Γιάννενα 1913, Οθωμανικοί κτηματολογικοί τίτλοι ιδιοκτησίας tapu (ταπιά), αρχείο Αλέκου Ράπτη.
Ιστορίες

Ο Εσσάτ Πασάς και τα περιουσιακά στοιχεία του μουσουλμανικού πληθυσμού στα Γιάννενα το 1913

Ο Ηπειρωτικός Αγών παρουσιάζει σήμερα, ανήμερα της επετείου της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, την έρευνα του συνεργάτη του ιστορικού Αλέκου Ράπτη για τα περιουσιακά στοιχεία των Τουρκογιαννιωτών και τι αυτά απέγιναν, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής και ιστορικά ντοκουμέντα.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Βαλκανικός Συνασπισμός (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα), μετά από σκληρή πολεμική αναμέτρηση, κατάφερε να εκδιώξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τις ευρωπαϊκές επαρχίες της, αφήνοντας στους Οθωμανούς την Ανατολική Θράκη.

Με τον τερματισμό και του Β΄ Βαλκανικού πολέμου (Ιούνιος 1913 – Ιούλιος 1913), όπου η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο ήταν εναντίον της Βουλγαρίας, χιλιάδες κάτοικοι στη βαλκανική επικράτεια, Μουσουλμάνοι από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία μετοίκησαν σε μόνιμη εγκατάσταση στην Τουρκία, Βούλγαροι από Ελλάδα και Σερβία μετοίκησαν στη Βουλγαρία και Έλληνες από Βουλγαρία και Σερβία στην Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη και σε μεγάλο πληθυσμιακό κομμάτι στη Σερβία.

Η οδυνηρή προσφυγική μετακίνηση του βαλκανικού πληθυσμού

Το φαινόμενο των πληθυσμιακών μετακινήσεων προήλθε από την κατάρρευση του «Μεγάλου Ασθενούς», όπως ονομαζόταν από τους δυτικούς αναλυτές η πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πτώση της οποίας μετέβαλε ριζικά το καθεστώς  της εδαφικής κυριαρχίας, σε ολόκληρο  τον χώρο  της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Ο καθορισμός των οδυνηρών αυτών μετακινήσεων βασιζόταν στην αρχή της «επιλογής» (clause d’option) : «Οι κάτοικοι των επίμαχων και μόνο επαρχιών –και ουδέποτε ολόκληρης της χώρας – είχαν το δικαίωμα είτε να παραμείνουν στις εστίες τους, αφού αποκτήσουν την υπηκοότητα του νέου κυρίαρχου, είτε να εγκαταλείψουν την επικράτεια αλλά να διατηρήσουν την προηγούμενη υπηκοότητά τους, σε καμία περίπτωση όμως δε θίγονταν τα περιουσιακά δικαιώματά τους σε κινητά ή ακίνητα Αγαθά».

Η Συνθήκη του 1913

Τον Σεπτέμβριο του 1913 συνάπτεται η πρώτη συνθήκη μεταξύ Τουρκίας – Βουλγαρίας. Η συνθήκη αυτή έδωσε την πρώτη διεθνή νομική υπόσταση του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» ωστόσο, αν και εμφανίζεται ως εκούσια, κατά βάθος δεν είναι παρά ένας καθ’ όλα «ωραιοποιημένος» βίαιος εκπατρισμός.

Η Συνθήκη του 1914

Η συνθήκη αυτή ανέφερε ρητά ότι: «Οι πληθυσμοί των ελληνικών χωρίων Θράκης και νομού Σμύρνης μέχρι των Στενών, ανταλλαχθήσονται έναντι Μουσουλμάνων χωρικών Μακεδονίας και Ηπείρου, η δε ανταλλαγή γενήσεται ταυτοχρόνως και μετά πιστοποίησιν της αυθορμήτου αυτών επιθυμίας προς μετανάστευσιν».

Συνέπεια αυτής της συμφωνίας ήταν ο βίαιος εκπατρισμός στην Ελλάδα άνω των 250.000 Ελλήνων από Μικρά Ασία και Θράκη.

Πολλές χιλιάδες Ελλήνων βρήκαν τον θάνατο, συνέπεια διωγμών και ταλαιπωριών από 1915 – 1918.

Η Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919

Βάσει της παραπάνω Σύμβασης, περί τους 50.000 Έλληνες μετανάστευσαν από Βουλγαρία στην Ελλάδα και 90.000 Βούλγαροι από Ελλάδα στη Βουλγαρία, ενώ, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, παρέμειναν στην Ελλάδα 41.017 σλαβόφωνοι που δεν επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν.

