Φραντς Κάφκα - Μίλενα Γέσενκα
Ιστορίες

Φραντς Κάφκα, ο συγγραφέας του παραλόγου, μια αγνοημένη «διαθήκη» και η δίκη των «φυλακισμένων χειρογράφων»  

Ο Απόστολος Κατσίκης στη σημερινή μικρή ιστορία του γράφει για την τύχη των χειρογράφων του Φραντς Κάφκα, με αφορμή τη συμπλήρωση 95 χρόνων από τον θάνατο του σπουδαίου τσέχου συγγραφέα.

Αγαπημένε μου Μαξ,

η τελευταία μου παράκληση: Οτιδήποτε αφήνω πίσω μου, σημειωματάρια, χειρόγραφα, γράμματα, δικά μου και τρίτων, προσχέδια κ.λπ., πρέπει να καούν χωρίς να διαβαστούν, μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το ίδιο και όλα τα γραπτά μου, τα σημειώματά μου που έχεις τυχόν εσύ ή άλλοι και που θα τους παρακαλέσεις εξ ονόματός μου να σου τα δώσουν. Επιστολές που δεν θα σου παραδοθούν πρέπει τουλάχιστον να καούν από τους κατόχους τους.

Δικός σου,
Φραντς 

Μ’ αυτήν την επιστολή -εν είδει διαθήκης- που απηύθυνε το 1921 προς τον επιστήθιο και μοναδικό, ίσως, φίλο του Μαξ Μπροντ, ο Φραντς Κάφκα (Franz Kafka), επεδίωκε να κλείσει την μέχρι τότε λογοτεχνική καριέρα του δίνοντας επίσης τέλος στην όποια υστεροφημία του.

Ο Κάφκα, όταν ήδη ασθενής από φυματίωση και αρκετά ταλαιπωρημένος ζητούσε από τον φίλο του Μαξ Μπροντ να κάψει μετά το θάνατό του όλα του τα χειρόγραφα, ίσως και να μην πίστευε ότι ο τελευταίος θα πραγματοποιούσε την επιθυμία του. Σίγουρα όμως αυτό που δεν ανέμενε, δεδομένου ότι τον κατείχαν συνεχώς φοβίες και δεν είχε σε καμία υπόληψη το συγγραφικό του ταλέντο,  ήταν το γεγονός ότι το έργο του θα γνώριζε στη συνέχεια τεράστια παγκόσμια επιτυχία, ότι θα επιδρούσε σε αναρίθμητους συγγραφείς και ότι το όνομά του θα περνούσε στο καθημερινό ιδίωμα εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν είναι διόλου τυχαίο που σήμερα χρησιμοποιούμε τον επιθετικό προσδιορισμό “καφκικός-ή-ό” για να προσδιορίσουμε ιδιάζουσες καταστάσεις, εξελίξεις γεγονότα κ.λπ. Ο Κάφκα παραμένει επίκαιρος διαχρονικά, ένας σύγχρονός μας…

Γιατί όμως  ο Φραντς Κάφκα, ο  συγγραφέας του παραλόγου και της αποξένωσης που θεωρήθηκε ότι εξέφραζε για τον  20ό αιώνα, ό,τι ο Δάντης και ο Σαίξπηρ για την εποχή τους, απαίτησε να καταστραφεί το πνευματικό του έργο; Αποδεικνύεται από τη δημοσίευση, μετέπειτα, μέρος των χειρογράφων του ότι η απόφασή του αυτή δεν ήταν παρά μια ακόμη έκφραση της αμφιθυμίας που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή και της έλλειψης αυτοπεποίθησης. Δυο αντιφατικά γεγονότα που παρατίθενται επιβεβαιώνουν τη χαμηλή αυτοεκτίμησή του, όσον αφορά το συγγραφικό του ταλέντο και της αβεβαιότητας για το επίπεδο του λογοτεχνικού του έργου. Το πρώτο: όταν ένα θαυμαστής του τού χάρισε κάποτε έναν ειδικά σχεδιασμένο και καλλιτεχνικά δεμένο τόμο με τρεις από τις δημοσιευμένες ιστορίες του, η αντίδρασή του ήταν σφοδρή: «τα ορνιθοσκαλίσματά μου… δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη δική μου υλοποίηση του τρόμου», απάντησε, «δεν θα έπρεπε καν να τυπωθούν. Θα έπρεπε να καούν». Παράλληλα όμως και σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο Κάφκα πίστευε ότι δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό στη ζωή από το γράψιμο: «έχω φτιαχτεί από λογοτεχνία και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο».  

