Η προσέγγιση του καθημερινού μικρο- τοπικού και μικροκοινωνικού πεδίου μας επιτρέπει να δώσουμε προσοχή στη μερική και από τα κάτω οπτική και ερμηνεία της ιστορίας.
Η ανίχνευση της σχέσης χώρου και μνήμης έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο έρευνας, καθώς όλο και περισσότερο ο χώρος εμφανίζεται να συνιστά υποδοχή και ένδειξη των κοινωνικών σχέσεων αλλά και προϋπόθεση της άρθρωσής τους. Πώς, λοιπόν, θυμούνται οι άνθρωποι την αγορά, πώς οι πολλαπλές και διαφορετικές μνήμες τους επιλέγουν και διαμεσολαβούν την εμπειρία της, τί αποσιωπούν, και πώς διαχειρίζονται το τραυματικό και το καθημερινό;

Περιδιαβαίνοντας τα χωρικά και μνημονικά ίχνη της αγοράς της πόλης1, διακρίνουμε καταρχήν τη δομή και την οργάνωση μιας αγοράς προβιομηχανικού χαρακτήρα, που βρίσκεται, ωστόσο, σε μια διαδικασία διαρκούς μετάβασης. Η οδός Ανεξαρτησίας, οδός του Μπαϊράμ Πασιά επί Τουρκοκρατίας, και τα γύρω απ’ αυτή σοκάκια και στοές όριζαν την κεντρική χωρική υπόστασή της. Αναλυτικότερα, άρχιζε από την οδό Αβέρωφ -Καμάρες λέγονταν παλιότερα κι ήταν ένας στενός δρόμος που είχε εκατέρωθεν εργαστήρια χρυσοχοίας – ασημουργίας αργότερα και σχετικά μαγαζιά κι έφτανε ως το Γυαλί Καφενέ (Γυαλού Καφενέ το αναφέρει ο Γ. Σμύρης, αφού εκεί κατέληγε και πλωτό κανάλι νερού (εικ. 1) δίπλα στο οίκημα Γεωργίου Σταύρου /οικοτροφείο αργότερα. Ουσιαστικά το κανάλι νερού μεσολαβούσε ανάμεσα στο κάστρο και στον χώρο έξω από αυτό, φτάνοντας ως το σημείο του Γυαλού καφενέ). Δεξιά η αγορά έφτανε ως την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Αγοράς και αριστερά ως και τη σημερινή οδό Κάνιγγος. Μια περιγραφή της μας δίνει ο Αθανάσιος Ψαλλίδας, στο έργο του Τοπογραφία της Ηπείρου: «Εβγαίνοντας από την μεγάλην πόρταν του Κάστρου δεξιά είναι η του Λειβαδιώτη ο μαχαλές, κοντά εις το χαντάκι του κάστρου και ίσα είναι το παζάρι ως χίλια εργαστήρια και η οβραϊκή ως εκατό σπίτια. Εις την άκρη του παζαριού είναι το θολογυριστόν μπεζεστένι. Και εβγαίνοντας από το παζάρι είναι ο μαχαλές του Αγίου Νικολάου. Πράγματι τον κεντρικό πυρήνα της αγοράς τον αποτελούσαν τα 1.200 περίπου εργαστήρια και μαγαζιά που τα κατείχαν Χριστιανοί κυρίως και Εβραίοι. Δύο ήταν τα σημεία κοινωνικής και οικονομικής αναφοράς της αγοράς και του κόσμου της. Το ένα είναι η μεγάλη Ρούγα, η οποία λειτουργούσε ως σημείο αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού της εβραϊκής κοινότητας, αλλά και ως σημείο κοινωνικών συναθροίσεων και οικονομικών ανταλλαγών και των άλλων κοινοτήτων. Βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αβέρωφ, Καλλάρη και Κουντουριώτη. Το άλλο ήταν το κεντρικό Τζαμί Μπαϊρακλή, που συνιστούσε το κατεξοχήν πραγματικό και συμβολικό σημείο αναφοράς όλης της αγοράς. Βρισκόταν στην αρχή της οδού Ανεξαρτησίας στη συμβολή ακριβέστερα των δρόμων Καλλάρη, Ανεξαρτησίας και σημερινής Λόρδου Βύρωνα, δίπλα στη σκεπαστή αγορά, στο μπεζεστένι. Το Τζαμί έστεκε μέχρι το 1931 αγέρωχο και λειτουργικό ενδεικνύοντας και αυτό, όπως και ο Άγιος Νικόλαος παρακάτω και οι δύο εβραϊκές συναγωγές, η παλιά συναγωγή μέσα στο κάστρο και η άλλη στη δεξιά πλευρά της Γιοσέφ Ελιγιά, ότι η πόλη στέγαζε μια πολυθρησκευτική και πολυπολιτισμική ζωή, κοινωνικές σχέσεις αρμονικής συμβίωσης αλλά και ανταγωνισμών μεταξύ των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων και εθνοτήτων.

