Εικόνα 4 - Οκτώβριος 1912: Ελληνοαμερικάνοι με τις αποσκευές τους ενώ αναχωρούν από τη Ν.Υ. για την πατρίδα.
Ιστορίες

Από το Σαν Φρανσίσκο στο Δρίσκο: Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 1ο

Ενόψει της επετείου απελευθέρωσης των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό, ο Η.Α. θα δημοσιεύσει, αρχής γενομένης από σήμερα, έξι κείμενα του Αλέξανδρου Μωυσή για τους Ελληνοαμερικανούς που ταξίδεψαν από τις ΗΠΑ για να πολεμήσουν εθελοντικά για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1912-13. Σήμερα το πρώτο κείμενο με τίτλο «Η προετοιμασία και η επιστράτευση».

Η προετοιμασία και η επιστράτευση

Στα γεράματά του, ο «παππούς ο Μπιλ» διηγούταν σε εμάς τα εγγόνια του πώς επέστρεψε στην πατρίδα από το Σικάγο το 1912 για να πολεμήσει εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σήμερα θα σας μιλήσω γι’ αυτόν και για τους συντρόφους του, που ήρθαν τότε από μακριά για να απελευθερώσουν τα Γιάννενα, τα νησιά, και τη Μακεδονία.

Δεν θα αναφερθώ στους προγόνους μου της οικογένειας Λεβή, που έζησαν τότε μαζί με τους υπόλοιπους Γιαννιώτες τις στερήσεις από την πολύμηνη πολιορκία της πόλης. Γι’ αυτούς έχω γράψει αλλού.

Θα μιλήσω για τον 24χρονο τότε πατέρα της μητέρας μου, που παράτησε τη βιοπάλη στο Σικάγο για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Για τον παππού και τους άλλους είκοσι χιλιάδες τουλάχιστον Ελληνοαμερικανούς που γύρισαν τότε. Ναι, διαβάσατε σωστά: Δεκάδες χιλιάδες ήταν αυτοί που μπάρκαραν τις μέρες εκείνες.

Δεν ήταν επιστήμονες και εφοπλιστές. Μιλάμε για παγωτατζήδες, για καραμελάδες, ανθοπώλες, μπογιατζήδες, σερβιτόρους, εστιάτορες, ανθρακωρύχους, αλλά και φοιτητές. Όταν έφυγαν για τον πόλεμο, βούιξε ο τόπος στην Αμερική. Σε κάθε γωνιά της ηπείρου βρίσκει κανείς αναφορές στις τοπικές εφημερίδες για το κενό που άφησε η απουσία τους, όταν αυτοί πήγαν να πολεμήσουν.

Θα μιλήσω σήμερα για την ένδοξη ιστορία τους.

Πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους

Εικόνα 1 – Φεβρουάριος 1897: Πλήθη έξω από τα ανάκτορα διαδηλώνουν υπέρ του πολέμου.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είναι κατά τη γνώμη μου η ενδοξότερη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία. Κι αυτό επειδή ο λαός και η ηγεσία του πολέμησαν και νίκησαν ενωμένοι. «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος» όπως λέει και το ρεφρέν. Μετά τους θριάμβους των Βαλκανικών Πολέμων, επέστρεψαν στη χώρα ο εθνικός διχασμός μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών, και αργότερα ο εμφύλιος μεταξύ των φιλορώσων κομμουνιστών και των φιλοδυτικών αντικομμουνιστών.

Λαός ενωμένος το 1912-13, αλλά και καλά προετοιμασμένος. Δεν ήταν τυχαία η νίκη του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς. Είχαν προηγηθεί πολλά χρόνια εντατικής προετοιμασίας: στο ελληνικό βασίλειο, στην τουρκοκρατούμενη ακόμα  Ήπειρο, αλλά και στην Αμερική. Η ήττα του 1897 έγινε καταλυτικό γεγονός για μια άλλη προσέγγιση. Στις αρχές του ’97, μερικοί σοφοί –σύγχρονες Κασσάνδρες- είχαν προειδοποιήσει τον κόσμο, αλλά δεν εισακούστηκαν. Έγραφε, για παράδειγμα, ο αρθρογράφος στην εφημερίδα Φωνή της Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1897, καθώς διαδηλωτές στην Αθήνα πίεζαν για πόλεμο σε υποστήριξη της Κρητικής Επανάστασης (Εικ. 1):