Η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και η επώδυνη ανταλλαγή πληθυσμών

Μετά τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής και τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 από τους Τούρκους,  το αποκορύφωμα του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» αποτέλεσε το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και το οποίο στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης. Η «ανταλλαγή» δεν ήταν πλέον εκούσια και ελεύθερη, αλλά υποχρεωτική, ως αποτέλεσμα πολεμικής ήττας την οποία υπέστη η Ελλάδα.

Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης η Ελλάδα, μολονότι ήταν αντίθετη στην άποψη της εκούσιας ανταλλαγής (καταστροφική για τον ευημερούντα ελληνισμό της Μικράς Ασίας), πιεζόμενη από το ατυχές αποτέλεσμα του πολέμου, δήλωσε ότι θα συζητήσει την εκούσια και αμοιβαία ανταλλαγή. Η Τουρκία, όμως, στην περίπτωση αυτή δεν δέχθηκε ούτε εκούσια ούτε αμοιβαία ανταλλαγή, αλλά υποχρεωτική.

Βάσει της συνθήκης αυτής, Ελλάδα και Τουρκία αναγνώριζαν ως μεταξύ τους χερσαίο σύνορο την κοίτη του ποταμού Έβρου. Παράλληλα, αναγνωριζόταν τελεσίδικα, έστω και υπό καθεστώς αποστρατικοποίησης, η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου, πλην της Ίμβρου και της Τενέδου, οι οποίες παραχωρούνταν στην Τουρκία, ενώ η Ελλάδα, αντί της καταβολής πολεμικής αποζημίωσης όπως επίμονα ζητούσε η τουρκική αντιπροσωπεία, δέχθηκε την παραχώρηση εδάφους στην Τουρκία, στο γνωστό τρίγωνο του Καραγάτς στη Θράκη.

Τα περιουσιακά στοιχεία  του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Ελλάδα

Στη Συνθήκη της Λωζάνης το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή των πληθυσμών αποτέλεσε η θρησκεία και όχι η εθνικότητα. Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι άρχισαν σταδιακά να κατευθύνονται προς την Τουρκία, εγκαταλείποντας την Ελλάδα και τις επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία), οι οποίες είχαν απελευθερωθεί πρόσφατα από τον ελληνικό στρατό, μεταφέροντας μαζί με τις οικογένειές τους και κάποια στοιχεία της κινητής τους περιουσίας.

Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, για να διατηρήσουν την ακίνητη περιουσία τους που άφηναν πίσω τους, είτε τη μεταβίβαζαν εικονικά σε έμπιστά τους πρόσωπα, είτε την πουλούσαν σε επιτήδειους «αετονύχηδες» αγοραστές σε εξευτελιστικές τιμές.

Το ελληνικό κράτος, για να προστατέψει τις περιουσίες τους, αλλά και για να γίνει ο ουσιαστικός κάτοχος αυτών, εξέδωσε δύο νόμους:

  • To ΝΔ της 25ης Ιανουαρίου 1913/8 Φεβρουαρίου 1913, ΦΕΚ 26 «περί απαγορεύσεως μεταβιβάσεως κυριότητος κ.τ.λ. ακινήτων κειμένων εις τας καταληφθείσας ή καταληφθεισομένας υπο του στρατού χώρας» και τον νόμο ΔΡΑΔ της 1/2  Μαρτίου 1913 «περί διοικήσεως στρατιωτικώς των κατεχομένων χωρών», ΦΕΚ 41.
  • Στις 10/12 Μαΐου 1914 ο νόμος 262, ΦΕΚ 130 χαρακτήριζε ως «εγκαταλελειμμένα» τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονταν στις επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία), που είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό και των οποίων οι κάτοικοι ή οι νόμιμοι κάτοχοί τους είχαν αναχωρήσει στο εξωτερικό, εγκαταλείποντάς τα.

Επιπροσθέτως ο νόμος 1073 της 3/21 Νοεμβρίου 1917, ΦΕΚ 368 αναφερόταν στο ίδιο θέμα «περί απαγορεύσεως εμπορίας και δικαιοπραξιών προς υπηκόους εχθρικών Κρατών, μεσεγγυήσεως των εν Ελλάδι περιουσιών αυτών και διοικήσεως εγκαταλειμμένων ακινήτων εις τα Νέας Χώρας».

Οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα στην Τουρκία

Με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912 – 1913) άρχισαν να καταφθάνουν στην Τουρκία χιλιάδες πρόσφυγες από όλη τη βαλκανική επικράτεια, ένα μεταναστευτικό κύμα το οποίο συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918) και στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919 – 1922).

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και τη Συμφωνία Ανταλλαγής 500.000 μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα υπό την επίβλεψη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής (ΜΕΑ).

Το μεγαλύτερο μέρος της ακμάζουσας κοινότητας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είχε εκδιωχθεί βιαίως από τους Τούρκους, ενώ, βάσει της Συμφωνίας, «εξασφαλιζόταν η ασφαλής μεταφορά» 200.000 Ελλήνων, οι οποίοι ζούσαν κυνηγημένοι στα βουνά από τον τουρκικό στρατό, έχοντας εγκαταλείψει τις εστίες και τις περιουσίες τους, στις οποίες πλέον τώρα είχαν εγκατασταθεί μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα.

Τον Μάιο του 1924 κατέφθασαν στην Τουρκία 150.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα. Από τα Γιάννενα και την Πρέβεζα 15.000 γεωργοί και αμπελουργοί, 40.000 ελαιουργοί, συνολικά 55.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Αττάλεια, τη Σελεύκεια και τα γύρω χωριά. Από την Δράμα και ως επί το πλείστον από την Καβάλα 30.000 καπνοπαραγωγοί εγκαταστάθηκαν στη Σαμψούντα και στα περίχωρα. Από την επαρχία Σερρών 20.000 καπνοπαραγωγοί, 15.000 γεωργοί και αμπελουργοί, 5.000 ελαιουργοί, συνολικά 40.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα Άδανα και στη γύρω περιοχή.

Η απογραφή των μουσουλμανικών περιουσιών από το ελληνικό κράτος

Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επέλεξαν να μετακινηθούν από τις επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία) με κατεύθυνση προς την Τουρκία, έπρεπε να φροντίσουν για την καταγραφή των περιουσιακών τους στοιχείων στις αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους. Οι υποεπιτροπές της  Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής (ΜΕΑ), συνέτασσαν – σφράγιζαν και επίσημα υπέγραφαν σε τέσσερα αντίγραφα το Πιστοποιητικό – Υπεύθυνη Δήλωση Περιουσίας, που θα  αποτελούσε το σημαντικότερο έγγραφο για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες, γιατί βάσει αυτού «θα καθοριζόταν η περιουσία που θα λάμβαναν στην Τουρκία». Επιπλέον, οι υποεπιτροπές της  Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής (ΜΕΑ) θα συνέτασσαν πρακτικό σχετικά με την ακίνητη περιουσία, που θα έδειχνε το είδος της περιουσίας, την ποσότητα και την αξία της σε χρυσά νομίσματα, ούτως ώστε να λάβουν στην Τουρκία την αντίστοιχη περιουσία τους.

Τίποτα δεν έγινε με όλο αυτό το γραφειοκρατικό χαρτομάνι, γιατί  εφαρμόστηκε εκατέρωθεν η άμεση μεταφορά των χριστιανών και μουσουλμάνων προσφύγων από και προς τα δύο εμπλεκόμενα κράτη.

Στις επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία), οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν καμία Δήλωση Περιουσίας και πολλοί εξ αυτών πούλησαν σε εξευτελιστικές τιμές τις περιουσίες τους, άλλες αρπάχτηκαν από επιτήδειους, κάποιοι δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν κανέναν τίτλο ιδιοκτησίας, ενώ κάποιοι άλλοι δεν εξασφάλισαν ούτε τη Δήλωση της χρηματικής αξίας της περιουσίας των.

Έτος 1913, αιχμάλωτοι τούρκοι στρατιωτικοί από τον ελληνικό στρατό.

Γιάννενα 1913 – 1914, οι οθωμανοί αξιωματικοί και οπλίτες, αιχμάλωτοι πολέμου στα Γιάννενα

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ο ελληνικός στρατός, μετά από σκληρές μάχες με τον τουρκικό στρατό που διήρκεσαν συνολικά τέσσερις μήνες, απελευθερώνει τα Γιάννενα από την οθωμανική κυριαρχία, που είχε  διαρκέσει 483 χρόνια.