Αναλυτικότερα, οι πηγές αναφέρουν ότι ως τις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 19ου αιώνα, ζούσαν στην πόλη 4.000 περίπου Μουσουλμάνοι , 11.000 Χριστιανοί και 4.000 Εβραίοι. Οι τρεις κοινότητες έτειναν να οργανώνονται οικιστικά και κοινωνικά χωριστά (εικ.2) και τα ιερά ιδρύματα της κάθε ομάδας συνιστούσαν τα κατεξοχήν σύμβολα της διάκρισης τους, ενώ και άλλοι δημόσιοι χώροι (σχολεία, καφενεία, νεκροταφεία) λειτουργούσαν ως τόποι προσδιορισμού του Εμείς της κάθε μιας και του οι Άλλοι έξω από αυτήν, ενώ στο εσωτερικό όλων άλλες κοινωνικές διακρίσεις προσδιορίζονταν βάσει του κοινωνικού στάτους και του φύλου.
Η ιστορική έρευνα αλλά και η επίσημη συλλογική μνήμη της πόλης συγκροτούν την εικόνα μιας ανθηρής οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά πόλης, ειδικότερα κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών του 18ου – πρώτων δεκαετιών του 19ου (περίοδο δηλαδή που η πόλη ήταν έδρα ενός μεγάλου πασαλικίου, διοικητής του οποίου είναι ο Αλή Πασάς Τεπελενλής) αναγνωρίζοντας ως βασικό συντελεστή αυτής της ανάπτυξης το χριστιανικό/ ελληνικό στοιχείο της πόλης.

Η αγορά, πάντως, πράγματι εγγράφει και αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά μιας αναπτυσσόμενης εμπορευματικής οικονομίας γι’ αυτήν την περίοδο. Η κύρια οργανωτική δομή όλων των παραγωγικών, μεταποιητικών και εμπορικών δραστηριοτήτων της ήταν οι συντεχνίες, που σημαίνει κλειστές και αυστηρά ιεραρχημένες εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό τους. Οι συντεχνίες προϋπήρχαν, βέβαια, αλλά την περίοδο αυτή ακμάζουν και αριθμητικά 32 συντεχνίες καταγράφονται κατά την περίοδο 1815 – 1822 και οικονομικά, καθώς τα παραγόμενα προϊόντα τους μέσω ενός ακμαίου δικτύου εμπορίας, φτάνουν στην ευρωπαϊκή δύση και στον βαλκανικό κόσμο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ καλύπτουν παράλληλα τη ζήτηση της ίδιας της πόλης και των χωριών. Ο χώρος που διαμείβονταν όλες οι δραστηριότητες ήταν το εργαστήριο, το οποίο, ανάλογα με την δραστηριότητα που ασκούσε, στεγάζονταν σε συγκεκριμένο σημείο της αγοράς. Έτσι μέχρι πρόσφατα, αλλού βρίσκονταν τα σιδεράδικα, αλλού τα χαλκωματάδικα, αλλού τα τσαρουχάδικα, τα σεντουκάδικα, χρυσοχοεία, κηροποιία, τα υφασματοπωλεία. Στο εσωτερικό τους ο μάστορας, οι εξαρτημένοι καλφάδες, τα αδύναμα τσιράκια, οι υπάλληλοι, όλοι σιωπηλοί και υποταγμένοι στους ρυθμούς που επέβαλε ο χρόνος της χειροτεχνικής, προβιομηχανικής εργασίας. Η οργάνωση του εργαστηρίου, οι ρυθμοί εργασίας και οι εργασιακές σχέσεις μέσα σε αυτό παρέμειναν σχεδόν ίδιες ως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Η μνήμη πολλών τεχνιτών δείχνει να έχει προσδιοριστεί από την εμπειρία της μαθητείας τους μέσα στο εργαστήριο και από την σκληρή για την παιδική ηλικία εργασία που παρείχαν. Οι περισσότεροι άλλωστε ήταν μικρά παιδιά που προέρχονταν από τα χωριά και φιλοξενούνταν στο οικοτροφείο του Γ. Σταύρου, όπως αργότερα και της Σχολής του ΕΟΕΧ/ΕΟΜΕΧ (εικ.3)
