Δεν θυμάμαι πότε τον γνώρισα τον Κάρολο Παπούλια, πάνε πολλά χρόνια από τότε. Συνδέω όμως πάντα το όνομά του και την πορεία του με τον αξέχαστο δήμαρχο Σπύρο Κατσαδήμα.
Συχνά επισκεπτόταν το σπίτι του, για να γευτεί τις ωραίες σπιτικές πίτες της κυρά- Ιουλίας και της Βάσως αργότερα. Ας μου επιτραπεί λοιπόν να αναφερθώ στον πρόεδρο με έναν λόγο εντελώς προσωπικό. Να τον αποχαιρετήσω με έναν τρόπο που μου υπαγορεύει η μακροχρόνια οικογενειακή φιλία μας. Το πρώτο βράδυ το 2005 στο ξενοδοχείο Du Lac όπου όλοι τον συνέχαιραν για την εκλογή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, γνώριζα ότι δεν θα τον αποκαλέσω ποτέ πια με το μικρό του όνομα. Κι έτσι έγινε. Aκόμη και τότε που συντρώγαμε με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο, ή όταν μου γνώριζε την Άννα την καλλιτέχνιδα κόρη του στην πισίνα του ίδιου ξενοδοχείου. Μας μιλούσε για αγαπημένους του ποιητές. Αποτύπωσα στη μνήμη τα λόγια του Ράντγιαρντ Κίπλιγκ: «Ποτέ καμιά αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρχει για τον λαό, γιατί είναι κυρίαρχος, δυνατός, σοφός. Στο μυαλό και στα χέρια του βρίσκονται τόσο η αμαρτία, όσο και η αρετή». Εκείνος ήταν ο αγαπημένος ποιητής του Κάρολου Παπούλια μαζί με τον Αρθούρο Ρεμπώ. Όλοι τον ξέρουν ως αντιστασιακό, ως πολιτικό, ως υπουργό Εξωτερικών, ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, λίγοι γνωρίζουν την πνευματικότητα και την καλλιέργειά του. Σε κείνον οφείλω τη γνωριμία με το έργο πολλών διακεκριμένων ποιητών. Μαζί γυρίσαμε τις μισές χώρες του κόσμου κι έλεγε πάντα ότι ποτέ δεν ζητήσαμε από τον ίδιο κάτι προσωπικό. Κι όπου πηγαίναμε με αναζητούσε και ρωτούσε με το γνώριμο γέλιο του: «Βρήκες κανά Γιαννιώτη εδώ στα πέρατα του κόσμου»; Ακόμη και στις τσιπουροποσίες του έλεγε μαγικά πράγματα. Καληνύχτα κύριε Πρόεδρε.
