ἀπὸ «Ζελιστινοὶ» «Φωτεινιῶτες», ἀπὸ «Κοσολιανῖτες» «Ἀετοπετριῶτες», ἀπὸ «Ζαγοριανῖτες» «Χρυσορραχῖτες», κ.λπ. θὰ γείνουν εὐγενέστεροι, σπουδαιότεροι, πλουσιώτεροι… καὶ τὸν κακὸ τους τὸν καιρὸ!»
Ανάλογα, στις 28 Μαΐου ο Χρηστοβασίλης επέστρεφε στο θέμα σε αντίστοιχο τόνο:
«Μὲ τὴν μετωνυμίαν ἤδη τῆς Ζαγόριανης εἰς Χρυσόρραχην λύεται τὸ οἰκονομικὸν πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος, διότι ἡ Χρυσόρραχη θὰ μᾶς πληρώσῃ ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῶν χρεῶν, ποῦ ἔχει τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, κι’ ὄχι μόνον οἱ Ζαγοριανῖτες, ἀλλ’ ὅλη ἡ Ἤπειρος κι’ ὅλη ἡ Ἑλλὰς θὰ τρῶμε μὲ χρυσᾶ χουλιάρια καὶ χρυσᾶ μαχαιροπήρουνα!
Ο Χρηστοβασίλης εξηγεί στα άρθρα αυτά το λόγο της έντονης αντίδρασης του: «Λἐγουν μερικοὶ μωροὶ καὶ πρὸ πάντων κἄτι δασκαλάρια, ὅτι ἡ Ἤπειρός μας κινδυνεύει ἀπὸ τὰ ξενόφωνα ὀνόματα τῶν Ἠπειρωτικῶν χωρίων καὶ πόλεων καὶ ἕνεκα τῆς ξενοφωνίας ταύτης τῶν ὀνομάτων κινδυνεύει ἡ ἑλληνικότης τῆς Ἠπείρου, ἀπὸ τοὺς Ἀλβανοὺς, τοὺς Βούλγαρους καὶ τοὺς Σέρβους! Καὶ δὲν ἀναλογίζονται οἱ μωροὶ αὐτοὶ ὅτι ἡ Ἤπειρος ἔζησεν ἀπὸ τοῦ 1347 μέχρι τοῦ 1913 ἐπὶ 366 ἔτη μὲ αύτὰ τὰ συρβικὰ, αύτὰ τὰ ἀλβανικὰ καὶ αύτὰ τὰ βλάχικα ὀνόματα, καὶ δὲν ἔχασε τὴν ἑλληνικότητα της καὶ θὰ τὴν χάσῃ τώρα, ὑπὸ τάς πτέρυγας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐλευθερίας; Ὤ τῆς μωρίας καὶ τῆς νηπιοτητός των»!
Ο Αθηναγόρας, σε επιστολή του στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ εκείνο τον Μάιο του 1928, επεσήμανε ότι έγραφε τη γνώμη του όχι σαν Μητροπολίτης Παραμυθιάς, αλλά σαν «Ἱεράρχης Ἀθηναγόρας, ὁ τόσα ἔτη τῆς ἀσθενικῆς τοῦ ζωῆς καταναλώσας εἰς τὴν μελέτην τῆς Ἱστορίας τῆς ἀτυχεστάτης ταύτης χώρας, ἥτις λέγεται Ἤπειρος».
Ανάμεσα στα συγγράμματα του αξιόλογου αυτού ιεράρχη που γεννήθηκε στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας το 1869, συμπεριλαμβάνονται βιβλία και άρθρα σχετικά με την εκκλησιαστική ιστορία της Ηπείρου και των Ιωαννίνων, την Πρωτοελληνική γλώσσα σαν μητέρα των γλωσσών του αρχαίου κόσμου, και πολλά άλλα ενδιαφέροντα δοκίμια.
Έγραψε λοιπόν ο Αθηναγόρας:
«Σᾶς ὁμολογοῦμεν εἰλικρινῶς ὅτι ἔκπληξις, λύπη καὶ ἀγανάκτησις ἐπλήρωσε τὴν ψυχὴν μας, ὅταν ἀνέγνωμεν εἰς τὰς ἐφημερίδας τὰς διαπραχθείσας μετονομασίας τῶν Κοινοτήτων τῆς ἡμετέρας καὶ ἐν τούτῳ ἀκόμη ἀτυχοῦς Ἐπαρχίας, διότι δὲν ἠδυνήθημεν νὰ ἐννοήσωμεν τὶ, ἐπὶ τέλους, ἐπιδιώκεται διὰ τῆς τόσον ἐσπευσμένης ταύτης ἐργασίας, καὶ τὶ ἔχει νὰ κερδήσῃ ἡ Ἱστορία τῆς Θεσπρωτίας ἀπὸ τὰς τοιαύτας μετονομασίας, αἱ ὁποῖαι, ἐνῶ οὐδὲν θετικὸν συνεισφέρουν, ἐπὶ πλέον συγχίζουν καὶ συσκοτίζουν τὴν τόσον σκοτεινὴν Ἠπειρωτικὴν Ἱστορίαν».
