Για το τελευταίο υπάρχουν πολλές ενστάσεις, καθώς αποτελεί μια οριζόντια επιβάρυνση, με τον κλάδο να επιδιώκει να διαμορφωθεί μια αντιπρόταση, που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές.
Η απόφαση της κυβέρνησης είναι να αυξηθεί κατά ένα έως και έξι ευρώ από την 1η Ιανουαρίου του 2024 ο φόρος ημερήσιας διαμονής στα ξενοδοχεία, που καταβάλλεται επιπλέον όλων των άλλων χρεώσεων και αποδίδεται στα δημόσια ταμεία. Στόχος είναι να διπλασιαστεί το αποθεματικό για φυσικές καταστροφές από τα 300 στα 600 εκατ. ευρώ.
Με βάση τα όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά, στα ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων το τέλος θα ανέβει από 0,50 σε 1,5 ευρώ, στα 3 αστέρων από 1,5 στα 3 ευρώ, στα 4 αστέρων από 3 στα 7 ευρώ και για τα 5 αστέρων θα αυξηθεί από 4 ευρώ στα 10 ευρώ.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος αιφνιδιάστηκε από την εξέλιξη αυτή, καθώς δεν είχε προηγηθεί ενημέρωση και διαβούλευση, και ζητά τον επανασχεδιασμό του «Πράσινου Τέλους», με δεδομένο μάλιστα πως αποτελεί πάγιο αίτημα εδώ και χρόνια η κατάργηση του τέλους διαμονής, που επιβλήθηκε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της εξεύρεσης πόρων αλλά ζητά έναν εξορθολογισμό στην εφαρμογή του, καθώς παραβλέπονται οι ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής και οι αποκλίσεις στις τιμές εκμίσθωσης των δωματίων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ανάρτησή του ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Γρηγόρης Τάσιος, αν δεν αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού του, θα είναι αρκετές οι περιπτώσεις των ξενοδοχείων, που το συγκεκριμένο τέλος θα φθάνει ή και θα υπερβαίνει το 10% της τιμής εκμίσθωσης του δωματίου. Παραθέτει, μάλιστα, παράδειγμα, που ο πελάτης ξενοδοχείου 5* στην περιφέρεια, με τιμή εκμίσθωσης του δωματίου 109 ευρώ, θα επιβαρύνεται με Πράσινο Τέλος 10 ευρώ, ενώ αντίστοιχα μια βίλα, που νοικιάζεται βραχυχρόνια με μίσθωμα 1.800 ευρώ, θα επιβαρύνεται με Πράσινο Τέλος 1,5 ευρώ.
Για τον λόγο αυτό, ο κλάδος προτείνει συγκεκριμένο μέτρο να σχεδιαστεί από την αρχή, προκειμένου να επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, χωρίς τον κίνδυνο να μειώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας ως τουριστικού προορισμού, ένας κίνδυνος υπαρκτός με δεδομένη την υψηλή άμεση και έμμεση φορολογία στη χώρα, σε αντίθεση με άλλες τουριστικές αγορές.
Μάλιστα, υπάρχουν και προτάσεις ώστε μελλοντικά τα έσοδα αυτού του τέλους να αποδίδονται στους δήμους, ώστε να είναι ανταποδοτικά προς τις τοπικές κοινωνίες και να συμβάλλουν στη βελτίωση των τουριστικών υποδομών, όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Νομού Ιωαννίνων Σπύρος Σουρέλης. Ταυτόχρονα, βέβαια, έθεσε και το ζήτημα του εξορθολογισμού της αύξησης, με δεδομένο πως ήδη έχουν κλειστεί συμφωνίες με τουριστικά πρακτορεία για το 2024.
Βήμα για υγιή ανταγωνισμό
Ικανοποίηση, από την άλλη πλευρά, υπάρχει για την επιβολή του τέλους και στη βραχυχρόνια μίσθωση, με το κυβερνητικό επιτελείο να έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα για το έλεγχό του αθέμιτου ανταγωνισμού, που προκαλείται εις βάρος των ξενοδοχείων και καταλυμάτων.
Όπως ανακοινώθηκε, το τέλος διαμονής θα επιβληθεί και στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που διαχειρίζονται είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφόσον ωστόσο αφορούν τρία ακίνητα και πάνω. Όσοι διαθέτουν ή διαχειρίζονται περισσότερα από τρία ακίνητα, θα πρέπει να προχωρήσουν στο άνοιγμα βιβλίων και θα λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ή ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ αναμένεται να αυστηροποιηθεί το καθεστώς για όσους διαθέτουν υπηρεσίες πέραν των κλινοσκεπασμάτων. Επίσης μια σημαντική διαφοροποίηση που ανακοινώθηκε, προβλέπει πως σε περίπτωση χρήσης ολόκληρης της πολυκατοικίας για βραχυχρόνια μίσθωση, τότε θα θεωρείται ότι πρόκειται για τουριστικό κατάλυμα.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος υποδέχθηκε με ικανοποίηση την προσπάθεια ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων ως ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση ενός υγιούς πλαισίου ανταγωνισμού στην αγορά, σημειώνει ωστόσο πως το βήμα αυτό θα πρέπει να συνεχιστεί και να αφορά αφενός όλα τα ακίνητα που εκμισθώνονται για βραχυχρόνια μίσθωση, αφετέρου σε επιμέρους ζητήματα, τα οποία επιβαρύνουν οικονομικά τα ξενοδοχεία, όχι όμως τη βραχυχρόνια μίσθωση.
«Θεωρούμε ότι, όταν όλοι μετέχουν επί ίσοις όροις στο παιχνίδι, θα μείνουν στην αγορά αυτοί που πρέπει», κατέληξε ο κ. Σουρέλης.