ΠολιτισμόςΑίθουσα Σύνταξης

Β. Κονταξής: «Η ένταση μπορεί να μετατραπεί σε δημιουργία»

Λίγο πριν η παράσταση «Εκείνος και Εκείνος» ανέβει στο υπαίθριο θέατρο της ΕΗΜ, αύριο Τετάρτη στις 9 το βράδυ, ο σκηνοθέτης Βασίλης Κονταξής μιλά στον Η.Α. για την εμβληματική παράσταση αλλά όχι μόνο. Με αφορμή την παράσταση, η συζήτηση επεκτάθηκε στις ιδιαίτερες συνθήκες του φετινού καλοκαιριού, τη στάση του υπουργείου και των τοπικών αρχών απέναντι στους καλλιτέχνες και τον πολιτισμό εν γένει, με τον Βασίλη Κονταξή να μη «μασά τα λόγια» του. Η παράσταση ήδη κέρδισε το κοινό της Λευκάδας, όπου έκανε πρεμιέρα, και επαναφέρει στα Γιάννενα το ευφυές κείμενο του Μουρσελά, που παραμένει επίκαιρο, 30 χρόνια μετά.

Επιστρέφετε για μια ακόμη φορά ως σκηνοθέτης, μετά τη «Βρομιά», με ένα διαφορετικό αλλά εξίσου σημαντικό έργο του Κ. Μουρσελά, που αγαπήθηκε από τον κόσμο σε μια δύσκολη εποχή. Η επιλογή έγινε με κύριο κριτήριο τα μηνύματα που περνούσαν μέσα από το κείμενο, όπως εξάλλου μας έχετε συνηθίσει και από τις προηγούμενες δουλειές σας; Ποιος είναι ο λόγος που θεωρείτε ότι κάποιος μπορεί να δει σήμερα μια παράσταση βασισμένη στο κείμενο της δεκαετίας το’ 70;

Ο Μουρσελάς έγραψε αυτά τα αλληγορικά κείμενα, προσπαθώντας να περάσει μηνύματα κατά της Χούντας που το 1972 άρχισε να φθείρεται και να αποδυναμώνεται, αφού, λίγο καιρό μετά, θα επερχόταν και η πτώση της. Κατάφερε κάτι ακατόρθωτο για την εποχή: να ξεπεράσει την λογοκρισία με αριστοτεχνικό τρόπο και να εκφράσει την αντίθεση του όχι μόνο προς το καθεστώς αλλά και στα στεγανά της τότε ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, 50 χρόνια μετά, η Χούντα αποτελεί μελανή σελίδα της ιστορίας της χώρας μας και η ελληνική κοινωνία έχει εξελιχθεί και έχει αλλάξει. Όμως τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα ταλανίζουν, εκφοβίζουν και κυρίως δημιουργούν μια αβάσταχτη ασάφεια για το μέλλον των επόμενων γενεών. Η ελληνική κοινωνία, παρόλο που είναι διαφορετική, παραμένει εγκλωβισμένη σε «πρέπει», ενώ εξακολουθεί να χωρίζει τους ανθρώπους σε «κανονικούς» και «μη κανονικούς», δίνοντας επιπλέον βαρύτητα στο επιφανειακό και όχι στο ουσιώδες και το πραγματικό. Τα κείμενα αυτά, λοιπόν, έρχονται και πάλι ολοζώντανα και διαχρονικά να πουν πάρα πολλά και στο σήμερα που πέρα από το περιεχόμενό τους, η δραματουργική τους αξία τολμώ να πω πως αγγίζει ίσως τη γραφή του Μπέκετ ή του Ιονέσκο

Το έργο «Εκείνος και Εκείνος» έγινε γνωστό από την τηλεοπτική σειρά, με σπουδαίους βέβαια ηθοποιούς που ενσάρκωναν τον Λουκά και τον Σόλωνα ωστόσο η γραφή του Κ. Μουρσελά ήταν θεατρική. Αυτό καθιστά πιο εύκολη τη σκηνοθεσία ή όσο πιο απλό και «λιτό» είναι το έργο, τόσο δυσκολεύει ο ρόλος σας;

