Με φόντο την οθόνη του κινηματογράφου “Έσπερος” ο Σωτήρης Κωσταδήμας (αριστερά) με εργαζόμενους περίπου το 1945
Παλιά Γιάννενα

«Ποίαν ιδέαν έχουν οι Γιαννιώται περί του κινηματογράφου»;

Παρουσιάζουμε σήμερα -στην καρδιά του κρύου, γιαννιώτικου χειμώνα- το πρώτο μέρος ενός ομολογουμένως μεγάλου και χορταστικού αφιερώματος στην ιστορία των θερινών σινεμά της πόλης και των ανθρώπων τους. Προέκυψε από τη διαρκή και εκτενή έρευνα, που έκανε ο Γιάννης Γρατσανίτης και η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην έντυπη έκδοσή του Η.Α. Περιέχει πολλές και άγνωστες πληροφορίες για καθέναν από τους θερινούς κινηματογράφους, που λειτούργησαν στα Γιάννενα από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι πρόσφατα, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Τα θερινά σινεμά στην Ελλάδα και η ιστορία τους

Τα πρώτα θερινά σινεμά στην Ελλάδα, κάνανε δειλά δειλά την εμφάνισή τους στις αρχές του 1900. Εμπνευστές ήταν διάφοροι πλανόδιοι, που στήνανε ένα μεγάλο πανί και έκαναν υπαίθριες προβολές, κυρίως σε πλατείες, σε διάφορα μέρη της χώρας. Η παραπάνω ιδέα, με την πάροδο των χρόνων, άρχισε να αποκτά οπαδούς, που, συνεπαρμένοι από την καινούργια τέχνη, παρακολουθούσαν τις κινούμενες εικόνες.

Οι πρώτοι θερινοί κινηματογράφοι ανοίγουν τη δεκαετία του 1910. Μια αυλή, μια ταράτσα, μερικές ψάθινες καρέκλες και ένα κομμάτι πανί δημιούργησαν του πρώτους ανοιχτούς χώρους προβολής. Το εισιτήριο καθιερώθηκε δυο δεκαετίες μετά, λίγο πριν από τον πόλεμο, με τα θερινά σινεμά μεταπολεμικά να σημειώνουν αλματώδη άνοδο. Τη δεκαετία του ‘60, μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά καταγράφονται 320 θερινοί κινηματογράφοι. Το παλαιότερο θερινό σινεμά στην Αθήνα, που άρχισε να λειτουργεί το 1903 και συνεχίζει μέχρι σήμερα, είναι η «Αίγλη» που βρίσκεται στο Ζάππειο, με πρώτης της ταινία το: «Δέκα γυναίκες κυνηγούν έναν άντρα».

Ο θερινός κινηματογράφος γίνεται η αγαπημένη διασκέδαση για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το ελληνικό κοινό θαυμάζει τη μαγεία από τους παλιούς κινηματογραφικούς αστέρες του Χόλιγουντ, μέχρι τις μεγάλες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου και σπουδαίων ευρωπαίων κινηματογραφιστών.

Το θερινό σινεμά μπαίνει σε κάθε γειτονιά και γίνεται τραγούδι. Το 1978 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, κυκλοφορεί το γνωστό και αγαπημένο τραγούδι: «Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά»

Αλλά, μετά την άνοδο, έρχεται και η πτώση. Τις δεκαετίες ‘80 και ‘90, η μεγάλη ακμή των θερινών σινεμά, με την εμφάνιση νέων μορφών διασκέδασης (τηλεόραση, βιντεοκασέτες κ.λπ.), φτάνει στη λήξη της.