Αν ο Μπροντ είχε εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του φίλου του, δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας δεκάδες έργα του, ολοκληρωμένα ή μη, μυθιστορήματα, νουβέλες, αφορισμοί, επιστολές κ.λπ., και δεν θα είχαν γραφεί εκατομμύρια άρθρα, κριτικές σημειώσεις, θέσεις και αντιθέσεις (όπως και  αυτές οι γραμμές). Ο Μπροντ  όμως πίστευε πολύ στη ρηξικέλευθη γραφή του Κάφκα και δεν σκόπευε συνειδητά να καταστρέψει τα κείμενά του – του το είχε δηλώσει μάλιστα. Εξαρχής,  αυτή ήταν η πρόθεσή του όταν παρέλαβε την προς αυτόν επιστολή-διαθήκη του Κάφκα και την οποία αγνόησε χωρίς να αισθάνεται τύψεις ότι παρέβη την τελευταία επιθυμία του φίλου του. Το επιχείρημα του Μπροντ  στηριζόταν στο σκεπτικό ότι το έργο του Κάφκα δεν ανήκε καν στον Κάφκα, το έργο του Κάφκα ανήκε-ανήκει στην ανθρωπότητα…

Σε λιγότερο από δύο μήνες μετά το θάνατο του αγαπημένου του φίλου στις 3 Ιουνίου του 1924, σε μερικές μέρες συμπληρώνονται 95 χρόνια από το θάνατό του, ο Μπροντ υπέγραψε ένα συμφωνητικό για την προετοιμασία μιας μεταθανάτιας έκδοσης των αδημοσίευτων μυθιστορημάτων του Κάφκα. Έτσι, χάρις στην κίνηση αυτή του Μπροντ είδαν το φως της δημοσιότητας  «Η Δίκη», το 1925, ακολούθησαν  «Ο πύργος», το 1926 και η «Αμερική» το 1927.  Σε κάθε περίπτωση, χωρίς την επιμονή και τη σταθερή πίστη στην αξία του έργου του Κάφκα από τον Μπροντ, η παγκόσμια κοινότητα θα είχε στερηθεί έναν συγγραφέα πρώτου μεγέθους.

Ο τάφος του Κάφκα στην Πράγα

Γεννημένος στην Πράγα, στις 3 Ιουλίου του 1883, ο Τσέχο-εβραίος συγγραφέας Φραντς Κάφκα ανήκει στη χορεία των πιο επιδραστικών λογοτεχνών του 20ού αιώνα. Είναι ο κατεξοχήν εκφραστής του εξπρεσιονισμού και ο πεζογράφος που ανανέωσε το είδος του φανταστικού αφηγούμενος αγχώδεις, εφιαλτικές καταστάσεις που αποδίδουν, χαρακτηριστικά, τις συνθήκες ζωής στη νεωτερική εποχή.

Στη διάρκεια της ζωής του ο Κάφκα έγραφε διαρκώς, στα γερμανικά, αλλά δημοσίευε ελάχιστα. Οι μελετητές του υπολογίζουν ότι, όσο ζούσε, είδαν το φως της δημοσιότητας λιγότερες από 450 σελίδες, διηγήματα, τυπωμένα κυρίως σε λογοτεχνικά περιοδικά. Επρόκειτο για τη συλλογή «Παρατήρηση» το 1913. Ακολούθησε η έκδοση του «Θερμαστή», της «Μεταμόρφωσης» (1915), της «Κρίσης» και της «Σωφρονιστικής Αποικίας» (1919). Εκτιμάται ότι ο Κάφκα είχε καταστρέψει, όσο ζούσε,  το ενενήντα τοις εκατό των γραπτών του. Δεν επιθυμούσε το αποτέλεσμα του συγγραφικού του «παραληρήματος» να έχει καμία συνέχεια. Έτσι δικαιολογείται και η οδηγία που άφησε πεθαίνοντας στον στενό φίλο του Μαξ Μπροντ, τον εκτελεστή της διαθήκης του: «όλα όσα αφήνω πίσω μου… να καούν».