Καμιά σκηνοθεσία δεν είναι εύκολη και κανένα έργο απλό. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Εδώ υπήρχε ένα στοίχημα: έπρεπε κάτι που έχει κατασκευαστεί για τη μικρή οθόνη, να μεταφερθεί στο θεατρικό σανίδι. Πιστεύω πως πέτυχε όσο μπορώ ο ίδιος να κρίνω τη δουλειά μου, που δεν μπορώ… Το σίγουρο είναι πως το κείμενο του Μουρσελά έχει τόση δύναμη που μου έδωσε άπειρη ενέργεια για το εγχείρημα.

Τους ρόλους στην παράσταση που ανεβαίνει αύριο στην ΕΗΜ, ενσαρκώνουν ο Θοδωρής Γκόγκος και ο Θανάσης Μιχαηλίδης. Μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί πόσο απαιτητικό είναι το έργο γι’ αυτούς, ειδικά όταν οι δύο αυτοί ρόλοι έχουν χαρακτηριστεί από τις ερμηνείες των Β. Διαμαντόπουλου και Γ. Μιχαλακόπουλου. Πώς ήταν η συνεργασία μαζί τους και αν υπήρξαν στιγμές που σας «δυσκόλεψαν» ή αντίθετα σας εξέπληξαν ευχάριστα;

Τη συνεργασία μου με τους ηθοποιούς της παράστασης μας θα τη χαρακτήριζα ένα πραγματικό δώρο κι ας ακούγομαι υπερβολικός. Οι ρόλοι του Σόλωνα και του Λουκά που ανέλαβαν να αναμετρηθούν, είναι πραγματικά δύσκολοι, αφού συνεχώς κινούνται ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό. Καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια κοινή γλώσσα συνεργασίας και να φτάσουμε στο ανέβασμα αυτών των οξυδερκών κειμένων. Εκτός από δυο υπέροχοι και εργατικοί ηθοποιοί, ο Θοδωρής και ο Θανάσης είναι και σκηνοθέτες και οφείλω να πω πως σεβάστηκαν στο έπακρο τη δική μου σκηνοθετική θωριά και αφοσιώθηκαν αποκλειστικά στο χτίσιμο των ρόλων τους. Πράγματι, η ιστορία του «Εκείνος & Εκείνος» είναι σφραγισμένη από τον αείμνηστο Διαμαντόπουλο και τον Μιχαλακόπουλο. Σε καμία περίπτωση δεν επιδιώξαμε μια αντιγραφή της υποκριτικής τους δεινότητας- ποιος θα τολμούσε να το κάνει αυτό;- αλλά προσπαθήσαμε να κάνουμε μια νέα ανάγνωση και να δημιουργήσουμε έναν καινούργιο Σόλωνα και έναν καινούργιο Λουκά. Και οι τρεις μας είχαμε μια μεγάλη τύχη άλλωστε να συνεργαστούμε και με τους δυο θεατρικούς άρχοντες, εγώ και ο Γκόγκος με τον Μιχαλακόπουλο και ο Μιχαηλίδης με τον Διαμαντόπουλο ο οποίος υπήρξε και από τους αγαπημένους του μαθητές. Γενναιόδωροι και οι δυο μας μάθανε επί σκηνής την αξία της γένεσης στον ρόλο και σε καμιά περίπτωση τη ματαιότητα της αντιγραφής ή της μίμησης.
Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσω πως στην παράσταση συμμετέχει και η Σεμέλη Παπαοικονόμου, που είναι μια νέα, φέρελπις ηθοποιός και ενσαρκώνει τρεις διαφορετικούς ρόλους με επίσης ιδιαίτερες απαιτήσεις, καθώς επίσης και ότι η μουσική που έχω χρησιμοποιήσει, ανήκει στον Βασίλη Δημητρίου που ήταν αγαπημένος συνεργάτης του Μουρσελά και είχαν συνεργαστεί και στο θέατρο «Ω, τι κόσμος μπαμπά!», αλλά και στην τηλεόραση: «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά».