Τα θερινά σινεμά στην πόλη μας

Ξεκινούμε την περιήγηση στα θερινά σινεμά της πόλης μας, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, μέχρι τον πόλεμο, με μια ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ήπειρος» στις 17 Ιουνίου 1912: «Μετ’ευχαριστήσεως εμάθομεν και μετ’ αληθινής ανακουφίσεως και χαράς, θα μάθη επίσης και το φιλοθεάμoν κοινόν της πόλεώς μας, ότι κατιρτίσθη εταιρία, η οποία πρόκειται να εγκαταστήσει μονίμως, τελειότατον ηλεκτροφώτιστον κινηματογράφον, ο οποίος θα δώσει ζωήν και μορφήν αλλοίαν εις την πόλιν μας.Συγχαίροντες από καρδίας την ευφυα ταύτην έμπνευσιν, ευχόμεθα πάσαν επιτυχίαν».

Από τους πρώτους θερινούς κινηματογράφους που λειτούργησαν στα Γιάννενα, ήταν ο κινηματογράφος «Πατέ», που από τον Ιούλιο του 1914 ονομάστηκε «Εδισσων» προς τιμή του εφευρέτη του. Η αρχική θέση του πρέπει να ήταν στην οδό Ανεξαρτησίας, στο καφενείο «Κιόσκι» του Στυλιανού Στυλίδη. Μετά, με τη νέα ονομασία του, μεταφέρθηκε σε χώρο δίπλα από το καφενείο «Αβέρωφ», απέναντι από το σημερινό Διεθνές.

Ο κινηματογράφος «Πατέ», από το φθινόπωρο του 1913, φαίνεται ότι απόκτησε νέα στέγη στην οδό Σουλίου (Ανώνυμος «Με λίγα λόγια», Ήπειρος 12 Σεπτεμβρίου 1913: «Το πρώτο καλοκαίρι, μετά την απελευθέρωση, ο κινηματογράφος “Πατέ” είχε φιλοξενηθεί στον μεγάλο κήπο της οικίας Γεωργίου Τσιγαρά, που βρισκόταν στην διασταύρωση των οδών Χαριλάου Τρικούπη και 28ης Οκτωβρίου», Ήπειρος 1 Σεπτεμβρίου 1913: «Η θαυμάσια ταινία του “Πατέ”, “Τρεις γυναίκες δι’ έναν άνδρα”, έχει ξετρελάνει το κοινόν).

Εδώ αξίζει να μεταφερθεί, για να αντιληφθούμε το πνεύμα της εποχής, τι έγγραφε ο αρθογράφος της εφημερίδας Ήπειρος, στις 14 Ιανουαρίου του 1914, αναφερόμενος φυσικά στο χειμερινό «Πατέ»: «Ιωάννινα το “Πατέ”. Δεν κατόρθωσα ακόμα να μάθω ακριβώς ποίαν ιδέαν έχουν οι Γιαννιώται περί του κινηματογράφου. Εννοώ την γνώμην των συμπολιτών μου εκείνων οίτινες δεν έτυχε ποτέ εις την ζωήν των να ιδούν εάν οι πέραν της Ηπείρου χώραι κατοικώνται της αυτής ή διαφόρου αντιλήψεως των αυτών ή διαφόρων εθίμων με ημάς. Περιέμενον να μάθω την εντύπωσιν ταύτην, ην εποίησεν εις αυτούς, η εγκατάστασις του κομψού και τελείου εις το είδος του κινηματογράφου “Πατέ” της πόλεώς μας. Και είναι αληθές, ότι ήργησε να εκδηλωθεί η εξωτερίκευσις της εντυπώσεως ταύτης, πάντως όμως εξωτερικεύθη και εφάνη αποδειχθείσα εκ της μεγάλης προθυμίας μεθ’ ης οι συμπολίτες μας παρακολουθούν τας πολυποικίλους ταινίας του κινηματογράφου “Πατέ” και επικοινωνούν για μία στιγμή με όλας τας έξω των ορίων της Ηπείρου χώρας. Μην τύχει τώρα πλέον να εκπλαγήτε όταν ακούητε οιονδήποτε συμπολίτην μας ομιλούντα περί των εθίμων των Βεδουίνων. Εις πάσαν ερώτησιν σας, θα σας απαντήσει: «τους είδα, βρε αδελφέ, στον κινηματογράφον “Πατέ” αυτούς τους Βεδουίνους, επάνω σταις καμήλες ταξιδεύουσας δια μέσου της Σαχάρας…».