Ο Αθηναγόρας προχωρεί σε ενδιαφέρουσα γλωσσολογική ανάλυση των επιχειρημάτων του, επισημαίνοντας με κάποια ειρωνεία τοπωνύμια τα οποία έχουν και αυτά ξενικές ρίζες, αλλά δεν μετονομάστηκαν:
«Ἔπρεπε ν’ ἀλλάξῃ καὶ τὴν ὀνομασίαν τοῦ Μαργαριτίου, διότι καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλβανικὸν: Μαρ-κλίτς, ὡς καὶ σήμερον ὀνομάζεται «ὑπό τῶν Ἀλβανῶν = ‘τρελλὴ Σπάθη’, ἤ, ὡς λέγομεν συνήθως τρελλομπαντιέρα. Ἔπρεπε ν’ ἀλλάξῃ καὶ τ’ ὄνομα τῆς Πρεβέζης, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπίσης ἀλβανικὸν, καὶ σημαίνει πέρασμα. Ἐπρεπε ν’ ἀλλάξῃ καὶ τ’ ὄνομα τῶν Ἰωαννίνων, τῆς Γιαννίνας-Γιαννίνης, διότι καὶ αὐτό εἶναι σλαυικὸν».
Προσθέτει δε πιο κάτω στο άρθρο του πως κύρια ανησυχία του είναι ότι με την μετονομασία, μελλοντικοί ιστορικοί θα δυσκολευτούν να χαράξουν την πορεία του τόπου στο χρόνο. Ακριβώς όπως δυσκολεύτηκα εγώ να εντοπίσω το Αληζότ Τσιφλίκ. Ευτυχώς στις μέρες μας έχω το διαδίκτυο. Δίνει λοιπόν ο Αθηναγόρας το εξής παράδειγμα:
«Ἐγένετο καὶ κἄτι χειρότερον διὰ τὴν Ἱστορίαν: Τὸ παρᾶ τὸν Καλαμᾶν χωρίον Ὀσδίνα τὸ ἐβάπτισαν πέντε Ἐκκλησιὲς διότι πέντε ἀραιοὶ ναοὶ κἄπου ἐκεῖ εὑρίσκονται! Καὶ ὅμως τὸ χωρίον τοῦτο ἦτο, κατὰ τὸν Μεσαίωνα πόλις, ἔχουσα καὶ Ἐπισκοπὴν, ἐκ τούτου δὲ τοῦ ὀνόματος ἐξηκριβώσαμεν ὁλὸκληρον Ἱστορίαν δώδεκα καὶ πλέον αἰώνων (ἥν προσεχῶς ἐλπίζομεν νὰ δημοσιεύσωμεν), ἐνῶ μὲ τὲς ‘πέντε Ἐκκλησιὲς’ ούδὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εὔρωμεν, τοὐναντίον, μάλιστα χάνομεν τὸν τόσον ἄλλωστε λεπτὸν μῖτον, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μόνον θὰ δυνηθῶμεν ν’ ανιχνεύσωμεν τὸν χαώδη Λαβύρινθον τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἱστορίας».
Και καταλήγει ο ιστοριοδίφης Αθηναγόρας με αυτή τη συμβουλή:
«Προς τὶ ἡ τόση σπουδὴ (τῆς μετονομασίας τῶν τοπωνυμιῶν); Ἄς προηγηθῆ πρότερον ἡ ἱστορικὴ ἐξακρίβωσις, ἄς προηγηθῆ ἡ σκαπάνη τοῦ Άρχαιολόγου καὶ τότε μόνον ἄς ἐπιχειρήσωμεν νὰ μεταβάλωμεν τὰ ξενικὰ ὄνόματα τῶν χωρίων μας. Αἰῶνες παρῆλθον, ἄς ἀνατείνωμεν ἀκόμη ὄλίγον χρόνον».
Υστερόγραφο: Επισημαίνω εδώ πως στα χρόνια εκείνα, δραστήριος στην περιοχή ήταν και άλλος ένας αξιόλογος Ηπειρώτης ιεράρχης Αθηναγόρας, ο οποίος τότε ήταν Μητροπολίτης Κερκύρας. Λίγο αργότερα, το 1930 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και στις αρχές του 1949 ενθρονίστηκε Οικουμενικός Πατριάρχης. Πέθανε το 1972. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας είχε γεννηθεί στα Τσαραπλανά της Ηπείρου, τον οικισμό που μετονομάστηκε το 1928 σε Βασιλικό…