«Ήταν σκληρά, ειδικά αν ήσουν κάπως ζωηρός. Από μικρά παιδιά αρχίζαμε και τα μαθαίναμε όλα… Δεν ήταν εύκολο… Από μικρά παιδιά, τα πιο πολλά από μας έρχονταν απ’ τα χωριά να μάθουν, με ταλαιπωρία πολύ, να κάτσουν χρόνια, μαθητευόμενοι στον μάστορα κοντά, και μετά να γίνουν υπάλληλοι και μετά να ανοίξουν κάποιοι από εμάς και το δικό τους εργαστήρι».
Η εικόνα της ακμάζουσας και ανθηρής προβιομηχανικής αγοράς που είναι μέτοχος και συντελεστής της εμπορευματικής οικονομίας δεν παραμένει, ωστόσο, η ίδια μετά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Τα μέλη των συντεχνιών μαζί με τους καλφάδες και τα τσιράκια τους βιώνουν, ειδικά από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. κ. ε την προοδευτική εξασθένιση της συντεχνιακής οργάνωσης και δομής, λόγω πολλών παραγόντων, κυρίως όμως λόγω της επικράτησης των καπιταλιστικών πια σχέσεων και του σκληρού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων έναντι των εγχώριων προϊόντων της χειροτεχνικής – βιοτεχνικής παραγωγής. Η πόλη και η αγορά της δείχνει να βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς αναμονής για εκσυγχρονισμό και εκβιομηχάνιση που δεν έγινε εν τέλει εφικτή.

Είναι η στιγμή, ωστόσο, που η επιλογή των υποκειμένων να μην υποκύψουν στη φτώχεια και στον εξορισμό τους στα άκρα, τα ωθεί να αντιδράσουν. Οι βιοτέχνες, οι τεχνίτες, οι μαγαζάτορες και οι επαγγελματίες, δρουν καταρχήν ως οι σταθεροί συντελεστές της βιωσιμότητας του κόσμου της βιοτεχνικής δραστηριότητας (του ασημιού, της μεταλλοτεχνίας και της σιδηρουργίας. Μέσα από την οργάνωση μικρών οικογενειακής πια μορφής «επιχειρήσεων», όπου διαπλέκονται με εμφανή τρόπο οι συγγενικές εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις, η σκληρή και ατέλειωτη χειροτεχνική εργασία όλων, ο χώρος και τα εργαλεία, η διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού. η ευέλικτη προσαρμοστικότητα, η κληρονομημένη τεχνική εμπειρία και η τοπική παράδοση καταφέρνουν να συνεχίσουν και κάποιες δραστηριότητες συνεχίζουν να ασκούνται μέχρι και σήμερα, όπως η ασημουργία (εικ. 4), η μεταλλοτεχνία