Στη συνέχεια το «Πατέ», αφού μετονομάστηκε «Εδισσων», μεταφέρθηκε στον χώρο δίπλα από το καφενείο «Αβέρωφ» (Ήπειρος 11 Ιουλίου 1915: «Εις τον κινηματογράφον “Εδισσων” των κ.κ. Ιωαννίδη και Αλιέως, καθ’ εκάστην νύκτα ο κόσμος πλημμυρίζει καταλαμβάνων μέχρις ασφυξίας τον ευρύχωρον χώρον της πλατείας». Ηπειρος 17 Ιουνίου 1915: «Από της Κυριακής, η πλατεία παρουσίασε μίαν νέαν όψιν με το άνοιγμα του νέου ευρυχώρου καφενείου απέναντι του “Αβέρωφ”. Και την έναρξιν των εργασιών εις τον κήπον του “κιοσκιού” του κινηματογράφου “Εδισσων”. Ενόμιζε κανείς ότι μετεφέρθη εις την πόλιν μας ένα κομμάτι της Αθηναικής κινήσεως»).

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι και στο παραπάνω καφενείο «Αβέρωφ» (από τα μεγαλύτερα της πόλης και από τα πρώτα που έβαλαν ηλεκτρικό φωτισμό λίγο μετά την απελευθέρωση), πριν τη μεταφορά του κινηματογράφου «Εδισσων», γινόταν κινηματογραφικές προβολές στον κήπο του. Αποκλειστικός τρόπος της αναγγελίας και διαφήμισης των κινηματογραφικών ταινιών που προβάλλονταν, ήταν οι εφημερίδες.

Ένας άλλος θερινός κινηματογράφος, που λειτούργησε μετά την απελευθέρωση, ήταν και ο «Μέγας Κωνσταντίνος» που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία «Κωνσταντίνου του Ελευθερωτού», όπως τότε αυτή ονομαζόταν (Ήπειρος, 7 Μαΐου 1914: «Σήμερον εις τον κινηματογράφον “Μέγας Κωνσταντίνος” 7 εκλεκτότερα προγράμματα των παγκοσμίων φήμης καταστημάτων «ΓΚΩΜΟΝ» με τους διασημοτέρους ηθοποιούς του κινηματογράφου).

Το καλοκαίρι του 1926, εμφανίζονται και οι θερινοί κινηματογράφοι «Αίγλη» και «Αύρα», που φιλοξενούνται σε εξοχικά κέντρα. Η «Αίγλη» βρισκόταν απέναντι από το Δικαστικό Μέγαρο, όπου σήμερα υπάρχει το ομώνυμο γνωστό παρκάκι και η «Αύρα» στην κεντρική πλατεία. Το 1931, στο περιοδικό πανελλαδικής κυκλοφορίας «Κινηματογραφικός Αστήρ» αναφέρονται τα εξής θερινά σινεμά: «Αύρα», «Ευστρατιάδη», «Ούφα Παλάς», «Πάνθεον», «Πάνθεον Μώλου».

Το «Ούφα Παλάς» φιλοξενούνταν σε εξοχικό κέντρο με το όνομα «Παράδεισος» (όπου βρίσκεται σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος). Το «Πάνθεον λειτουργούσε στο εξοχικό του Κουραμπά. Ο ίδιος επιχειρηματίας είχε και το «Πάνθεον» του Μώλου. Το σινεμά του Ευστρατιάδη ήταν εγκατεστημένο στον ευρύχωρο αίθριο χώρο μεταξύ της εξωτερικής εισόδου του χειμερινού «Ορφέα» και της εσωτερικής.