Ο Dr. Ugur Ozcan, ο οποίος είναι βοηθός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, έθεσε στη διάθεσή μου την εργασία του, που φέρει τον τίτλο «Ottoman prisoners of war and their repartition challenge in Balkan Wars», χαρακτηριστικά αναφέρει:  «…Μετά την πτώση των Ιωαννίνων, συνελήφθησαν 33.000 οθωμανοί στρατιώτες, αιχμάλωτοι από τους Έλληνες. Από αυτούς τους συλληφθέντες, οι 800 ήταν αξιωματικοί του στρατού, ενώ 6.000 ήταν τραυματίες και άρρωστοι στρατιώτες… Αρκετά σύντομα είχαν συλληφθεί 35.000, που είχαν σχεδόν εγκαταλείψει τον οπλισμό τους. Μέχρι τη στιγμή που παραδόθηκαν τα Γιάννενα, 25.785 διέμεναν στα οθωμανικά στρατιωτικά νοσοκομεία και σε νοσοκομεία στα Γιάννενα που υπάγονταν στο οθωμανικό σώμα στρατού. Από αυτούς τους στρατιώτες, 11.033 απολύθηκαν ως αποτέλεσμα της ανάρρωσής τους, ενώ 8.055 έχασαν τη ζωή τους στα νοσοκομεία. Ωστόσο, το υπόλοιπο των 6.697 αρρώστων οθωμανών στρατιωτών ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων, που είχαν κρατηθεί από τους Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά  περίπου 80 χιλιάδες κρατούμενοι οθωμανοί αιχμάλωτοι πολέμου ήταν ένα τεράστιο αριθμητικό νούμερο…».

Όλοι οι αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιωτικοί μετήχθησαν σε 32 στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου ανά την Ελλάδα. Ο γιαννιώτης λογοτέχνης, ερευνητής και λαογράφος, Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, στο δεκάτομο έργο του με τίτλο «Τα Γιάννενα του Μεσοπολέμου» τόμος Α’ αναφέρει: «…γραφικό θέαμα για τους Γιαννιώτες αποτελούσαν, μετά την απελευθέρωση (21 Φεβρουαρίου 1913), οι τούρκοι αιχμάλωτοι αξιωματικοί, που κρατούνταν στα Γιάννινα… Όσοι έμειναν στα Γιάννινα περνούσαν καλά. Η πόλη, ύστερα από τις πικρίες του πολέμου, τους εξασφάλισε μια ζωή ανέμελη και ευχάριστη. Μπιλιάρδο, κινηματογράφος, ρομαντικοί περίπατοι στην πλατεία και τον «Κουραμπά» και καθησιό… Οι Γιαννιώτες τους είχαν συνηθίσει, τους έδειχναν συμπάθεια και λυπήθηκαν όταν, κατά τα τέλη του μήνα, τους πήραν από τα Γιάννινα για να τους στείλουν στα νησιά, ίσως γιατί η κατάσταση στην Ήπειρο ήταν ακόμα ρευστή…».

Η εφημερίδα «Πατρίς» την 1η Μαρτίου 1913 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερον άρχισεν η μεταφορά των αιχμαλώτων εις Πρέβεζαν. Η μεταφορά γίνεται δι’ αυτοκινήτων. Χιλιάδες λαού παρακολουθούν το θέαμα εις την Πλατείαν του Διοικητηρίου (στα Γιάννενα)… Σήμερον όλην την ημέραν τα αυτοκίνητα δεν έπαυσαν να μεταφέρουν αιχμαλώτους αξιωματικούς… πρόκειται περί μεταφοράς 900 περίπου αιχμαλώτων αξιωματικών. Αύριον θα μεταφερθή πιθανώς και ο Εσσάτ Πασάς μετά του αδελφού του Βείπ…».

Γιάννενα 1913 – 1924, οι μουσουλμάνοι πολίτες (Τουρκογιαννιώτες) και τα περιουσιακά τους στοιχεία στα Γιάννενα

Ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, στον ίδιο τόμο του δεκάτομου έργου του αναφέρει: «Οι Τούρκοι των Γιαννίνων  (κατά τα έτη 1913 – 1914) ήταν ευχαριστημένοι από την συμπεριφορά του (ελληνικού) στρατού κι αυτό το εξέφραζαν με πολλούς τρόπους, με δημοσιεύματα στις εφημερίδες, συμμετοχή στους εράνους, κυρίως όμως με τις παραστάσεις του μουφτή τους (Φουάτ Μουσταφά), ενός σοφού ανθρώπου, τόσο πολύ αγαπούσε τα Γιάννινα που δεν θέλησε να φύγει για την Τουρκία, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Έμεινε, έζησε αρκετά χρόνια, πέθανε και θάφτηκε στην αγαπημένη του πόλη. Το αρχοντικό του , αριστερά καθώς πάμε στο «Άλσος», ξεκινώντας από το «Παλλάδιο», σωζόταν ως τα τελευταία χρόνια, εκεί είχαν πρωτοεγκατασταθεί τα γραφεία του περιοδικού «Ηπειρωτική Εστία», ύστερα η γυναίκα και οι κόρες του το παραχώρησαν για πολυκατοικία… Ο μουφτής Φουάτ Μουσταφάς με μακροσκελή επιστολή του στην “Ήπειρο” ομολογούσε, ανάμεσα σε άλλα, πως από τη μέρα που μπήκε ο ελληνικός στρατός στα Γιάννινα, οι Τούρκοι δεν είχαν να διατυπώσουν κανένα παράπονο. Η μουσουλμανική κοινότητα έτυχε δικαιοσύνης προστασίας και σεβασμού. Η συμπεριφορά των αρχών ήταν φιλόφρων και ευγενής. Κανένα εμπόδιο δεν δημιουργήθηκε από τις αρχές για την ελεύθερη εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων… Ο Τούρκος Δήμαρχος της πόλης Γιαγχιά μπέης (Γιαγιά μπέη τον έλεγαν οι Γιαννιώτες) ήταν επίσης κατηγορηματικός: Κανένας από τους Τουρκογιαννιώτες δεν έχει παράπονο, όλους οι αρχές μας προστάτευσαν στοργικά και φιλόστοργα. Όλα όσα διαδίδονται για διωγμούς είναι συκοφαντίες… Ακόμα και ο αρχιγραμματέας του τουρκικού προξενείου Μουνίρ Αττά βέης, υποχρεώθηκε να δηλώσει: Κατά το διάστημα της κατοχής των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό, κανένα παράπονο δεν είχε υποβληθεί στο Προξενείο εναντίον των ελληνικών αρχών από τους Τούρκους…».

Ωστόσο, παρόλο αυτόν τον εφησυχασμό, ο τερματισμός του Α’ Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ώθησε πολλούς μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης των Ιωαννίνων να κατευθυνθούν σταδιακά προς την Τουρκία.

Ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης είναι κατηγορηματικός πάνω σ’ αυτό: «…Ορισμένοι από τους Τούρκους, που ήθελαν να πάνε στην Τουρκία για να ζήσουν εκεί, πουλούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία, στην αρχή σε τρέχουσες τιμές και έφευγαν. Κάποιοι από τους Έλληνες, που πίστευαν πως έβλεπαν μακριά, άρχισαν αθρόες αγορές τουρκικών περιουσιών, το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλοι, με αποτέλεσμα να αυξηθούν υπερβολικά οι τιμές των τουρκικών κτημάτων…». Οι τοπικές εφημερίδες της πόλης των Ιωαννίνων χαρακτήριζαν αυτή την οικονομική τάση που επικρατούσε ως «λύσσα και υστερία, επιζήμια μανία που αναστάτωνε την (τοπική) αγορά», κάτι το οποίο στη συνέχεια διαψεύστηκε, καθώς, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, «όσοι αγόραζαν τότε, ό,τι και να’ ταν, έγιναν σε λίγα χρόνια κάτοχοι περιουσιών τεράστιας αξίας, πάμπλουτοι».

Ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης αναφέρεται χαρακτηριστικά στους Τουρκογιαννιώτες: «Λύπη, μεγαλύτερη ακόμα, ένοιωσαν οι κάτοικοι της πόλης όταν αργότερα, ύστερα από χρόνια, έφυγαν οι συμπολίτες μας Τούρκοι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να εγκατασταθούν στην νέα πατρίδα τους».

Η τύχη των μουσουλμάνων Τουρκογιαννιωτών της πόλης και της περιφέρειας των Ιωαννίνων ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη, καθώς βρέθηκαν να είναι εγκλωβισμένοι και αναποφάσιστοι «για ποια πατρίδα θα διαλέξουν» με την επώδυνη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και η Συμφωνία Ανταλλαγής (των πληθυσμών).