«Ἐκεῖνο τὸποῖον ἔχω καθῆκον νὰ συμβουλεύσω ὡς πατριώτης, ὡς γνωρίζων πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς γνωρίζων τὴν ἐν γένει κατάστασιν τῆς Ἠπείρου καὶ τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ὀθωμανῶν, εἶνε ἀποτροπὴ σκηνῶν ὁμοίων πρὸς αὐτάς τοῦ Λυκουρσίου˙ τόπος δὲν ἀντέχει εἰς τοιαύτας δοκιμὰς καὶ μετὰ λύπης θὰ εὐρεθῇ εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ τὰς ἀποκρούσῃ. Κινήματα δοκιμαστικ ὅπως τὰ τοῦ παρελθόντος θέρους ἐν Μακεδονίᾳ, κινήματα τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν πρὸς ἀντίκτυπον τοῦ Κρητικοῦ ζητήματος πρὸς ἐπίλυσιν ἄλλης διαφορᾶς ἔχουν ἐπιβεβλημένον καθῆκον νὰ ἀποφύγουν οἱ διοργανοῦντες ταῦτα, διότι τὰ τοιαῦτα κινήματα θὰ ἀποτύχουν ἐντελῶς καὶ διὰ τῆς ἀποτυχίας θὰ βλάψωσι τὴν κρατοῦσαν καὶ εἰς τὸ ὀθωμανικόν στοιχεῖον ἀγαθὴν ἰδέαν περί τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ τῆς ἐνδεχομένης μετ’ αὐτοῦ ἑνώσεως».

Η απόβαση ατάκτων στο Λυκούρσι, στους Άγιους Σαράντα το 1878, γεγονός με το οποίο είχε αναμειχθεί αργότερα και ο γιαννιώτης πρόγονος μου Νταβιτσόν Εφέντης Λεβής, είχε οδηγήσει σε αποτυχία και σε αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στους πρωταγωνιστές (βλ. το βιβλίο μου Νταβιτσόν Εφέντης: Ένας Ρωμανιώτης Πασάς στα Γιάννενα, εκδόσεις Καπόν).

Το σύνθημα για μια διαφορετική προσέγγιση, μετά και την αποτυχία του 1897, είχε δώσει ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος όταν σε συνέντευξη του τον Σεπτέμβριο του 1897 στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ είπε: «Ἠττήθημεν διότι δὲν εἴχομεν ἐργασθῆ διὰ πόλεμον.»

Ακολούθησαν λοιπόν μια συστηματική προετοιμασία μαζί με εξοπλιστικά προγράμματα στον στρατό και στο ναυτικό, η ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρείας, η οργάνωση αγωνιστών στην Ήπειρο, η φυγάδευση όπλων, η κατασκοπεία των τουρκικών θέσεων με πρωταγωνιστή τον έλληνα πρόξενο και μετέπειτα γενικό διοικητή Ηπείρου Άγγελο Τυπάλδο-Φορέστη. Ακολούθησε επίσης αναδιάταξη στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων μετά το κίνημα στο Γουδί το 1909.

Η μετανάστευση και η ζωή στην Αμερική

Η φλόγα αυτή της συστηματικής προετοιμασίας μεταφέρθηκε και στην Αμερική. Μέσα στη δεκαπενταετία μεταξύ του 1897 και του 1912 πάνω από 250 χιλιάδες νέοι έλληνες, άνδρες και έφηβοι συνήθως, οδηγήθηκαν στη μετανάστευση προς τη νέα ήπειρο. Αιτία ήταν οι οικονομικές κακουχίες στην πατρίδα ή στα τουρκοκρατούμενων ακόμη εδάφη. Όταν έφτανε σε μια αμερικανική μεγαλούπολη, ο νέος μετανάστης ερχόταν αμέσως σε επαφή με τους εκεί συγχωριανούς του. Όσοι είχαν φτάσει νωρίτερα γίνονταν η καινούργια του οικογένεια και ο πυρήνας για τη στήριξη και την καθοδήγησή τους.