Το 1931 υπήρξε σταθμός για τα τοπικά κινηματογραφικά δεδομένα: Το 1918, μετά την ανακαίνιση του καφενείου «Κιόσκι» του Στυλιανού Στυλίδη, στην οδό Ανεξαρτησίας, που τα καλοκαίρια φιλοξενούσε κινηματογραφικές προβολές, άρχισε να λειτουργεί ο «Παράδεισος» του Γεωργίου Μπρούφα. Ο Μπρούφας ήταν δραστήριος επιχειρηματίας και μετά από αρκετά χρόνια στον κήπο του «Παράδεισου», το καλοκαίρι του 1931, εγκατέστησε τον πρώτο ομιλούντα στην πόλη μας κινηματογράφο.

Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, κρίνουμε απαραίτητη μια σύντομη αναφορά και στην εφημερίδα «Ήπειρος», η οποία τόσα πολύτιμα στοιχεία μας έδωσε για την παραπάνω χρονική περίοδο. Η εφημερίδα «Ήπειρος», που εκδιδόταν σε καθημερινή βάση, κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα Γιάννενα το 1909. Ιδιοκτήτης ήταν ο Δ. Κούτζικος και διευθυντής ο Γεώργιος Χατζής, πατέρας του γνωστού λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή. Έπαυσε να εκδίδεται το 1940.

Τα θερινά σινεμά της πόλης μας, όπως οι παλιότεροι τα θυμούνται: «Έσπερος», «Τιτάνια, «Ορφεύς», «Παλλάδιο», «Κύπρος», «Σινέ Καλλιθέα», «Σινέ Μπίτα Ανατολής»

«Έσπερος»

Υπήρξε ο μεγαλύτερος θερινός κινηματογράφος της πόλης μας. Βρισκόταν -οι παλιοί σίγουρα θα το θυμούνται- στο μέρος όπου σήμερα είναι το Δικαστικό Μέγαρο -για τα χρόνια της δεκαετίας του ‘50, σε ακρινό σημείο της πόλης. Είχε χωρητικότητα περίπου 800 θέσεων και διατηρούσε δυο επίπεδα. Το κάτω, η πλατεία, με τις περισσότερες θέσεις και σε συνέχεια σε υπερυψωμένη θέση, ο χώρος όπου αναπτύσσονταν και τραπέζια και όπου το φιλοθεάμον κοινό, που είχε την οικονομική δυνατότητα, πέραν του εισιτηρίου, απολάμβανε με την παρακολούθηση του έργου αναψυκτικά, γλυκά και τους περίφημους μπακλαβάδες του Ηλία, που διατηρούσε το κυλικείο. Η θέση του κινηματογράφου, ήταν πραγματικά μαγευτική. Οι θεατές, και ιδιαίτερα όσοι καθόταν στο χώρο του καφενείου, απολάμβαναν, απέναντί τους τη λίμνη και το φεγγάρι. Όταν δε ήταν πανσέληνος, αναρωτιόσουν τι να πρωτοδείς, το έργο που προβαλλόταν ή τη θέα…

Ο περίγυρος του κινηματογράφου ήταν φυσικά πνιγμένος με αρωματικά αναρριχητικά φυτά και κάθε είδους λουλούδια. Στον χώρο του κυλικείου δέσποζε ένας τεράστιος πλάτανος, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα, στο παρκάκι δεξιά του Δικαστικού Μεγάρου. Τη δεκαετία του ‘40 o «Έσπερος» λειτουργούσε από τους αδελφούς Χριστόφορο και Σωτήριο Κωσταδήμα, μαζί με τον μεταγενέστερο αποκλειστικό ιδιοκτήτη Κώστα Μπίτα.

Την είσοδο του σινεμά, όπως αποτυπώνεται στη σχετική φωτογραφία, πλαισιώνουν οι γνωστές γιγαντοαφίσες, που πρόβαλλαν το έργο που παιζόταν (απαραίτητο στοιχείο για κάθε θερινό, ιδίως, κινηματογράφο της εποχής που σεβόταν τον εαυτό του). Έτσι, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι, όταν πάρθηκε η φωτογραφία, ο «Έσπερος» έπαιζε την ιταλική ταινία «Εμπόριο λευκής σαρκός» με πρωταγωνίστριες τις ντίβες της εποχής Συλβάνα Παμπανίνι και Ελεονόρα Ρόσι Ντράγκο.

