Φέτος ο Γιάννης Πάσχος δώρισε στο φανατικό, αφοσιωμένο κοινό του δύο βιβλία, το «Ο Χριστός παρακαλάει το σώμα του να κατέβει απ’ τον σταυρό» και τα «Παραδείσια Πουλιά». Και οι δύοι τίτλοι κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Περισπωμένη, ο πρώτος πριν το Πάσχα, ο δεύτερος τώρα τα Χριστούγεννα.
Τι λόγια να βρεις όταν ένας δικός σου άνθρωπος γράφει και εκδίδει ένα βιβλίο; Πόσω μάλλον όταν όλα αυτά τα χρόνια τον παρακολουθείς, τον διαβάζεις και τον βλέπεις να εξελίσσεται σ’ έναν σημαντικό συγγραφέα της εποχής του, με την πλάτη πάντα γυρισμένη στην ευκολία του καλοβαλμένου λόγου, των συμβάσεων και του κομφορμισμού.
Κατ’ αρχάς παίρνεις χρόνο. Χρειάζεται να δημιουργήσεις μια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που διαβάζεις κάθε φορά και το συναίσθημα που ανελέητα (μπορεί και μη διαχειρίσιμα) ενεργοποιείται. Γιατί δεν μπορείς να ανοίξεις στην πρώτη, λευκή σελίδα, σαν να ξεκινάς από την αρχή. Τον συγγραφέα τον γνωρίζεις. Υπάρχει σχέση και ήδη πολλές καταγραφές μέσα σου πρόδηλες και υποσυνείδητες, κάτι είναι προηγούμενα ειπωμένο και βιωμένο. Και το καινούριο –τα Παραδείσια Πουλιά εν προκειμένω- προστίθεται στο σίκουαλ όσων έχεις ήδη διαβάσει από τον συγγραφέα και χρόνια φίλο, κι ας μην έχει -φαινομενικά- καμία σχέση το ένα βιβλίο με το άλλο.
Για να διαβάσει κανείς τον Γιάννη -για καθαρά λόγους αυτοπροστασίας- πρέπει να φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλείας. Δεν περιποιείται, βλέπετε, τον αναγνώστη, ούτε μαλακώνει για να τον κατευνάσει. Τον αφήνει να βυθίζεται, σε μια διαρκή ελεύθερη πτώση. Τον νοιάζεται -αυτό είναι βέβαιο- δεν του επιτρέπει όμως να τον δεσμεύει και να του υπαγορεύει το ύφος και την ένταση των γραφόμενών του. Γιατί ο Γιάννης είναι αποφασισμένος να γράψει, χωρίς να έχει ως ζητούμενο να γίνει ευχάριστος. Αντίθετα, γίνεται σκληρός, όχι χάριν προσωπικής εκτόνωσης, μάλλον για λογαριασμό της αλήθειας, που στον κόσμο του Γιάννη είναι πάντα ωμή, ενίοτε βίαιη. Όχι όμως θυμωμένη. Η γλώσσα στα βιβλία του είναι απαλλαγμένη από τη βασανιστική ανάγκη του γράφοντα να αναγνωριστεί η λογοτεχνική αξία και η συγγραφική δεινότητα του. Είναι σαν τους μεγάλους ζωγράφους που τα έργα τους είναι μακριά από τη νόρμα και το υπαγορευμένο, δίνουν την εντύπωση στον ανυποψίαστο θεατή πως είναι απλά ή μπορεί και ακατάληπτα μέσα στην ευθύτητά τους, μέχρι ώρες ή και μέρες μετά να τον «χτυπήσουν». Ο Γιάννης νιώθει ασφαλής στο φαινομενικά ακατέργαστο. Καθόλου δεν φαίνεται να τον νοιάζει να κάνει αυτό που θέλει να πει εύπεπτο. Το τέλος, η νομοτέλεια, το αναπόδραστο ειπώνονται και γράφονται όλο και συχνότερα μακιγιαρισμένα. Εκείνος όμως σηκώνει τα στρώματα φτιασιδώματος, αναζητά τις ρωγμές, φωτίζει τις ρυτίδες. Προτιμά τη γύμνια και την αποκαθήλωση. Φαίνεται να προκαλεί με τη γραφή του. Και την ίδια στιγμή γίνεται προσωπικός, συνομιλεί με τον κάθε αναγνώστη του χωριστά, κατανοεί, αλλά δεν χαρίζεται (ούτε και σ’ αυτόν τον ίδιο).
Τα Παραδείσια Πουλιά του δεν τα έχουμε διαβάσει ακόμη. Διαβάσαμε όμως το «Ο Χριστός παρακαλάει το σώμα του να κατέβει απ’ τον σταυρό» τρεις φορές. Και κάθε φορά ανακαλύπταμε κάτι καινούριο στη γραφή και τη σημασία αυτού του ποιητικού, λυρικού, αλλά και άγριου διαλόγου. Θα ήταν πολύ πρόωρο και περιοριστικό να υποδείξουμε τι μπορεί κανείς να εισπράξει από αυτό το συγκλονιστικό κείμενο. Είναι ίσως ο πιο προσωπικός διάλογος του συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Ακόμη δεν είμαστε βέβαιοι αν είναι ποίηση ή πεζό, μια σύγχρονη εκδοχή των Δώδεκα Ευαγγελίων, το παζάρεμα ενός μελλοθάνατου, που παλεύει να αποτρέψει το αναπόφευκτο ή η λιποψυχία ενός άκοντος ήρωα – Μεσσία. Το σίγουρο είναι πως δεν έχουμε καταφέρει να το τακτοποιήσουμε μέσα μας. Χρειαζόμαστε άλλες δυο – τρεις αναγνώσεις, για να καταλαγιάσει οριστικά όλο αυτό που φουντώνει κάθε φορά από την πρώτη σελίδα του και κλιμακώνεται μέχρι την τελευταία. Για να βρούμε τις ανάσες μας, λοιπόν, τώρα τα Χριστούγεννα ανυπομονούμε να διαβάσουμε τα καινούρια Παραδείσια Πουλιά του. Κι αμέσως μετά ξανά το Σώμα του (όπως το λέμε εν συντομία στο σπίτι).