Ο πρώτος καιρός ήταν πολύ δύσκολος. Όχι τόσο να μάθεις τα διαδικαστικά (βρες έντυπο τύπου Α ή Β, συμπλήρωσέ το, τύπωσέ το, στείλε μήνυμα στο 13033 κ.λπ.), όσο να συνηθίσεις όλα τα άλλα. Τους άδειους δρόμους, τα κλειστά μαγαζιά, τις βιτρίνες με τις άψυχες κούκλες κι εκείνο τον δυνατό αέρα που συμπλήρωνε το σκηνικό της ερημιάς και της αγριότητάς της. Γειτονιές άλλοτε γεμάτες ζωή και θόρυβο περίμεναν βουβές τον τολμηρό επισκέπτη, δρόμοι μεγάλοι, όπως η Δωδώνης ή η 28ης Οκτωβρίου, απόκτησαν μια πρωτόγνωρη προοπτική που κανείς μας μέχρι σήμερα δεν γνώριζε πως διέθεταν.
Τίποτε δεν διέκοπτε τη νωχελική κίνηση του τοπίου. Οχήματα και άνθρωποι βιαστικοί κλείστηκαν μαζί με τους θορύβους τους στο σπίτι κι άφησαν την πόλη ήσυχη. Για πρώτη φορά, μπορούσε κανείς –στην καρδιά της άνοιξης- να διακρίνει όλους τους ήχους και τις ανάσες της. Το κελάδισμα των πουλιών, το μονότονα ρυθμικό 18 μιας δεκοχτούρας, το θρόισμα των φύλλων, το τρίξιμο ενός μεντεσέ, το γαύγισμα των σκύλων απέναντι από το Ρολόι, τις πεταλιές ενός ποδηλάτου, τα βήματα ενός μοναχικού περιπατητή πάνω στην άσφαλτο.
Η πόλη ξαφνικά έγινε πιο φιλόξενη και ανθρώπινη. Όσοι αντάμωναν στον δρόμο, χαιρετιούνταν, ακόμη κι αν δεν γνωρίζονταν. Στα πεζοδρόμια υπήρχε χώρος αρκετός, για να τα διασχίσεις. Οι μπάρες αναπήρων δεν ήταν κατειλημμένες από αυτοκίνητα, το κόκκινο φανάρι δεν παραβιαζόταν, κανείς δεν χρειαζόταν να διπλοπαρκάρει. Για λίγο καιρό όλες οι μέρες ήταν Κυριακές. Και μάλιστα Κυριακές Αυγούστου (χωρίς τη ζέστη τους), που όλος ο κόσμος βρίσκεται στις παραλίες και αφήνει πίσω του την πόλη, μήπως και ξαποστάσει λίγο κι εκείνη από τη διαρκή και έντονη παρουσία του.
Μετά τις δύο κρίσιμες εβδομάδες του Απριλίου, οι άνθρωποι της πόλης άρχισαν να χαλαρώνουν. Μερικά απογεύματα ήταν δύσκολο να διατηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις, ο κόσμος πλήθαινε στους δρόμους, αυτοκίνητα και πεζοί περίμεναν να ανάψει το φανάρι για να περάσουν, όταν μόλις δέκα μέρες πριν θαρρούσες ότι οι φωτεινοί σηματοδότες λειτουργούσαν για καθαρά τυπικούς λόγους, αφού κυκλοφορία ουσιαστικά δεν υπήρχε για να τη ρυθμίσουν. Τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων έγιναν πιο πλατιά και μένανε εκεί για περισσότερη ώρα.
Την Κυριακή του Πάσχα μάλιστα, αφού κοιμήθηκαν ως αργά το πρωί και έφαγαν το μεσημέρι μέσα στα σπίτια τους όσα εδέσματα έως πέρσι έτρωγαν έξω στον δυνατό ήλιο, έβαλαν τα καλά τους και το απόγευμα πήγαν βόλτα στο κέντρο. Γέμισε ο τόπος με καροτσάκια, ποδήλατα, αλλά και αθλούμενους με την ανάλογη περιβολή. Γνωστοί συναντιούνταν και κοντοστέκονταν να ανταλλάξουν ευχές, τηρώντας τις περισσότερες φορές τις αποστάσεις. Λίγα τα οχήματα, ελέω άσκοπης μετακίνησης και Κυριακής.
Την Τρίτη το πρωί, το σκηνικό είχε αλλάξει εντυπωσιακά. Οι μικροί κάδοι των δρόμων είχαν υπερχειλίσει από χάρτινα μπολ με υπολείμματα λιωμένου παγωτού, οι (πολλοί) άνθρωποι κρατούσαν έναν καφέ στο χέρι και βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα φορούσαν τα φωσφορούχα γιλέκα τους και μάζευαν με το φαράσι τους τα σκουπίδια από την άκρη των δρόμων. Τα φανάρια ρύθμιζαν μια ελαφρώς αυξημένη κυκλοφορία. Κανένα σκυλί δεν ακουγόταν να γαυγίζει, κανένα κελάηδημα πουλιού δεν έφτανε στ’ αυτιά μας.
Αυτή η απότομη εναλλαγή σκηνικού σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη είναι και η πρώτη αίσθηση επιστροφής στην κανονικότητα -για τους περισσότερους ευπρόσδεκτη και σωτήρια. Τα πράγματα θα αργήσουν πολύ να γίνουν όπως πριν. Θα πρέπει ενδεχομένως να μάθουμε να ζούμε ελαφρώς διαφορετικά και με επιστάμενη την προσοχή μας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι σταδιακά αρχίζουμε να επιστρέφουμε στην πόλη, να τη γεμίζουμε με την παρουσία και τους ήχους μας, να καταλαμβάνουμε πάλι τον χώρο, να κυριαρχούμε στους δρόμους και τις γειτονιές της.
Ήταν ένα αλλοπρόσαλλο αναγκαστικό διάλειμμα, που –θα φανεί παράξενο, αλλά- είχε και την ομορφιά του μέσα στο βαθύ και αγωνιώδες σκοτάδι του. Όταν θα αφηγούμαστε στην επόμενη γενιά όλη αυτή την αλλόκοτη ιστορία της πανδημίας, θα υπάρχει πάντα στις κουβέντες μας κι αυτό το ελαφρώς φωτεινό κομμάτι της: όταν η πόλη θύμιζε για μέρες Κυριακή κι όσο κι αν στην αρχή μάς τρόμαξε η ερημιά της, στο τέλος έγινε φίλη μας και ανέδειξε πόσο γοητευτική μπορεί να είναι η σιωπή μέσα σε ένα αμιγώς αστικό τοπίο.