Στις κάθετες πλευρές της εισόδου, οι αφίσες μας δίνουν μια γεύση από το περιεχόμενο της ταινίας: «Τις λασπώνουν και τις κυλούν στο βόρβορο!», «Έργο ανθρώπινο τολμηρό και ρεαλιστικό!», «Καταπληκτική ταινία του 1955!». Στη φωτογραφία ποζάρουν, από αριστερά προ τα δεξιά, ένας υπάλληλος του κινηματογράφου, του οποίου το όνομα μας διαφεύγει, στο μέσον ο Γιώργος Κράβαρης και δίπλα του ο Θόδωρος Βασιλειάδης, εφοριακός ελεγκτής.

Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη στην είσοδο κάθε κινηματογράφου υπήρχε εφοριακός υπάλληλος για να μετρά τα εισιτήρια και να υπολογίζει τον φόρο προς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας, αρκετές φορές έβρισκε τρόπους να τον αποφεύγει, όπως π.χ. όταν πήγαινες να κόψεις το εισιτήριο, το έπιανε από το δικό σου απόκομμα, μετά τις διατρητικές τρυπούλες, το έπαιρνε ολόκληρο, και φυσικά το πωλούσε ξανά, ιδιαίτερα όταν υπήρχε κοσμοσυρροή, πράγμα αρκετά συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι αμέσως μεταπολεμικά ο «Έσπερος», χειμερινός όμως, λειτουργούσε στην κεντρική πλατεία, λίγο πιο κάτω από το Διεθνές, μάλλον όπου σήμερα βρίσκονται σήμερα τα «Goodys Burger»,

Πριν κλείσουμε την περιγραφή του πιο πάνω κινηματογράφου θέλουμε να αναφερθούμε σε ένα σπαρταριστό επεισόδιο, που πραγματικά συνέβη κατά τη διάρκεια μιας προβολή: Τα ανατολικά όρια του «Έσπερου» χωρίζονταν από την ιδιοκτησία του γνωστού καφενείου του Μαλάμου με έναν πετρόχτιστο τοίχο (ξερολιθιά) που αρκετά σημεία του ήταν μισογκρεμισμένα με αποτέλεσμα να συγκεντρώνουν τα λαθροκινηματογραφόφιλα πιτσιρίκια της περιοχής και όχι μόνο, λαμβανομένου υπόψη ότι το σημείο εκείνο ήταν απομονωμένο από το πιο πάνω καφενείο και θεοσκότεινο.

Στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Αρχιμανδρειού υπηρετούσε την εποχή εκείνη ως εφημέριος ο παπα-Γιώργης, ένας ιερέας με όλη τη σημασία της λέξης: καλοκάγαθος, άψογος στην εκτέλεση των καθηκόντων του και πολύ αγαπητός στους ενορίτες του. Η εμφάνισή του ήταν πράγματι βιβλική. Ψηλός, σωματώδης με μακριά γενειάδα και παράλληλα επιβλητικός. Ο παπα-Γιώργης, ο άριστος αυτός λειτουργός, είχε μια αδυναμία: του άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Αυτή η σφοδρή επιθυμία του δεν μπορούσε, εξαιτίας του σχήματος φυσικά, φανερά να ικανοποιηθεί. Ο παπα-Γιώργης, όμως, βρήκε τη λύση: επισκεπτόταν συχνά την ξερολιθιά και απολάμβανε τις ταινίες της αρεσκείας του μαζί με την πιτσιρικαρία, που τον είχε μάθει.

