Ιστορίες

Ο αιωνόβιος πλάτανος του Μούρτου

Ας είναι αυτά τα λόγια μια επιμνημόσυνη δέηση για τον αγνό φυσιολάτρη από την Κέρκυρα, αλλά και μια ωδή για το πλατάνι, που θα μπορούσε με λίγη ίσως φροντίδα, να αποτελέσει το διατηρητέο μνημείο της φύσης στο παραθαλάσσιο χωριό.  

«Γιάννη γιατί έκοψες το πεύκο, γιατί, γιατί;
Αγέρας θα’ ναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί».
Τα ψηλά βουνά. H κατάρα του πεύκου.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Περιδιαβαίνοντας απομεσήμερο Κυριακής δρομάκια παλιά στου Μούρτου τις ανηφοριές, ήρθε μπροστά μου ένα, που συνέδεσε το όνομά του με την οικογένειά μας, όσο λίγοι στο χωριό. Και όπως ο παπα- Βαγγέλης δεν έκανε Ανάσταση τα χρόνια τα παλιά, αν δεν εμφανιζόμασταν εμείς στην εκκλησία, έτσι κι ο Αλκίνοος Χρυσικόπουλος μάς περίμενε πάντα για τα καλωσορίσματα, έξω από το μαγαζί του, που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από το μεσοχώρι με τον αιωνόβιο πλάτανο της πλατείας.

Άλλες εποχές, λίγοι οι κάτοικοι, ανθρώπινη η ζωή και οι σχέσεις μεταξύ τους. Ο ωραίος στην ψυχή, ο αγνός Κερκυραίος μπακάλης-καφετζής από τη Λευκίμμη, που ρίζωσε στην ηπειρώτικη γη με την οικογένειά του, συνήθως καθόταν σε μια καρέκλα έξω από το μαγαζί του φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ζεστά ρούχα. Πολλές φορές καθόμουν μαζί του, έπινα τον καφέ μου (πάντα κέρασμα και πεσκέσι τα λεμόνια από το κηπάρι του) και αναλωνόμασταν σε ατέλειωτες κουβέντες. Ως και την τολμηρή επιχείρηση διάσωσης του πληρώματος Λάγκαστερ από τους Λευκιμμιώτες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διηγούνταν με περηφάνια. Χρησιμοποιούσε στον λόγο του κάποιες πρωτόγνωρες λέξεις (όπως «γλίσχρος» χαρακτηρίζοντας τους τιποτένιους ανθρώπους), ενώ εγώ νόμιζα πως ήταν σε κερκυραϊκή διάλεκτο οι λέξεις εκείνες ή ότι οφείλονταν στο τρέμουλο, που είχε η φωνή του. Ώσπου έμαθα πως «γλίσχρος» είναι ο ανεπαρκής.

Τελευταία, όταν τα προβλήματα με τη βεβαρημένη υγεία του εντάθηκαν, σπάνια σηκωνόταν από τη θέση του, είχε όμως μια καθημερινή έγνοια.

«Ο πλάτανος θα μας σώσει από όλα τα δεινά», έλεγε χαρακτηριστικά προσθέτοντας συχνά πως είναι ένα μνημείο για το χωριό.

Τον τοποθετούσε τον πλάτανο ακόμη και πάνω από την υπεραιωνόβια ελιά, που άντεχε στο πατρικό του σπίτι, δίπλα από το ποτάμι στη Λευκίμμη της Κέρκυρας. Τον έβαζε στην ίδια θέση με κείνα τα κτίσματα καμωμένα από περίφημη πέτρα, που μπορεί και να τη σμίλεψαν Χιονιαδίτες κτιστάδες και τα οποία υπήρχαν στο παλιό χωριό Βραχωνά με τον Άη-Λια στην κορυφή.

Είχε τόση αγάπη για τον πλάτανο κι αν ήταν να σηκωθεί από την καρέκλα του, μόνο για κείνον θα το έκανε. Το παλιοκαιρίσιο δέντρο, στη δροσιά του οποίου παλιά ξεπέζευαν καβαλάρηδες, και γύρω από αυτό στήνονταν ατέλειωτα παραδοσιακά γλέντια στο πανηγύρι της Αναλήψεως, εδώ και 8 περίπου χρόνια μάς άφησε χρόνους. Τελευταία επαφή με τον κόσμο γύρω του ήταν εκείνη με τους Συβοτίστας να φυτεύουν βυσσινί γεράνια και πολύχρωμους πανσέδες στη βάση του.

Όταν άκουσα την είδηση ότι πρόκειται να ανακηρυχθούν από τον δήμο Θεσσαλονίκης διατηρητέα μνημεία της φύσης τέσσερα υπεραιωνόβια πλατάνια στην περιοχή της συμπρωτεύουσας, τον πλάτανο του Μούρτου σκέφτηκα και τον Αλκίνοο, που έφυγε πριν δει το ξερίζωμά του.

Η δικαιολογία της κοπής τότε ήταν πως ήταν επικίνδυνο δέντρο, ότι είχαν ξεραθεί οι ρίζες του, αλλά ποιος ειδικός έλεγξε ποτέ το ριζικό του σύστημα; Ποιος έκανε την εκτίμηση του βαθμού της επικινδυνότητας του κορμού και των κλαδιών του; Πολλοί είπαν πως έπεσε όχι υπέρ πίστεως και πατρίδας, αλλά υπέρ του κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού.

Ας είναι αυτά τα λόγια μια επιμνημόσυνη δέηση για τον αγνό φυσιολάτρη από την Κέρκυρα, αλλά και μια ωδή για το πλατάνι, που θα μπορούσε με λίγη ίσως φροντίδα, να αποτελέσει το διατηρητέο μνημείο της φύσης στο παραθαλάσσιο χωριό.

Σχετικά άρθρα

«Κερνάμε Ήπειρο» στα Σύβοτα στις 14-16 Ιουλίου

Βούλιαξαν στα λασπόνερα τα Σύβοτα

Ένα περίπτερο στον Πλάτανο