Η παράσταση ξεκίνησε από τη Λευκάδα το φετινό της ταξίδι. Πώς ήταν η ανταπόκριση και ποια μηνύματα λάβατε;

Πράγματι, το ταξίδι της παραγωγής αυτής που φτιάξαμε μόνοι μας, ξεκίνησε από την αγαπημένη μου Λευκάδα στο κηποθέατρο «Άγγελος Σικελιανός» και εισπράξαμε τα καλύτερα. Συγκινήθηκα πολύ όταν διαπίστωσα πως από το κοινό οι θεατές της νέας γενιά ενθουσιάστηκαν. Το έργο αν και 50 χρόνων ειλικρινά τους μίλησε!

Η φετινή χρονιά προφανώς είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον χώρο του πολιτισμού. Πώς διαχειριστήκατε το θέμα του κορωνοϊου και τα απαραίτητα μέτρα; Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του έργου ή είχε αποφασιστεί νωρίτερα η συνεργασία;

Στον δύσκολο δρόμο των ελλήνων καλλιτεχνών προστέθηκε και το θέμα της πανδημίας. Πολύ δύσβατη πλέον η κατάσταση, θα την χαρακτήριζα ως και οδυνηρή. Εγώ αφοσιώθηκα στο κομμάτι της συγγραφής, που ούτως ή άλλως είναι μοναχικό και ήρεμο. Ναι, ναι ετοιμάζω το δεύτερό μου μυθιστόρημα.
Η ιδέα για το έργο αυτό είχε εγκατασταθεί μέσα μου από το 2014. Είχα τηλεφωνηθεί μάλιστα και με τον ίδιο τον Μουρσελά, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί με την προοπτική του ανεβάσματος στην Ήπειρο, και μου το είχε δώσει.

Μένοντας στο ίδιο θέμα, πόσο έχει επηρεαστεί ο χώρος από την πανδημία και τι θα θεωρούσατε αναγκαίο, από την πλευρά της πολιτείας, προκειμένου να περιοριστούν οι «απώλειες»;

Πάρα πολύ και ειδικά το θέατρο το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει από την τηλεόραση ή από το ίντερνετ. Η πολιτεία οφείλει να λάβει πολλά και σημαντικά μέτρα για να μας στηρίξει και να μην αφανιστεί ο ζωντανός Πολιτισμός αυτής της χώρας. Όμως αυτό απαιτεί αγάπη προς την Τέχνη και η υπουργός Πολιτισμού είτε με πανδημία είτε χωρίς, δυστυχώς δεν αγαπά τις Τέχνες ούτε σέβεται τους καλλιτέχνες. Το απέδειξε. Κοιτάξτε, οι καλλιτέχνες μιας χώρας δεν αλλάζουν. Ούτε μπορείς να τους αναιρέσεις την πορεία τους. Π.χ. ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το μεγαλείο και το έργο του Σταύρου Ξαρχάκου; Άρα ας αλλάξει η υπουργός, ας πάει σπίτι της μαζί με τη συνάδελφο σας την κα. Παναγιωταρέα. Δοκιμάστηκαν, δεν τα κατάφεραν… ας αποσυρθούν, ας μπει ένας άνθρωπος με όραμα, σχέδιο και κυρίως αγάπη για τον πολιτισμό μας.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, στα Γιάννενα είχαμε ή έχουμε και μια ιδιαίτερη «ένταση» καλλιτεχνών με το ΔΗΠΕΘΕ και τη δημοτική αρχή. Ποια είναι η προσωπική σας θέση σε αυτό;