Τη φυσιογνωμία βέβαια της προβιομηχανικής αγοράς τη συνθέτει επίσης η συναλλαγή και η σχέση της πόλης με την ύπαιθρο, σχέση εντέλει συμπληρωματικότητας που παρείχε ο αγροτικός κόσμος σε αυτήν. Ζωτικούς τομείς της ζωής και της αγοράς της πόλης κάλυπτε η λίμνη και ο χώρος γύρω από αυτήν, ο αγροτικός επίσης – ορεινός κατά βάση, κόσμος. Οι χωρικοί δεν ήταν μόνο πελάτες της αγοράς και αξιολογητές των προϊόντων της, ήταν και μικροπωλητές των δικών τους προϊόντων, προϊόντων άλλοτε έτοιμων για κατανάλωση (κυρίως διατροφικών) και άλλοτε για μεταποίηση ( δέρματα, βελανίδια, καυσόξυλα κλπ). Οι τοποθεσίες που διαμείβονταν οι ανταλλαγές και οι συναλλαγές ήταν ξεχωριστές για κάθε είδος με αποτέλεσμα να οργανωθούν μικρές εξειδικευμένες ωστόσο αγορές. Το κριθαροπάζαρο (Κάνιγγος), το κρεμμυδοπάζαρο, το σταφυλοπάζαρο ( γιαλί καφενέ) ήταν οι χώροι που ο χωρικός, γινόταν πωλητής και ενεργό τμήμα του πολύβουου παζαριού. Εκεί συνήθως είχαν αναπτυχθεί τα χάνια (για ξεκούραση, για διανυκτέρευση και φροντίδα των ζώων. Ήταν αρκετά στην αγορά των Ιωαννίνων. Αν και η σχεδιασμένη πυρκαγιά του 1869, κατέστρεψε τα 1000 περίπου καταστήματα, 800 σπίτια, τα 20 χάνια, τους 43 φούρνους, τα καφενεία, και δεκάδες οινοπωλεία, αυτά ξανα-οικοδομήθηκαν από την αρχή – 24 έφτασαν τα χάνια και λειτούργησαν στην πλήρη τους μορφή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (εικ. 5). Ο οθωμανικός πολεοδομικός σχεδιασμός της περιόδου λειτούργησε εν τέλει θετικά όσον αφορά τη χωροταξική οργάνωση και λειτουργία της αγοράς. Τότε έγιναν και οι στοές που στέγαζαν μαγαζιά και εργαστήρια όπως του Λούλη, Λιάμπεη, Αλιέως (ΛεΒί) και άλλες με ιδιοκτήτες αρκετές από αυτές Γιαννιωτοεβραίους.
Από την απελευθέρωση και ύστερα η πόλη είχε αρχίσει να αλλάζει τη φυσιογνωμία της. Σταδιακά και με την ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της συνθήκης της Λωζάνης, οι Τουρκογιαννιώτες έφυγαν από την πόλη και ήρθαν άλλοι κάτοικοι, πρόσφυγες από την Μ. Ασία. Είναι οι στιγμή που εκτός των άλλων εκποιούνται και γκρεμίζονται θρησκευτικοί χώροι, νεκροταφεία, οθωμανικά δημόσια κτίρια αλλάζουν όψη ή χρήση, περιουσίες αλλάζουν χέρια αλλά ακόμα η αγορά φαίνεται να μη μεταβάλλεται και πολύ γιατί το αλισβερίσι το ‘χουν στα χέρια τους Χριστιανοί και Εβραίοι. Η απουσία όμως των Τουρκογιαννιωτών ως πελατών, ως παζαριωτών, ως κοινωνικών προσώπων είναι αισθητή. Το τέλος, ωστόσο, της πολυθρησκευτικής, πολυπολιτισμικής πόλης και της αγοράς της συμβαίνει με τον αφανισμό των Εβραίων της, το 1944. Το πρωί της 25ης Μαρτίου 1944 σχεδόν όλοι, 1.860 Γιαννιωτοεβραίοι συγκεντρώθηκαν από τους Γερμανούς με τη βοήθεια της ελληνικής χωροφυλακής, φορτώθηκαν σε ελάχιστο χρόνο σε καμιόνια, μεταφέρθηκαν στα Τρίκαλα και στη συνέχεια στα στρατόπεδα θανάτου στο Μπιρκενάου και στο Νταχάου Από αυτούς διασώθηκαν και επέστρεψαν ελάχιστοι.