Όσο ιδιόρρυθμη και ίσως εφιαλτική υπήρξε η ζωή του συγγραφέα της «Μεταμόρφωσης» το ίδιο περιπετειώδης ήταν και η πορεία 95 χρόνια αργότερα και μέχρι σήμερα, των χειρογράφων που διασώθηκαν από την πυρά.  Ίσως η μοίρα επεφύλασσε αυτήν την εξέλιξη για να δικαιολογηθούν τα «καφκικά στοιχεία» του όλου σκηνικού της ζωής του Κάφκα και να εναρμονίζονται πλήρως με την ιδιοσυγκρασία του πνευματικού τους πατέρα.

Στη διάρκεια της ζωής του ο Μαξ Μπροντ δημοσίευσε περίπου 83 βιβλία του Κάφκα ή για τον Κάφκα, κάνοντας γνωστό σε παγκόσμιο επίπεδο τον μοναχικό και μοναδικό συγγραφέα και διαχέοντας την αίσθηση ότι το έργο του ήταν τόσο ξεχωριστό, τόσο σπουδαίο, που αποτελούσε κοινό κτήμα της ανθρωπότητας και δεν ανήκε σε κανέναν για να το απαγορεύσει, ούτε στον ίδιο.

Το 1939, μέσα στη λαίλαπα της ναζιστικής επέλασης, ο Μπροντ, εβραίος και ο ίδιος, πέντε λεπτά πριν οι Ναζί κλείσουν τα τσεχικά σύνορα, μπήκε στο τελευταίο τρένο για την Παλαιστίνη έχοντας στην κατοχή του μία βαλίτσα γεμάτη με τα χειρόγραφα-κατάλοιπα του Κάφκα. Για πολλά χρόνια ο Μπροντ επεξεργάστηκε και αξιοποίησε το πρωτογενές αυτό υλικό, «εξ ονόματος του Κάφκα», προβαίνοντας σε πολλές εκδόσεις. Ο Μπροντ έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του στο Ισραήλ ασχολούμενος σχεδόν αποκλειστικά με τη μελέτη, την ταξινόμηση και τη λογοτεχνική αξιοποίηση του αρχείου Κάφκα. Πέθανε το 1968 και κληροδότησε  τόσο το προσωπικό, όσο και το αρχείο του Κάφκα ή, τέλος πάντων, ό,τι από το αρχείο του Κάφκα δεν είχε παραχωρήσει το 1961 στη Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, καθώς η εβραϊκή οικογένεια του Κάφκα είχε αποδεκατιστεί στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη γραμματέα (και πιθανή ερωμένη του) Έσθερ Χόφε, με την εντολή να «παραδοθούν» σε ένα δημόσιο ισραηλινό Ίδρυμα (Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ).

Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι «καφκικού» πραγματικά χαρακτήρα περιπέτειες του Αρχείου, που διήρκεσαν 50 χρόνια και ίσως θα αποτελούν και στο μέλλον αντικείμενο δικαστικών διενέξεων. Το  «παράλογο»  της συγκεκριμένης νομικής διαδικασίας έγκειται στο γεγονός ότι άρχισε και συνεχίστηκε για δεκάδες χρόνια, για μια κληρονομιά της οποίας το περιεχόμενο ουδείς γνώριζε. Είναι βέβαιο πάντως ότι η συλλογή περιέχει το αδημοσίευτο ημερολόγιο του Μπροντ, το οποίο πιστεύεται ότι θα αποκαλύψει νέα στοιχεία για τη ζωή του Κάφκα, καθώς και σημειωματάρια γεμάτα με χειρόγραφα του Κάφκα, που ενδέχεται να περιέχουν καινούργιους λογοτεχνικούς θησαυρούς. Περιέχει επίσης αλληλογραφία ανάμεσα στον Κάφκα, και άλλους διακεκριμένους συγγραφείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ο Στέφαν Tσβάιχ.