Την έχω εκφράσει πολλάκις και σε εσάς την ίδια στο παρελθόν. Όπως όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα κοινά, έτσι και τα μέλη των συμβουλίων θα πρέπει να κατανοήσουν πως βρίσκονται στις θέσεις αυτές για να διαχειριστούν με μεγάλη ευθύνη το ευαίσθητο θέμα του πολιτισμού στην πόλη. Σε μια πόλη που αναμφίβολα μπορεί να παράγει πολιτισμό και της αξίζουν πολύ περισσότερα. Σε κανέναν δεν ανήκει ούτε το Δημοτικό μας θέατρο, ούτε το Πνευματικό κέντρο, ώστε να δρουν σύμφωνα με επιλογές της αρεσκείας τους με συμπάθειες ή αντιπάθειες αντίστοιχα. Οφείλουν σεβασμό προς την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα και οφείλουν να γίνονται επιλογές με διαφάνεια και αξιοκρατία. Ξέρετε εμένα οι πολλές συζητήσεις με αποσυντονίζουν από τον κύριό μου σκοπό που είναι η δημιουργία και η δουλειά μου. Η στάση όμως του δήμου απέναντι στους καλλιτέχνες της πόλης πρέπει να αλλάξει. Δεν είμαστε ούτε γραφικοί ούτε ασήμαντοι επειδή καταγόμαστε από εδώ. Και αυτά που ειπώθηκαν περί ανωνυμίας ή περί εντοπιότητας, ειλικρινά δεν έχουν πόδια να σταθούν γιατί και μας γνωρίζει η πόλη αλλά ποτέ δεν υποστηρίξαμε πως πρέπει να δίδεται γη και ύδωρ αποκλειστικά σε εμάς. Εγώ ειδικά που συνεργάστηκα με ηθοποιούς από τη Χιλή ή τη Ζιμπάμπουε και τους έφερα στη Δωδώνη, έδειξα μέσα από τη δουλειά μου πώς ο τόπος μπορεί να γίνει πολιτιστικός πόλος. Ακούω πολύ πολύ προσεκτικά αυτά που ειπώθηκαν τους τελευταίους μήνες. Όμως για να μιλήσω με ένα παράδειγμα: δε γίνεται έντεκα μήνες να αναμένω μια απάντηση από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. για την επανάληψη ή μη του έργου μου «Ευτυχία Πρίντζου, η επιστροφή» και το διοικητικό συμβούλιο να με αγνοεί παρά τις επιστολές και τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει. Γιατί; Ένα έργο που άγγιξε το κοινό της πόλης βαθύτατα και είναι γραμμένο μέσα από την ιστορία της πόλης και αναφέρεται σε μια γυναίκα που έδωσε τη ζωή της για τα Γιάννενα, κινδυνεύει να εκτελεστεί όπως και η ηρωίδα του; Κι αν ναι, γιατί; Επειδή μήπως την επανάληψη είχε αποφασίσει το προηγούμενο διοικητικό συμβούλιο του θεάτρου και το τωρινό την αποποιείται λες και το Δημοτικό Θέατρο δεν έχει συνέχεια;
Τελικά οι μεντεσέδες από τις πόρτες του Δημαρχείου έχουν λίγο σκαλώσει κι αυτές πρέπει να ανοίξουν περισσότερο. Διάπλατα θα έλεγα! Να ακούνε αυτά που έχουμε να πούμε οι υπεύθυνοι. Αν και οι δυο πλευρές προσπαθήσουμε, η ένταση μπορεί να μετατραπεί σε δημιουργία. Αυτό θα είναι καλό για τα Γιάννενα κι όπως θα διαπιστώσετε και εσείς και οι αναγνώστες του αγαπημένου μου «Ηπειρωτικού Αγώνα», που υποδειγματικά στηρίζει την Τέχνη, δε χρησιμοποίησα ούτε χαρακτηρισμούς, ούτε υβρεολόγιο.
Σας περιμένουμε λοιπόν αύριο στον Φρόντζο στην παράσταση με όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης που θα τηρηθούν αυστηρά και που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Πνευματικού Κέντρου. Και να ένα καλό βήμα για να κλείσουμε αισιόδοξα.
Σας ευχαριστώ!

Σχετικά άρθρα

Δ. Παπαγεωργίου: «Επιθυμώ να αφήσω και το προσωπικό μου στίγμα»

Αποστόλης Τζελέτας

Σοφία Μαρκούλα: «Τα Γιάννενα αξίζουν ό,τι καλύτερο»

Γεωργία Χαλάτση

Γ. Αρλέτος: «Προτεραιότητα ήταν και θα είναι οι δημότες»

Γεωργία Χαλάτση