Έτσι, και ο δικός μου ο παππούς, ο Βασίλης Σουρραπάς, ξεκίνησε το 1905  σαν δεκαεξάχρονος έφηβος από τα ορεινά Βέρβενα της Αρκαδίας, για να βρει τα δύο μεγαλύτερα του αδέλφια στο Σικάγο. Όπως γινόταν και σε πολλές άλλες φτωχές οικογένειες τότε, οι γονείς έστελναν ένα-ένα τα αγόρια τους στην Αμερική όταν αυτά ήταν αρκετά μεγάλα. Μετά τον παππού, ακολούθησαν αργότερα και τα άλλα μικρότερα αδέλφια. Τι πληγή για τις μανάδες!

Εικόνα 2 – Μέλη της αδελφότητας των συγχωριανών Βερβενιωτών στο Σικάγο το 1923.

Φτάνοντας με το υπερωκεάνειο στη Νέα Υόρκη ο παππούς πέρασε υγειονομικό έλεγχο στο περίφημο «Καστιγκάρι» (Castle Garden). Αμέσως άρχισε να πουλάει φρούτα στους δρόμους της Νέας Υόρκης για να μαζέψει χρήματα για τα ναύλα προς το Σικάγο και τα αδέλφια του. Εκεί, στο Σικάγο, οι συγχωριανοί του είχαν ιδρύσει το 1901 και αδελφότητα Βερβενιωτών, το Vervena Fraternity του Σικάγο (Εικόνα 2). Όταν έφταναν οι καινούργιοι, τους παραλάμβαναν και τους έβαζαν στη δουλειά στους δρόμους πουλώντας φρούτα, παγωτά, καραμέλες και λουλούδια. Παρόμοιοι όμιλοι δημιουργήθηκαν γύρω από τις καινούργιες εκκλησίες τους και στις άλλες Αμερικανικές μεγαλουπόλεις.

Από το 1909 και μετά, τις Κυριακές μετά τη λειτουργία στην εκκλησία οι νεαροί δουλευταράδες εργένηδες μαζεύονταν στους ομίλους τους, τους «ιερούς λόχους», για πολεμικά γυμνάσια. Τους καθοδηγούσαν συμπατριώτες που είχαν υπηρετήσει ως αξιωματικοί στον ελληνικό στρατό πριν έρθουν στην Αμερική. Σε αντίθεση με τους συνομήλικους τους στην Ελλάδα, οι περισσότεροι Ελληνοαμερικανοί δεν είχαν μουστάκι.

«Αδέλφια, ελάτε!»

Σε μία από τις κυριακάτικες συγκεντρώσεις του παππού και των άλλων ομογενών στο Σικάγο τον Ιανουάριο του 1911 παραβρέθηκε και ο Σπύρος Ματσούκας, ο πατριώτης ποιητής ο οποίος είχε έρθει από την Ελλάδα και είχε καταφέρει με τους πατριωτικούς του εράνους να συμβάλει αποφασιστικά στην αγορά του αντιτορπιλικού «Νέα Γενιά». Μιλώντας στους ομογενείς, ο Ματσούκας είπε μεταξύ άλλων: «Αδέλφια, ελάτε! Η πατρίδα και η θρησκεία σας καλούν!» (Λοχίας, Σικάγο 21 Ιανουαρίου 1911).

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1911, ξέσπασε ο τουρκοϊταλικός πόλεμος στη Λιβύη, οι προετοιμασίες εντάθηκαν. Τα νέα, που έφταναν από τα Βαλκάνια στην Αμερική, έδειχναν πως η τελική αναμέτρηση πλησίαζε. Το σπινθήρα για την ανάφλεξη των Βαλκανικών Πολέμων έδωσε τελικά στις 25 Σεπτεμβρίου το Μαυροβούνιο, όπου ο βασιλιάς Νικόλαος ήταν και πεθερός του βασιλιά της Ιταλίας. Η κήρυξη του Βαλκανικού Πολέμου ανάγκασε τους Τούρκους να τερματίσουν αμέσως τον πόλεμο με την Ιταλία.

