ΠολιτισμόςΑπόψεις

Καλεσμένοι σε ένα δείπνο που δεν έγινε ποτέ

Είδαμε το «Δείπνο ηλιθίων», τη φετινή παραγωγή της Κεντρικής Σκηνής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, και μάλλον νιώσαμε όπως ο πρωταγωνιστής, όταν συνειδητοποιεί ότι στο δείπνο καλέστηκε για να τον περιγελάσουν...

Οι Γάλλοι είναι μαέστροι στην κωμωδία δωματίου, στις ταινίες δηλαδή που εκτυλίσσονται ουσιαστικά σε ένα σαλόνι, σε συγκεκριμένο χρόνο, με το δικό τους «εδώ και τώρα». Ο τρόπος που αποτυπώνουν και συμπυκνώνουν τις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του καθενός, τις ιστορίες και τις ζωές όλων έως την ώρα του δείπνου (συνήθως) ή του γεύματος είναι μοναδικός. Γοργός ρυθμός, έξυπνες ατάκες, υπόγεια κορύφωση και ένα σκηνικό πάντα προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρειά του, μέχρι το πορτατίφ και τα σουβέρ του. Η συνταγή ξεπερνά τις κωμωδίες καταστάσεων, γίνεται σχεδόν μία δίωρη συνεδρία ομαδικής ψυχοθεραπείας, χωρίς όμως τον θεραπευτή – συντονιστή της, με όλα τα παρελκόμενα μιας τέτοιας μοιραίας απουσίας: φαινομενική ηρεμία, ανυποψίαστοι συμμετέχοντες, εκτόνωση, αποκάλυψη, σύγκρουση, συμφιλίωση και κάθαρση. Φαίνονται εύκολες αυτές οι ταινίες. Δεν είναι. Αντίθετα. Είναι εξαιρετικά δύσκολες, γιατί είναι θεατρικές, αλλά με κάμερα. Ζωντανές, ωστόσο δίχως κοινό. Αστείες που εύκολα μπορούν να διολισθήσουν στον περίγελο. Αλλά, όταν πετυχαίνουν, είναι ξεκαρδιστικές και βαθιά ανθρώπινες.

Μία από τις πρώτες γαλλικές κωμωδίες δωματίου, που είδαμε (αν όχι η πρώτη) είναι το «Δείπνο Ηλιθίων» του Φράνσις Βέμπερ, πριν από περίπου 20 χρόνια σε έναν μαραθώνιο προβολών στο σπίτι μαζί με παρέα. Πρωτόγνωρη τότε εμπειρία, είχαμε θαυμάσει τον αμείωτο ρυθμό της, την αριστουργηματική σκιαγράφηση των χαρακτήρων, το καλόγουστο και λεπτό χιούμορ της, την ανάδειξη όλων των πρωταγωνιστών χωρίς να επισκιάζει ο φαινομενικά αβανταδόρικος ρόλος του ενός τον επίσης φαινομενικά υπολειπόμενο του άλλου. Έργο τέχνης, όταν όλα αποδίδονται σε σωστές δόσεις και γίνονται στο κατάλληλο timing.

Ασφαλώς και τέτοιες ταινίες και κείμενα προσφέρονται για τη μεταφορά τους στο σανίδι. Είναι έτοιμα για να ανεβούν. Δεν χρειάζονται καν διασκευή, ούτε γενναίες και τολμηρές αλλαγές στις ατάκες. Όλη η προσοχή των συντελεστών επικεντρώνεται στην έξυπνη διανομή, την πρωτότυπη ερμηνεία και την αναγκαία χημεία μεταξύ των ηρώων. Φαίνεται βόλτα στο πάρκο. Καθόλου δεν είναι.