Ένα βράδυ, όμως, ήταν μόνος του. Σε μια στιγμή κάπου παραπάτησε και μετά, για να κρατηθεί, άπλωσε και τα δύο του χέρια δεξιά και αριστερά. Καθώς ήταν ψηλός και σωματώδης, με τα μαύρα ράσα του, με τα χέρια απλωμένα και τα μανίκια να κρέμονται, φάνταζε από πίσω σαν τεράστια νυχτερίδα. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν και ενώ ο παπα-Γιώργης απολάμβανε την παράσταση, έκαναν την εμφάνιση τους τρεις τέσσερις πιτσιρικάδες. Μόλις μέσα στο σκοτάδι είδαν τη φιγούρα του στην παραπάνω στάση πανικοβλήθηκαν. Έμπηξαν τις φωνές και το βάλανε στα πόδια. Ο παπα-Γιώργης φυσικά τρόμαξε και αυτός και, καθώς απότομα γύρισε σαστισμένος για να δει τι έγινε, παρέσυρε δυο τρεις πέτρες του τοίχου που έπεσαν με θόρυβο στο χώμα. Οι θεατές, που βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά του κινηματογράφου, αντιλήφθησαν τη φασαρία και κοίταξαν προς το μέρος του επεισοδίου. Ήταν τότε η σειρά του παπα-Γιώργη να το βάλει στα πόδια. Το πάθημά του αυτό το διηγήθηκε ο ίδιος στην οικογένειά μου με την οποία διατηρούσε στενές σχέσεις. Έκτοτε, φυσικά, ο καημένος ο παπα-Γιώργης έκοψε κάθε σχέση με τον κινηματογράφο.

«Τιτάνια»

Απέναντι ακριβώς από τον «Έσπερο», και σήμερα απέναντι από το Δικαστικό μέγαρο -στη θέση του πλέον ακαλαίσθητου κτιρίου της πόλης μας- βρισκόταν ο κινηματογράφος «Τιτάνια». Μικρότερος κατά πολύ από τον «Έσπερο», αλλά σωστός ανθόκηπος, πνιγμένος στα γιασεμιά, στο αγιόκλημα, στις τριανταφυλλιές και στις ορτανσίες, που ανέδυαν τα μεθυστικά τους αρώματα. Όλος αυτός ο λουλουδόκηπος κάλυπτε την ανατολική πλευρά του χώρου και το μέρος μπροστά από την υπερυψωμένη οθόνη, η οποία βρισκόταν με το πίσω μέρος της γυρισμένο στην πλατεία και σήμερα στο Δικαστικό Μέγαρο.

Στη δυτική πλευρά της, και σχεδόν σε όλο το μήκος της, βρισκόταν η κατοικία της οικογένειας Ρώιμπα, ιδιοκτήτη του όλου χώρου και αυτού του κινηματογράφου. Εκεί υπήρχαν παράθυρα από όπου τα μέλη της οικογένειας και οι φίλοι τους παρακολουθούσαν ανέξοδα τις ταινίες.

Ιδιοκτήτης της επιχείρησης ήταν ο Κωνσταντίνος Μπίτας. Η καριέρα αυτού του κινηματογραφοανθρώπου ξεκίνησε από τη Ζάκυνθο. Εκεί, μαζί με συνεργάτες, άνοιξε το 1927 ένα θερινό σινεμά, το «Πάνθεον». Ήταν ο πρώτος που εγκατέστησε σ’ αυτό νησί του Ιονίου την πρώτη ομιλούσα μηχανή προβολής το 1931. Το 1936, αφήνει τη Ζάκυνθο και έρχεται στα Γιάννενα. Σχεδόν αμέσως αναλαμβάνει τη διεύθυνση του κινηματογράφου «Έσπερος μαζί με τα αδέλφια Κωσταδήμα. Αργότερα ανέλαβε και τη διεύθυνση του κινηματογράφου «Τιτάνια».

Όπως στον «Έσπερο», έτσι και εδώ θα αναφερθούμε σε ένα άλλο σπαρταριστό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της προβολής:  Tη δεκαετία του ‘60 περίπου, της χρυσής αυτής εποχής του κινηματογράφου, ο «Τιτάνια» πρόβαλλε την ισπανική ταινία «Βιολετέρα», με την περίφημη τραγουδίστρια Σαρίτα Μοντιέλ. Ένα μελό έργο, που περιλάμβανε, όμως, πολλά γνωστά και δημοφιλή τραγούδια της εποχής.