Έτσι, τον Μάιο του 1924, κατέφθασαν στην Τουρκία 55.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες, προερχόμενοι από τα Γιάννενα και την Πρέβεζα, ήτοι 15.000 γεωργοί και αμπελουργοί, 40.000 ελαιουργοί, τους οποίους το τουρκικό κράτος τους εγκατέστησε σε μία από τις δέκα επιλεγμένες περιοχές της τουρκικής επικράτειας και πιο συγκεκριμένα, στην Αττάλεια, στην Σελεύκεια και στα γύρω χωριά αυτής.

1913, o Εσσάτ Πασάς ο τελευταίος τούρκος στρατιωτικός διοικητής της πόλης των Ιωαννίνων και η κτηματική του περιουσία

Έτος 1913, ο στρατηγός Εσσάτ Πασάς (1892 – 1952), τελευταίος τούρκος στρατιωτικός διοικητής της πόλης των Ιωαννίνων.

Στα τέλη της δεκαετία του ΄20 το ζήτημα των περιουσιακών στοιχείων των μουσουλμάνων Τουρκογιαννιωτών, που είχαν εγκαταλείψει τα Γιάννενα και είχαν εγκατασταθεί στην Τουρκία, συνέχιζε να απασχολεί ακόμη τους κατοίκους της πόλης των Ιωαννίνων.

Η συμφωνία του 1914 είχε χαρακτηρίσει ως «εγκαταλελειμμένα» τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονταν στις επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία), καθώς οι μουσουλμάνοι κάτοικοι αυτών ή οι νόμιμοι κάτοχοί τους είχαν αναχωρήσει στο εξωτερικό (Τουρκία), εγκαταλείποντάς τα.

Τα ακίνητα αυτά είχαν περιέλθει στη κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου, αφού, αυτοί που είχαν το εμπράγματο δικαίωμα επί των ακινήτων αυτών, δεν είχαν καταθέσει στον αρμόδιο οικονομικό έφορο, τους τίτλους των δικαιωμάτων τους.

Επιπλέον δε, με τον νόμο 1073 της 3/21 Νοεμβρίου 1917, ΦΕΚ 368, το ελληνικό Δημόσιο είχε αποκτήσει το «αποκλειστικό» δικαίωμα κατάληψης γενικά όλων των μουσουλμανικών – τουρκικών  ακινήτων περιουσιών, υπό την μορφή της μεσεγγύησης.

Στις 6 Οκτωβρίου 1927 η εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» του Ευθύμιου Τζάλλα αναφέρει σχετικά: «Τινές των Μωαμεθανών της πόλεως μας, κατόπιν ενστάσεως και προσφυγής των αρμοδίως, εκρίθησαν ως Αλβανοί, συνεπώς όχι ως ανταλλάξιμοι Τούρκοι. Κατά το στοιχειώδες λοιπόν δίκαιον έπρεπε η ως ανταλλάξιμος κατακρατηθείσα κτηματική περιουσία των να τοις επιστραφή. Και εις την δικαίαν και επιβεβλημένην ταύτην ενέργειαν έπρεπε η Κυβέρνησις να προέλθη εγκαίρως διατάσσουσα την Εθνικήν Τράπεζαν όπως επιστρέψη τα εν λόγω κτήματα εις τους δικαιούχους. Επιβάλλεται εις κάθε Κυβέρνησιν να φροντίζη ώστε εις την ψυχήν των υπηκόων της να μη γεννάται το πικρόν παράπονον της αδικίας, διαπραττομένης μάλιστα παρά της ιδίας Κυβερνήσεως. Το ζήτημα έχει και την γενικωτέραν του όψιν, την οποίαν οι αρμόδιοι δεν πρέπει να περιφρονήσουν».

Τον Απρίλιο του 1931, το Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα, έφτασε στα Γιάννενα ο στρατηγός Εσσάτ Πασάς (1892 – 1952), ο οποίος ήταν ο τελευταίος τούρκος στρατιωτικός διοικητής της πόλης των Ιωαννίνων, μια σημαντική προσωπικότητα που διαμόρφωσε τις εξελίξεις και επιτάχυνε την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913), στον ελληνικό στρατό.

Ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, στον τόμο Η΄ του δεκάτομου έργου του «Τα Γιάννενα του Μεσοπολέμου» αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τι έφερνε πάλι τον Εσσάτ στα Γιάννενα;  Οι κτηματικές υποθέσεις του, η ελληνική γραφειοκρατία δεν έλεγε να δώσει λύση. Ως Γιαννιώτης ο Εσσάτ ζητούσε να του αποδοθούν τα κτήματά του, το σπίτι και η ιδιωτική του περιουσία, με βάσει τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα…»

Στις 15 Απριλίου 1931, η εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» αναφέρει σχετικά: «Αφίκετο εις την πόλιν μας προερχόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως όπως κανονίση τας ιδιωτικάς του κτηματικάς υποθέσεις ο Ιωαννίτης στρατηγός και υπερασπιστής του Μπιζανίου κατά τον νικηφόρον πόλεμον του 1912 Εσσάτ Πασάς», ενώ λίγες μέρες αργότερα στις 17 Απριλίου 1931, η ίδια εφημερίδα σημείωνε:

«Θέλομεν να πιστεύσωμεν ότι εκφράζομεν την θέλησιν και την αξίωσιν ολοκλήρου της πόλεώς μας, εν ζητήματι, το οποίον αφορά την αξιοπρέπειαν αυτού του Κράτους. Πρόκειται περί της εκκρεμούσης υποθέσεως της εν τη πόλει μας κτηματικής περιουσίας του Εσσάτ Πασά, του οποίου το όνομα συνδέεται όχι μόνον με την άμυναν του Μπιζανίου αλλά και με την σωτηρίαν της πόλεως κατά τους χαλεπούς καιρούς της αλώσεως του Μπιζανίου. Η Κυβέρνησις σπεύδουσα να λύσει το ζήτημα υπέρ του Εσσάτ Πασά και πράξιν δικαίαν θα πράξη αλλά και το αίσθημα θα ικανοποιήση της πόλεως μας, η οποία με ευγνωμοσύνην αναφέρει το όνομα του ιστορικού τούτου ανδρός».

Ωστόσο η σημαντική αυτή προσωπικότητα, αγνοήθηκε παντελώς από τη δημοτική αρχή και τη γενική διοίκηση της πόλης των Ιωαννίνων.

Η εφημερίδα «Ήπειρος» του Χρηστοβασίλη στις 20 Απριλίου 1931 σημειώνει, επ΄αυτού: «…αυτόν τον άνθρωπον Εσσάτ Πασάν, επισκεφθέντα τα Ιωάννινα ως ξένος, χάριν κτηματικών του υποθέσεων ηγνόησαν αι Δημοτικαί και Διοικητικαί  αρχαί των Ιωαννίνων να του προσφέρουν ένα ελάχιστον φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης! Οποία μαύρη αχαριστία! Αυτήν την έλλειψιν επιγνώσεως… ανέλαβε να εκπλύνη το VIII σύνταγμα του Ορειβατικού Πυροβολικού, ο διοικητής του οποίου προσεκάλεσεν επισήμως τον Εσσάτ Πασάν την ημέραν του Πάσχα εις γεύμα εις τους στρατώνα του πυροβολικού και του απέδωσε τιμάς στρατηγού!

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης: «Δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τις προκαταλήψεις του ο Δήμος (Ιωαννιτών)… Παρά το Σύμφωνο, που είχε υπογραφεί στην Άγκυρα, οι αρχές -όχι ο κόσμος- εξακολουθούσαν να βλέπουν στο πρόσωπο του Εσσάτ, μόνο τον τούρκο στρατηγό, που πολέμησε με νύχια και με δόντια για να κρατήσει την πόλη τουρκική, και παραγνώριζαν την ανθρωπιά του, που έσωσε την πόλη από την καταστροφή. Ούτε μια αναμνηστική πλάκα λοιπόν, ούτε μια ονομασία δρόμου, ούτε μια απονομή τιμής…Ο Εσσάτ κατέλυσε, όπως και κατά το προηγούμενο ταξίδι του, στο «Ίλιον Παλλάς». Τα τούρκικα αρχοντικά της πόλης ήταν όλα ανοιχτά γι’ αυτόν, πρώτο απ’ όλα του μουφτή. Και πολλά αρχοντικά Ελλήνων θα το θεωρούσαν τιμή να φιλοξενήσουν έναν τόσο υψηλό επισκέπτη, συμπατριώτη τους… όχι όμως οι Αρχές, στέκονταν απέναντί του κουμπωμένες, απόδειξη πως ούτε στις κτηματικές υποθέσεις του δεν έλεγαν να δώσουν ένα τέλος…

Αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους ήταν αρνητικές στον Εσσάτ Πασά, στην όποια διεκδίκηση της κτηματικής του περιουσίας, εδώ στα Γιάννενα.