Στις 2 Οκτωβρίου 1912 έφτασε στις ομογενειακές κοινότητες το τηλεγράφημα που ανακοίνωνε την επιστράτευση. Σε κάθε ελληνοαμερικάνικη γειτονιά σήμανε συναγερμός. Τα προξενεία και οι ελληνικές εφημερίδες της Αμερικής κατακλύστηκαν από νέους που ρωτούσαν για την επιστράτευση. Οι άποροι προσπαθούσαν να μάθουν πώς θα έβρισκαν τρόπο να καλύψουν το κόστος του υπερατλαντικού ταξιδιού.

‘Όσοι είχαν υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό πριν έρθουν στην Αμερική επιστρατεύονταν. Είχαν την υποχρέωση να γυρίσουν και να παρουσιαστούν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αλλιώς, η πατρίδα θα τους αντιμετώπιζε σαν ανυπότακτους, πράγμα που θα δυσκόλευε τον μελλοντικό επαναπατρισμό που όλοι τους ποθούσαν. Σκοπός τους ήταν εργαστούν στην Αμερική, στηρίζοντας με τα εισοδήματά τους και τις οικογένειες των γονέων τους πίσω στην πατρίδα μέχρις ότου μαζέψουν αρκετές οικονομίες για να επιστρέψουν μόνιμα στο χωριό τους.

Έγραψαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης στις 6 Οκτωβρίου του 1912: «Η ελληνική αντιπροσωπεία αναμένει εκτεταμένη έξοδο Ελλήνων από τη χώρα αυτή για να στρατευτούν στην πατρίδα τους στον πόλεμο με την Τουρκία. Υπάρχουν 350 χιλιάδες έλληνες πολίτες στις ΗΠΑ οι οποίοι έχουν υπηρετήσει στην Ελλάδα ή είναι σε στρατεύσιμη ηλικία».

Από αυτούς υπολογίζεται ότι γύρω στους 75 χιλιάδες κλήθηκαν, όταν έγινε η αρχική επιστράτευση, και τουλάχιστον 20 χιλιάδες επέστρεψαν για να πολεμήσουν.

Εικόνα 3 – Διαφήμιση του ταξιδιωτικού πρακτορείου Σουρραπά-Αλαφούζου στο Σικάγο το 1912.

Το κόστος για το ταξίδι από την Αμερική στην Ελλάδα, πρώτα με τραίνο ως τη Νέα Υόρκη και μετά με πλοία ως την Πάτρα ή τον Πειραιά, ήταν γύρω στα 100 δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί σήμερα με 2250 ευρώ. Ο μέσος ετήσιος μισθός για έναν εργάτη τότε ήταν 200 με 400 δολάρια. Στο Σικάγο, πολλοί από τους ταξιδιώτες αγόρασαν το εισιτήριο τους από το πρακτορείο Σουρραπά-Αλαφούζου, το οποίο ήταν εγκατεστημένο στην οδό Χάλστεντ, δίπλα στο Χολ Χάους (Hull House), τη μεγάλη αίθουσα όπου μαζεύονταν και εκπαιδεύονταν οι Ελληνοαμερικανοί (Εικόνα 3). Ο ένας από τους ιδιοκτήτες ήταν συγγενής του παππού, υποθέτω. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται σήμερα οι εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου του Ιλινόις. Στο Χολ Χάους έγινε και το πρώτο συλλαλητήριο για τον πόλεμο στο Σικάγο στις αρχές Οκτωβρίου του 1912.