Για τον δεύτερο λόγο, πήγε και ο υπογράφων να το παρακολουθήσει, αν και δεν ήταν φίλος του είδους. Ο χώρος της προβολής γεμάτος και με όρθιους. Μεταξύ των θεατών και δύο καλλίμορφες δεσποινίδες (ναι, τότε υπήρχαν και δεσποινίδες), που είχαν προσηλωθεί στις δακρύβρεχτες περιπέτειες της Βιολετέρας, σπάζοντας -με χαριτωμένες κινήσεις μπορούμε να πούμε- αδιακόπτως τα σποράκια του κολοκυθόσπορου (πασατέμπου). Και ενώ, λοιπόν, το φιλοθεάμον κοινό ήταν προσηλωμένο, με αγωνία για την κατάληξη των περιπετειών της πρωταγωνίστριας, όπως άλλωστε και οι εν λόγω δεσποινίδες, ανάμεσα στο τσάκα-τσούκα ξαφνικά η μία πετάγεται όρθια, σκορπίζοντας τα σποράκια που κρατούσε και ξεφωνίζοντας: «Κάτι περπατάει πάνω μου… Κάτι περπατάει», ενώ ταυτόχρονα με το αριστερό της χέρι χτυπούσε τη δεξιά μασχάλη της, θέλοντας να διώξει τον ενοχλητικό εισβολέα. Φυσικά δημιουργήθηκε αναταραχή και ένας μικρός πανικός, αφού κάποιος μίλησε και για φίδι. Άλλοι, λιγότερο ευφάνταστοι, μιλούσαν για σκορπιό, αράχνη, κατσαρίδα κ.λπ. Η εξήγηση ήταν, όμως, απλή: αποδείχτηκε ότι η «κατσαρίδα» ήταν τα δάχτυλα του ερωτύλου νεαρού, που καθόταν ακριβώς πίσω από το «θύμα» και ο οποίος, σε συνδυασμό με την ομορφιά της Σαρίτας, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και έχωσε την παλάμη του κάτω από τη δεξιά μασχάλη της κοπέλας, πριν εξαφανιστεί μέσα στην αναταραχή και το σκοτάδι. Οι παλιοί θα θυμούνται ότι παρόμοια περιστατικά, σε χώρους συνωστισμού όπως οι κινηματογράφοι, ήταν συνηθισμένα. Οι «κολλητηρτζήδες έκαναν θραύση!

O πιο πάνω κινηματογράφος, έκλεισε στις 30 Απριλίου 1987. Και να πώς περιγράφει το γεγονός ο δημοσιογράφος Αλκης Χρηστίδης στο βιβλίο του «Μνήμες δημοσιογραφικές στα Γιάννενα του χθες» (σελ. 290): «Οι γιαννιώτικες εφημερίδες έγραψαν για το κλείσιμο της «Τιτάνια» στο τοπικό ρεπορτάζ τότε: Μετά από 45 ολόκληρα χρόνια προσφοράς στην ψυχαγωγία του γιαννιώτικου λαού, ο κινηματογράφος της πόλης μας «Τιτάνια» ανέστειλε από χθες, 30 Απριλίου του 1987, οριστικά τις παραστάσεις του. Το ταμείο της τελευταίας παράστασης έκλεισε αργά το βράδυ η γυναίκα του Διονυσία Μπίτα, σαν συνεχιστής της παράδοσης αυτού του κινηματογράφου. Ο Κώστας Μπίτας έφυγε από τη ζωή το έτος 1966 και σε ηλικία 68 χρονών…».

Δείτε εδώ το δεύτερο μέρος του αφιερώματος για τα υπόλοιπα θερινά σινεμά της πόλης: Ορφέας, Παλλάδιο, Κύπρος, σινέ Καλλιθέα και σινέ Μπίτα Ανατολής