Το 1929 ο Εσσάτ Πασάς απέστειλε υπόμνημα – έγγραφο στο γραφείο του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθερίου Βενιζέλου δια του οποίου αιτείτο την απόδοση των κτημάτων στην Ήπειρο.

Στο Αρχείο του Ελευθερίου Βενιζέλου υπάρχει  η απάντηση – καταπέλτης των Δημοσίων υπηρεσιών του ελληνικού κράτους  προς το αποσταλέν υπόμνημα του Εσσάτ Πασά.

Αναφέρει σχετικά το δακτυλογραφημένο  έγγραφο:

«ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Ο Εσσάτ Πασσάς δια του υπομνήματός του ζητεί:

A’) Απόδοσιν των εν Ηπείρω κτημάτων του ως Τούρκου υπηκόου μη ανταλλαξίμου.

Β’) Απόδοσιν των εισοδημάτων των ανωτέρω κτημάτων εισπραχθέντων παρά του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον χρόνον της μεσεγγυήσεως.                  

Γ’) Διαταγή της Κυβερνήσεως προς τους τέως πληρεξουσίους του ίνα τω αποδώσωσι τα υπ΄αυτών εισπραχθέντα εισοδήματα προ της μεσεγγυήσεως.

Όσον αφορά το Α’ αίτημα το Υπουργείον Γεωργίας πληροφορεί ότι εγένοντο όλαι αι προκαταρκτικαί ενέργειαι προς τακτοποίησιν του φακέλου Εσσάτ Πασά. Εσχάτως μάλιστα εισήχθη η υπόθεσις εις την Γνωμοδοτικήν Επιτροπήν δια την νομιμοποίησιν της ιδιοκτησίας, εζητήθησαν δε συμπληρωματικά τινά στοιχεία από τας τοπικάς αρχάς Ηπείρου μετά την λήψιν των οποίων θέλει ρυθμισθή ριζικώς το ζήτημα από απόψεως νομιμοποιήσεως.

Όσον αφορά όμως την απόδοσιν το Υπουργείον Εξωτερικών πληροφορεί ότι λόγω εκκρεμότητος των Ελληνοτουρκικών ζητημάτων ουδεμία απόδοσις γίνεται ουδέ επί των κτημάτων εκείνων δια τα οποία υπάρχει τελειωτική απόφασις της εξ Υπουργών Ανωτάτης Επιτροπής εφαρμογής Συνθηκών.

Σχετικώς δε με το Β΄αίτημα το Υπουργείον Γεωργίας πληροφορεί ότι απόδοσις μισθωμάτων δεν είναι δυνατή, υπαγομένη εις τον γενικόν συμψηφισμόν συμφώνως τω άρθρω 12 Ελληνοτουρκικών συμφωνιών Αθηνών (1/12/1926).

Σχετικώς με το Γ΄αίτημα τούτο εκφεύγει τελείως της αρμοδιότητος της Διοικήσεως είνε δε ζήτημα των πολιτικών Δικαστηρίων».   

Η μελέτη του οδυνηρού ζητήματος της ανταλλαγής των πληθυσμών προκαλούσε πάντα μια αμηχανία στην επίσημη και στην ανεπίσημη ιστοριογραφία των δύο εμπλεκομένων κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Η «κατασκευασμένη λήθη» εφαρμόσθηκε τελικά και στις δύο πλευρές σ΄εκείνες τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς, που εφάρμοσαν τις οδυνηρές αυτές μετακινήσεις των πληθυσμών, βασιζόμενοι στο δόγμα της «επιλογής» (clause d’option).

Με την απώλεια της συλλογικής γνώσης για τις ανταλλαγές των πληθυσμών, η συλλογική μνήμη έγινε μερική, καθιστώντας  τους ανθρώπους ανίκανους να συνδεθούν με το ιστορικό τους παρελθόν, αφήνοντας να κυριαρχήσει το «ενοχικό σύνδρομο».

Η παρουσίαση όλων των παραμέτρων της ανταλλαγής των πληθυσμών, μέσα από αυτή την έρευνα, είναι και ουσιαστικά η σύνθετη εξίσωση, η οποία διαμόρφωσε εκείνη την εποχή και η οποία φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Έτος 1929, το έγγραφο –  απάντηση  του ελληνικού Δημοσίου προς τον Εσσάτ Πασά. 

Σχετικά άρθρα

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης

Fake News από το 1913!

Αλέξανδρος Μωυσής

1913: Τουρίστες στο Μπιζάνι αμέσως μετά την Απελευθέρωση

Αλέξανδρος Μωυσής