Xιλιάδες Ελληνοαμερικανόπουλα πηγαίνουν να πολεμήσουν για την πατρίδα

Για τη συγκέντρωση στο Σικάγο, έγραψε τότε η τοπική εφημερίδα: «Ουδέποτε άλλοτε η παροικία Σικάγου είδε τόσον πλήθος Ελλήνων συναθροιζόμενον επί το αυτό, όσον κατά την εσπέραν της παρελθούσης Κυριακής, ότε συνεκροτήθη πολυαριθμότατον συλλαλητήριον έξωθι της αιθούσης του Χώλλ Χάουζ, κατά το οποίον ωμίλησε δια μακρών ο Πρόξενος, αξιότιμος κ. Ν. Σαλόπουλος, ο οποίος ενεθουσίασε τα πλήθη και τα προέτρεψεν ίνα προθύμως υπακούσωσιν εις τα κελεύσματα της πατρίδος». (ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΣΤΗΡ – Σικάγο 11 Οκτωβρίου 1912). Σίγουρα μέσα στο πλήθος ήταν και ο παππούς ο Μπιλ (Εικ. 4).

Αντίστοιχα σε συλλαλητήριο στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, οι επίστρατοι άκουσαν μεταξύ άλλων τα εξής: «Αν αι τάξεις σας τύχωσιν αραιαί απέναντι πυκνών εχρθικών μη σας τρομάξει η μυρμηκιά, διότι δεν θα είσθε και σεις ολίγοι. Τα κενά διαστήματα θα πληρούν αι σκιαί των προγόνων, τα περικείμενα νέφη των Ιερομαρτύρων και Εθνομαρτύρων ημών. Θα μάχωνται μεθ’ υμών γοργοί οι Μαραθωνομάχοι. Θα πολεμούν μεθ’ υμών πειθαρχικοί οι αθάνατοι του Λεωνίδα. Θα σας ενισχύουν οι αήττητοι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου. Θα σας εμψυχώνουν αι άπειροι στρατιαί του Βυζαντίου. Θα σας εμπνέουν οι γιγαντομάχοι του 1821» (ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΣΤΗΡ, Σικάγο 1η Νοεμβρίου).

Μαζί με τους επίστρατους, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταταγούν, ξεκίνησαν και πολλοί εθελοντές. Αυτοί, αν και δεν είχαν θητεύσει στον ελληνικό στρατό και δεν είχαν υποχρέωση να παρουσιαστούν, αναχώρησαν μαζί με τους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του παππού μου που ανήκε σε αυτή την κατηγορία: «Μετά την κήρυξιν της επιστρατεύσεως και την κήρυξιν του Βαλκανοτουρκικού πολέμου, μη δυνάμενος εκ της γενικής συγκινήσεως να μένω απαθής μακράν της πολυπαθούς πατρίδος και των πεδίων των μαχών, όπου η ηλικία μου υπηρετούσε εκ του έτους 1910 και η οποία πρώτη περιπλέχθη εις τον πόλεμον, απεφάσισα όπως έλθω και συνδράμω και ηθικώς τον αγώνα υπέρ των όλων».

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι μέσα σε δύο βδομάδες, χιλιάδες Ελληνοαμερικανόπουλα είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους, είχαν πουλήσει τα καταστήματα τους και είχαν ξεκινήσει για να πολεμήσουν για την πατρίδα. Οι υπόλοιποι είχαν οργανώσει ήδη εράνους για να καλύψουν τα έξοδα των επιστράτων αλλά και για να στηρίξουν τις οικογένειες τους όσο αυτοί θα έλλειπαν.

Στις 19 Οκτωβρίου, η Αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ έγραφε:

«Η Πανελλήνιος Ένωσις εν Αμερική, μετά την κήρυξιν του πολέμου και κατόπιν τηλεγραφήματος του υπουργείου των Εξωτερικών περί ταχίστης αποστολής των ησκημένων εφέδρων και ενεργείας εράνων […] ήνοιξε μέγα Στατολογικόν Γραφείον εις Νέαν Υόρκην προς μεταφοράν και αποστολήν εις Ελλάδα των εφέρδρων, οι οποίοι εζήτουν να ταξειδεύσουν πάντες ταυτοχρόνως. Ούτως ήρξατο η αποστολή των στρατευσίμων, χορηγούσης της Ενώσεως τα έξοδα εις τους απόρους. Επεστάλησαν δε κατ’ αρχάς δύο χιλιάδες και ευρίσκονται καθ’ οδόν 3-4 χιλιάδες.» Προσθέτει δε ότι το ατμόπλοιο «Θεμιστοκλής» μεταφέρει άλλους 1200 (όταν ο «Θεμιστοκλής» έφτασε στον Πειραιά στις 28 Οκτωβρίου, κατά τον Αθηναϊκό τύπο είχε 1500 επιβάτες).

Στους Τάιμς της Τακόμα, δίπλα στο Σιάτλ στη δυτική ακτή της Αμερικής, διαβάζουμε το Σάββατο 5 Οκτωβρίου 1912: «Πωλείται κουρείο στο στάδιο σε τιμή ευκαιρίας. Επιθυμώ να επιστρέψω στην Ευρώπη και να καταταγώ στον Ελληνικό Στρατό.» Και λίγο πιο κάτω: «Πωλείται περίπτερο φρούτων με καλές δουλειές. Ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να γυρίσει στην Ευρώπη για να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό».

Στην τοπική εφημερίδα της La Grange, νότια από την Ατλάντα στη Georgia διαβάζουμε στις 25 Οκτωβρίου: «Ο Α. Πάουελ αγόρασε το Ελληνικό εστιατόριο Σίτι Καφέ από τους Έλληνες οι οποίοι αναχωρούν για την Ελλάδα λόγω των Βαλκανικών πολέμων».

Όταν οι λεβέντες έφυγαν, η απουσία τους έγινε αισθητή σε όλες τις πόλεις που εγκατέλειψαν.

Στην εφημερίδα Tribune της Νέας Υόρκης διαβάζουμε στις 28 Οκτωβρίου 1912: «Από την 1η Οκτωβρίου που άρχισε η εποχή της βιολέτας, ο νεαρός που τα προηγούμενα χρόνια στεκόταν στο πεζοδρόμιο με ένα δίσκο βιολέτες […] απουσιάζει. Όπως οι λούστροι, οι πλανόδιοι πωλητές και οι καστανάδες, ο ανθοπώλης πήγε σπίτι για να πολεμήσει τους Τούρκους. Το αποτέλεσμα είναι ότι λιγότερες βιολέτες θα φορεθούν φέτος από ποτέ άλλοτε.[…] Αν και ίσως δεν το αντιλαμβάνεται το κοινό, υπάρχουν αρκετά ανθοπωλεία που θα υποστούν τώρα τις συνέπειες. Σε μαγαζιά όπου 100 Έλληνες ανθοπώλες αγόραζαν άνθη καθημερινά έχουν τώρα μείνει δέκα ή λιγότεροι.» Αποτέλεσμα ήταν ότι οι ανθοκαλλιεργητές αναγκάστηκαν να πετάξουν μέρος της σοδιάς τους εκείνη τη χρονιά.

Στην περιοχή της Galena στο Κάνσας, σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας, «δώδεκα ορυχεία μόλυβδου και ψευδάργυρου αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω της εξόδου των Ελλήνων και άλλων Βαλκανίων που γύρισαν στις πατρίδες τους για να πολεμήσουν εναντίον της Τουρκίας. Εκτός από τους ανθρακωρύχους, υπολογίζεται ότι 500 ακόμη ξένοι αναχώρησαν τις περασμένες εβδομάδες

Στην Ίοβα «όλοι οι Έλληνες εργάτες του σιδηροδρόμου έφυγαν για το Σικάγο από όπου θα πάνε στην Νέα Υόρκη όπου θα πάρουν το ατμόπλοιο προς την πατρίδα για να πολεμήσουν τους Τούρκους» (Sioux County Herald, 7 Νοεμβρίου 1912).