Το «Δείπνο Ηλιθίων», που ανεβάζει αυτή την άνοιξη η Κεντρική Σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα, ήταν μια πολύ καλή επιλογή, καθώς ο κόσμος έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ να γελάσει. Ωστόσο –πλην μίας εξαίρεσης (άντε δυο, αν δώσεις ένα credit στο λιτό, αλλά καλόγουστο σκηνικό της Κατερίνας Παπαγεωργίου)- ατύχησε σε όλα της τα σημεία. Ο σκηνοθέτης του δεν φαίνεται να καταφέρνει να κλιμακώσει πειστικά την ένταση, ούτε να διατηρήσει τον ρυθμό της παράστασης σε ένα επίπεδο. Χάνεται διαρκώς, παρ’ όλες τις πραγματικά φιλότιμες (ενίοτε υπεράνθρωπες) προσπάθειες του Άρη Τσαμπαλίκα να κρατήσει τους συμπρωταγωνιστές του «ζωντανούς», έστω με ασθενή σφυγμό. Το απαξιωτικό, μπλαζέ ύφος των συνοδοιπόρων του, που περιγελούν τον ηλίθιο της παρέας, είναι τόσο κυρίαρχο και διεκπεραιωτικό που δίνεται στον θεατή η εντύπωση ότι οι άνθρωποι περισσότερο βαριούνται, παρά σνομπάρουν. Ο απαθής, ο αδιάφορος, όταν αποδίδεται κουρασμένα σε σημείο μάλιστα να χάνει συχνά τα λόγια του, μαρτυρά απροθυμία, βιασύνη και προχειρότητα. Όχι σνομπισμό και ξιπασιά, που ενδεχομένως να είναι το ζητούμενο. Αλλά ακόμη κι όταν αποφασίζουν οι πρωταγωνιστές να κινηθούν ή να εξοργιστούν και να χάσουν την ψυχραιμία τους, είναι κουραστικά προφανές ότι κάνουν πως θυμώνουν, ότι μιμούνται το συναίσθημα που τους έχει υποδειχθεί να έχουν και ελάχιστα έως καθόλου το βιώνουν. Αφήστε που, εδώ που τα λέμε, οι άνθρωποι αναγκάζονται ακόμη και να προσποιηθούν ότι βρίσκονται σε μια ηλικία που δεν πείθουν ότι είναι. Τα περάσματα των δύο γυναικών της παράστασης είναι αδιάφορα, σαν να μην ήταν εκεί -άνευρα και στεγνά, παρόλο που η παρουσία τους στην εξέλιξη της ιστορίας και τη διακύμανση των συναισθημάτων όλων των υπολοίπων ήταν καθοριστική. Χάνεται κι αυτό, μαζί με τ’ άλλα.

Ο Άρης Τσαμπαλίκας –το ένα από τα δύο καλά στοιχεία της παράστασης- είναι σαν εκείνους τους ήρωες στις ταινίες που στέκονται στο χείλος τους γκρεμού και με μεγάλο κόπο αγωνίζονται να σώσουν μια ολόκληρη αλυσίδα ανθρώπων, οι οποίοι κρέμονται στο κενό και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να πέσουν, συμπαρασύροντας και τον σωτήρα τους. Ελάχιστο feedback παίρνει από τους συμπρωταγωνιστές του, ενίοτε δίνει την εντύπωση ότι παίζει μόνος του. Για την ακρίβεια, νομίζουμε πως άθελά του έχει αναλάβει μια μοναχική αποστολή: να κρατήσει, χωρίς βοήθεια, τον θεατή στη θέση του. Το βάρος, που σηκώνει, δεν του αναλογεί. Ασφαλώς και υποδύεται τον κεντρικό ήρωα, αλλά υπάρχει λόγος που πλαισιώνεται από άλλους πέντε. Πάντως, χάρη σ’ εκείνον και την ερμηνεία του, ο θεατής γελάει, νιώθει ότι βλέπει θέατρο από επαγγελματίες και δυστυχώς μοιραία αναλογίζεται πόσο περισσότερο θα είχε αναδειχθεί η ούτως ή άλλως πολύ καλή ερμηνεία του Τσαμπαλίκα, αλλά και ολόκληρη η ιστορία, αν στο πλευρό του είχε ισάξιους συμπαίκτες.

Θυμηθήκαμε τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, που στην ίδια σκηνή πριν από τρία χρόνια, ανέβαζε εκείνον τον μοναδικό Γλάρο του με ερμηνείες η μία καλύτερη από την άλλη (μέχρι και την τελευταία φροντισμένες από τον σκηνοθέτη). Είχε πει στη συνέντευξη, που μας είχε παραχωρήσει τότε, ότι δεν του πέρασε καν από το μυαλό να κάνει εκπτώσεις, ούτε να «στρογγυλέψει» τη σκηνοθεσία του, επειδή παρουσίαζε τη δουλειά του σε επαρχιακό κοινό, λογαριάζοντάς το για λιγότερο παιδεμένο ή υποψιασμένο από εκείνο της Θεσσαλονίκης ή της Αθήνας.

Αυτή εδώ η φετινή παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων μας έκανε να αισθανθούμε όμως κάπως έτσι. Σαν να μας ζήτησαν να δούμε μια παράσταση από την οποία δεν πρέπει να περιμένουμε και πολλά, γιατί δεν είμαστε απαιτητικοί θεατές. Σαν να μας κάλεσαν σε ένα δείπνο στο οποίο μάλλον υποτίμησαν τη νοημοσύνη, αλλά και το θεατρικό αισθητήριό μας. Η παράσταση –με τις εξαιρέσεις που αναφέραμε παραπάνω- θα μπορούσε να είναι το closure της διδακτικής χρονιάς σε μια δραματική σχολή ή ένα καλλιτεχνικό δρώμενο αντί τελετής αποφοίτησης από αυτή. Ως εκεί. Πρόταση και παραγωγή κεντρικής σκηνής ενός μεγάλου, ιστορικού, περιφερειακού θεάτρου, όπως είναι το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, πάντως δεν είναι.

Σχετικά άρθρα

«Δούλες» για επτά ακόμη παραστάσεις και με μία συζήτηση

Συνέχεια παραστάσεων για τις «Δούλες»

Φεστιβάλ Ερασιτεχνικών Ομάδων τον Μάιο