Παιχνίδια των καιρών! Από τα Αnina, όπου είχα πάει εκδρομή κάποιο Σάββατο, τα Anina της επαρχίας Banat της Ρουμανίας (και που η εκεί Ουγγαρέζικη μειονότητα έλεγε Stájerlakanina), βρέθηκα ξαφνικά μετά από μια βδομάδα στα Ιωάννινα. Μεταγραφή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Μιας νεαρότατης Ιατρικής Σχολής που τότε πάλευε να ξεκινήσει την λειτουργία της, χωρίς ακόμα να διαθέτει κτήριο. Μήτε πολλούς από τους καθηγητές της. Και η Γραμματεία της ακόμα βρισκόταν στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας πίσω από την Ακαδημία και τα μαθήματα γινόντουσαν στο υπόγειο μιας άλλης στην Ναπολέοντος Ζέρβα. Τα Γιάννενα που ήταν ακόμα μια μικρή, συνοριακή, οικονομικά στενεμένη επαρχιακή πόλη. Και το Πανεπιστήμιο, δικαίως, η πολλά υποσχόμενη για το μέλλον της λύση. Και εμείς οι φοιτητές, φορείς ανάπτυξης και ταυτόχρονα αναγκαίο κακό.
Το «Διεθνές», στο κέντρο της γκρίζας αυτής επαρχιακής πόλης που μας φιλοξενούσε, ξεχώριζε από τότε. Λαμπερό, ευγενικό, ανεκτικό, αστικές ιδιότητες που τότε δεν έβρισκες σε περίσσευμα στην μικρή μας πόλη. Τότε που ζαχαροπλαστείο δεν ήταν εύκολο να βρεις σε επαρχιακή πόλη. Διέθετε εξαιρετικά προϊόντα με γεύσεις κάστανου, μόκας, καϊμάκι, πουτίγκας δίπλα σε εξαίσιους γιαννιώτικους μπακλαβάδες, τσουρέκια και κωνσταντινάτα. Γεύσεις αναπάντεχες σε έναν τόπο, που τότε κυριαρχούσαν άλλες, όπως το γαλοτύρι και οι ζυμαρόπιτες, τα τσίπουρα και οι πρατίνες. Ένα μαγαζί που κρατιόταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα, κάθε νύχτα. Προσφέροντας στους θαμώνες του άπλετη ζεστασιά, δυνατότητα ατέρμονων συζητήσεων και ικανό υλικό κοινωνικής κριτικής παρατηρημένο, αργότερα, από τα σεπαρέ του. Εγώ, όμως, που, ως Αθηναίος, δεν γνώριζα κανέναν από τους θαμώνες του και που επίσης ως φοιτητής δεν διέθετα τα απαραίτητα χρήματα για να αποκτήσω τουλάχιστον τόσο συχνά όσο θα ήθελα τα προϊόντα του, συνήθιζα να πηγαίνω και να κάθομαι έξω από το μαγαζί, σε ένα σκαλοπάτι που βρισκόταν τότε δίπλα από την πρόσοψη του μαγαζιού. Σαν πίνακας του Έντουαρντ Χόπερ. Όπως τώρα κάνουν τα παιδιά στα σκαλάκια της εισόδου της Περιφέρειας. Όταν όλα τα άλλα μαγαζιά κλείνανε, και εγώ δεν είχα πού αλλού να πάω. Όταν δεν είχα ύπνο και ήμουν μόνος χωρίς παρέα. Να νοιώθω λίγη από την ζεστασιά των θαμώνων του, που βρίσκονταν στο εσωτερικό του μαγαζιού, ανέγγιχτος από το εξεταστικό βλέμμα των λίγων περαστικών μιας περασμένης ώρας, αφού εγώ ήμουν ένας ξένος, ένας φοιτητής. Στο πιο αθηναϊκό μέρος των Ιωαννίνων του ’80! Γιατί το «Διεθνές», που πλέον έγινε μνήμη με έντονο συναισθηματικό αποτύπωμα, τότε δεν ήταν μόνο ένα ζαχαροπλαστείο. Ήταν ένα κομμάτι της πόλης και των ανθρώπων της!