Έγραψε μια εφημερίδα στο Αϊντάχο: «Ο Έλληνας μετανάστης διασχίζει τον Ατλαντικό από την Ελλάδα σε μια άγνωστη χώρα για να βρει δουλειά. Μόλις φτάσει, βάζει όλη του την δύναμη στο μεροκάματο. Ξέρει ότι η οικογένειά του βασίζεται σε αυτόν. Το καροτσάκι του μικροπωλητή γίνεται αύριο περίπτερο, του χρόνου μαγαζί, και στο μέλλον  χονδρεμπόριο. Μερικοί γίνονται αμερικανοί πολίτες, μερικοί παντρεύονται Αμερικανίδες, μερικοί φέρνουν οικογένειες στην Αμερική, άλλοι παραγγέλνουν νύφες από την μητρική γη. Σιγά-σιγά χτίζουν μια νέα ζωή στην Αμερική. Με τα σύννεφα του πολέμου οι ίδιοι αυτοί άνδρες που δούλεψαν τόσο σκληρά για να χτίσουν τη ζωή τους στην Αμερική –και αυτό είναι εντυπωσιακό– παρατούν τα πάντα για να παρουσιαστούν στο στρατό. Γνωρίζοντας ότι μερικοί δεν θα επιζήσουν. Παρ’ όλα αυτά πάνε. Αυτό μας δείχνει το χαρακτήρα αυτών των ελλήνων πατριωτών. Πρόκειται για μια μεγάλη θυσία από μέρους τους. Πολλοί δεν θα επιστρέψουν. Οι μικρές τους αποταμιεύσεις, το μαγαζάκι τους με τις καραμέλες θα το ανταλλάξουν για έναν τάφο στο Αιγαίο, για το ανάπηρο μέλλον ενός τραυματία. Αλλά τα χαρμόσυνα πρόσωπα που γεμίζουν τα πλοία προς τη Μεσόγειο αγνοούν αυτό το ενδεχόμενο» (Blackfoot Optimist, 9 Δεκεμβρίου 1912).

Αλλά δεν ήταν μόνο Ελληνοαμερικανοί αυτοί που εκδήλωσαν ενδιαφέρον να πολεμήσουν. Διαβάζουμε στην αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 21 Νοεμβρίου:

«Καθ’ ά αναγγέλεται εξ Ουασιγκτώνος, πλείστοι Αμερικανοί φοιτηταί συνεκρότησαν ιερόν λόχον υπό το όνομα «Οι φίλοι της Ελευθερίας» και προσεφέρθησαν να παράσχουν τας υπηρεσίας των και την ζωήν των χάριν της Ελλάδος, της χώρας εκείνης όπου ανθεί η πορτοκαλέα και θάλλει η ελαία. […] Ο Επιτετραμμένος της Ελλάδος απήντησε εκφράζων τας θερμάς του ευχαριστίας αλλά και την εγκάρδιον λύπην του διότι δεν ηδύνατο επί του παρόντος τουλάχιστον, να δεχθή την προσφοράν των, αφού η Ελληνική Κυβέρνησις και Έλληνας εθελοντάς δεν δέχεται πλέον. Οι Αμερικανοί προέρχονται εκ των πανεπιστημίων Χάρβαρ, του Τζώνς Χόπκινς, του Σικάγου, της Κολομβίας, και εκ των Πανεπιστημίων της Καλλιφορνίας και Σάουθερν Καλλιφόρνια».

Δεν είχαν ακόμη αρχίσει να φτάνουν οι ειδήσεις με τις καταλήψεις του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο: Ελασσόνα, Φιλιππιάδα, Κοζάνη, Κατερίνη, Βέροια, Γρεβενά, Πρέβεζα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Πέντε Πηγάδια, Μέτσοβο.

Αλλά ούτε και οι λίστες με τους νεκρούς και τους τραυματίες.

Αύριο: Η αναχώρηση από την Αμερική

Σχετικά άρθρα

Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στη Χειμάρρα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων 1912 – 1913

Αλέκος Ράπτης

Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 6ο: Η επιστροφή των εθελοντών στην Αμερική

Αλέξανδρος Μωυσής

Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 5ο: Ένας Αμερικάνος στο πολύνεκρο Μπιζάνι