Αντί της παράδοσης του αρχείου σε ισραηλινό ίδρυμα , η κληρονόμος κυρία Χόφε διέσπασε τη συλλογή, διασκορπίζοντάς την ανάμεσα στο διαμέρισμά της στο Τελ Αβίβ και σε τουλάχιστον δέκα χρηματοθυρίδες στο Ισραήλ και στην Ελβετία. Αποσκοπώντας μάλιστα σε οικονομικά οφέλη άρχισε (κυριολεκτικά) να βγάζει την πνευματική κληρονομιά του Κάφκα στο σφυρί πουλώντας  κομμάτια της σε όποιον πλειοδοτούσε σε διάφορες δημοπρασίες. Ο μεγαλύτερος πλειοδότης ήταν το Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας του Μάρμπαχ, το οποίο και απέκτησε το 1988 το γνήσιο χειρόγραφο της «Δίκης» αντί 2 εκατομμυρίων δολαρίων(!)

Μνημείο του Κάφκα στην Πράγα

Με δικαστική παρέμβασή της η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ διεκδίκησε την κυριότητα του αρχείου βασιζόμενη στους όρους της επιθυμίας του Μπροντ. Σε μια πρώτη φάση (2012) η δικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι το αρχείο αποτελεί κληρονομιά του κράτους του Ισραήλ με αποτέλεσμα μέρος του αρχείου να βρίσκεται κατατεθειμένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη του. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει με τη σειρά του το Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας του Μάρμπαχ, το οποίο ισχυριζόμενο ότι είχε έλθει σε συμφωνία με τις κληρονόμους του Μπροντ διεκδικεί μέρος του αρχείου. Έτσι η διεκδίκηση των χειρογράφων του Κάφκα γίνεται τώρα μήλον της έριδας και αντικείμενο πολύπλοκων δικαστικών διενέξεων μεταξύ των «έμμεσων» πια κληρονόμων του λογοτέχνη, ήτοι της Γερμανίας και του Ισραήλ. Το θρίλερ «καφκικού» χαρακτήρα της απόδοσης των καταλοίπων του συγγραφέα φαίνεται να οδηγείται σε οριστική(;) λύση καθώς τον προηγούμενο μήνα (Απρίλιος 2019) δικαστήριο της Ζυρίχης υποστήριξε τις ισραηλινές θέσεις και αποφάσισε την απόδοση των αποκαλούμενων και «φυλακισμένων χειρογράφων» του Κάφκα στο κράτος του Ισραήλ.

Η παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα περιμένει πλέον με ανυπομονησία, τα κείμενα, τα γράμματα και τα αρχεία του Τσέχου συγγραφέα. Ανάμεσά τους φημολογείται ότι υπάρχουν και μυθιστορήματα που θα μπορούσαν να σταθούν επάξια δίπλα στα αριστουργήματά του «Δίκη» και «Πύργος». Τα αυτόγραφα αυτά κείμενα του Φραντς Κάφκα, που έχουν γίνει συνώνυμα της σουρεαλιστικής βαναυσότητας και της ψυχολογικής αλλοτρίωσης, προστιθέμενα σ’ αυτά που ανήκουν στο Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας του Μάρμπαχ, στην Bodleian Library της Οξφόρδης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ, αλλά και στα γράμματα που απηύθυνε ο Κάφκα στην μνηστή του Φελίτσε Μπάουερ, ή τις κατά καιρούς ερωμένες του, όπως η Μίλενα Γέσενκα και η Ντόρα Ντιαμάντ, η οποία πιστεύεται ότι δεν αποχωριζόταν ποτέ 35 γράμματα και 20 σημειωματάρια, (τα οποία όμως κατασχέθηκαν σε μια έφοδο της Γκεστάπο στο σπίτι της στο Βερολίνο το 1933, και κανείς δεν τα ξαναείδε έκτοτε), θα αποκαλύψουν(;) τον παραμορφωτικό καθρέφτη μέσα από τον οποίο ο Κάφκα έβλεπε τον εαυτό του, την κοινωνία  και το μέλλον. Γιατί ο Κάφκα, πέρα από συγγραφέας, υπήρξε, όπως και ο Όργουελ,  ένα είδος «προφήτη» για τα μελλούμενα δίνοντας «καφκικό» επιθετικό προσδιορισμό  σε καταστάσεις, εξελίξεις, γεγονότα και μηχανισμούς της ανθρωπότητας.

Σχετικά άρθρα

«Αναφορά για μια Ακαδημία» με ελεύθερη είσοδο

«Αναφορά για μια Ακαδημία» και στα Γιάννενα