Λείπω
Λείπεις
Λύπη
Έχουμε δει τα άλλα δύο μέρη της τριλογίας, με θέμα την εγκατάλειψη και τη φθορά στον δημόσιο χώρο, που έχει ετοιμάσει και δουλέψει η ομάδα A priori dance co. Το πρώτο στην παλιά λαϊκή αγορά ένα ηλιόλουστο πρωινό Οκτωβρίου που μοσχοβολούσε πορτοκάλι. Το δεύτερο στο παλιό πανεπιστήμιο στη Δομπόλη σε μια από τις αίθουσες που κάναμε μάθημα και δίναμε εξετάσεις (λογικά την 9 ή τη 10 στον δεύτερο όροφο). Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική, βαθιά βιωματική, με τη μνήμη να ανακαλεί εικόνες γεμάτες ζωή, ήχους και ανθρώπους εκεί που σήμερα κυριαρχούν η σιωπή, η παραίτηση, το κενό και η εγκατάλειψη. Σ’ αυτά τα δυο πρώτα μέρη, αν και παρόντες μέσα στο σκηνικό, ήμασταν παρατηρητές και στάσιμοι. Στεκόμασταν εκεί που συνέβαινε, αλλά λίγο πιο πέρα. Μέσα σ’ αυτό, αλλά και έξω.
Το τρίτο –και τελευταίο- μέρος όμως είναι μια ολότελα άλλη, πρωτόγνωρη εμπειρία, με τους θεατές μέρος της περιπατητικής παράστασης, που εξελίσσεται εν κινήσει στα στενά του παρατημένου ιστορικού κέντρου, σε σπίτια εγκαταλειμμένα από χρόνια με τα σημάδια της φθοράς ανεπανόρθωτα χαραγμένα πάνω τους. Το κοινό γίνεται μάρτυρας και την ίδια στιγμή κομμάτι του εκφυλισμού. Κινείται μέσα σ’ αυτόν -μπορεί και σε προηγούμενο, ανύποπτο χρόνο να τον έχει δημιουργήσει ή να τον έχει ανεχτεί- ωστόσο η αίσθηση που γεννάται σε κάθε βήμα μας είναι ότι μπορεί και να προλαβαίνουμε και τον αναστρέψουμε. Μέσα στο μουντό –τη μέρα-, σκοτεινό –τη νύχτα- σκηνικό, οι τέσσερις γυναίκες, που χορεύουν, ξεχωρίζουν με τα έντονα χρώματα στα ρούχα τους και την πλαστικότητα στην κίνησή τους. Εκεί που όλα μοιάζουν στάσιμα, βουβά και απρόσιτα, εκείνες ζεσταίνουν το υγρό τοπίο, εμφυσούν ζωή σε ξεψυχισμένα κτήρια, περνούν μέσα από τους αδιαπέραστους τοίχους τους, αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τις ιστορίες τους.
Δεν ξέρουμε πώς είναι η performance τη μέρα. Γιατί η αλήθεια είναι πως και τα τρία μέρη είναι σχεδιασμένα για να παρουσιαστούν με το φως του ήλιου (ή την υποψία αυτού σε έναν τόπο όπως τα Γιάννενα). Αλλά, λόγω των καιρικών συνθηκών, εκτάκτως η παράσταση μεταφέρθηκε το βράδυ την Κυριακή. Aυτό μπορεί και να την έκανε ακόμη πιο ιδιαίτερη –σίγουρα διαφορετική. Η νύχτα φτιάχνει σιωπή μεγαλύτερη και στο μέσα και στο έξω μας. Επιτείνει την ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο, διογκώνει το συναίσθημα. Αναδεικνύει τη φθορά γιατί τη φωτίζει, το μάτι δεν συνηθίζει την ασχήμια, σαστίζει στο αντίκρισμά της.
Τούτη τη φορά η παράσταση δεν αρκούταν μόνο στον φυσικό ήχο. Έφτιαξε και δικό της, για να αποκαταστήσει τη σιωπή, μπορεί και για να προλάβει τον αφανισμό. Λόγια, μουσική, πουλιά που κελαηδούν, νερό που τρέχει. Και η ομάδα… Οι οδηγοί που σήκωναν ψηλά το χέρι κάθε λίγο για να τις ακολουθούμε, οι χορεύτριες που πρόβαλαν μέσα από τις εδώ και χρόνια ερμητικά κλειστές πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών, σέρνονταν στα σκαλιά τους, αναρριχώνταν στους ξεφτισμένους τοίχους τους. Και ο Κωστής Εμμαννουηλίδης, που βγήκε από ένα σκοτεινό, ερειπωμένο χαμηλό σπίτι και του έβαλε χρώμα και φως σε μια γωνιά δίπλα από ένα βρώμικο στρώμα, μέσα από το σπασμένο τζάμι του ξεχαρβαλωμένου παραθύρου του. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ. Σίγουρα μια δουλειά που δεν βλέπουμε εύκολα στα Γιάννενα, προϊόν εκτεταμένης και διαρκούς έρευνας, ουσιαστικής και έμπρακτης αγάπης για τα εμφανώς άψυχα και τα αφανώς έμβια αυτού του τόπου.
Η παράσταση έκλεισε με εμάς γύρω από τις τέσσερις γυναίκες, το χέρι μας σηκωμένο προς τον ουρανό και με μια δέσμευση που ξεκινούσε για τον καθένα με την ίδια φράση: Δεν εγκαταλείπω. Την πόλη. Τους ανθρώπους της. Τις μνήμες της. Την ομορφιά της. Αυτό που θα μπορούσε να είναι και φοβάται να γίνει.
Ευχαριστούμε, Ελεονώρα, που δεν εγκαταλείπεις…