Αυτοί που γύρισαν δε βρήκαν παρά λεηλατημένα ή κατειλημμένα από «ανταρτόπληκτους» ή πυροπαθείς τα σπίτια τους (εικ.6) λεηλατημένα επίσης τα εργαστήρια ή τα μαγαζιά τους. Όσοι παρέμειναν στην πόλη έστησαν τη ζωή τους από την αρχή, με ανείπωτες και οδυνηρές μνήμες, με εμπειρίες και βιώματα μιας ξεκομμένης, λεηλατημένης και βουβής κοινότητας αλλά και με ισχυρή την βούληση των λίγων μελών της να ξαναοικειοποιηθούν πραγματικά και συμβολικά τον τόπο που έζησαν οι ίδιοι και οι πριν από αυτούς για αιώνες.
Τα μαγαζιά, τα εργαστήρια και οι στοές άλλαξαν αθόρυβα χέρια και ιδιοκτήτες και η αγορά με την απώλεια και των Εβραίων της έγινε ακόμα πιο εσωστρεφής και αδύναμη απέναντι στις πιέσεις. Αργά άλλωστε και σταθερά, η περιορισμένη ζήτηση των χειροτεχνικών προϊόντων οδήγησε, μετά ειδικά τη δεκαετία 1970, στο κλείσιμο των μεταποιητικών εργαστηρίων της οδού Ανεξαρτησίας και χρόνια τώρα λειτουργούν ως μνημονικά ίχνη και ως μάρτυρες μιας κοινωνικής και οικονομικής δομής που ήταν δεμένη με την έννοια και το περιεχόμενο της πολυπολιτισμικής συμβίωσης και με την ανοχή στην ετερότητα.
Διαπιστώνεται τελικά ότι η αγορά, η οδός Ανεξαρτησίας που ήταν ο πυρήνας της, υπήρξε χώρος που αναιρούσε τις θρησκευτικά/εθνικά και κοινωνικά προσδιορισμένες διαβαθμίσεις της δύναμης και της υπεροχής, τα όρια και τους αποκλεισμούς. Οι τεχνίτες, οι έμποροι, θυμούνται συνεργασίες επαγγελματικές, σχέσεις φιλικές και εκεί αφήνουν να εννοηθεί ότι χωρούσαν όλοι Εβραίοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί, χωρικοί, ισχυρά κοινωνικά στρώματα κι αργότερα πρόσφυγες εσωτερικοί μετανάστες, τσιγγάνοι, φτωχοί, γυναίκες, ξένοι και δικοί.
«Ο παππούς μου ήρθε από το Μέτσοβο και αγόρασε το σπίτι το 1939. Στο κάστρο μέσα. Ανήκε σε εβραίους.. Πήρε ένα δωμάτιο και σιγά σιγά τα υπόλοιπα. Ο πατέρας μου 92 χρονών σήμερα είχε μαζί με ένα εβραίο, Χαϊμάκη στο όνομα, ζαχαροπλαστείο με όνομα « Τα αγαπημένα». Έφυγε ο Χαϊμάκης, πήγε Αμερική. Ήταν πολύ αγαπημένοι, εξού και το όνομα «τα αγαπημένα». Ερχόταν ο Χαϊμάκης να τον δει μέχρι τελευταία…».

Από την προαναφερόμενη τοπογραφία και κοινωνική γεωγραφία της αγοράς σήμερα έχουν στην πραγματικότητα απομείνει ελάχιστα στοιχεία της. Τα τελευταία χρόνια αλλάζουν συνεχώς και οι χρήσεις της παλιάς αγοράς και των δρόμων της. Η οικονομική ειδικότερα κρίση αλλά και άλλοι λιγότερο συγκυριακοί παράγοντες οδήγησαν τους παλιούς ιδιοκτήτες των μαγαζιών και των εργαστηρίων σε κλείσιμο και στη συρρίκνωση των περιορισμένων ήδη μεταποιητικών και εμπορικών δραστηριοτήτων της παλιάς αγοράς της πόλης. Έτσι στα πλαίσια των διαδικασιών αναζωογόνησης και ανάπλασής της, σχεδιάζονται και πραγματοποιούνται διάφορες παρεμβάσεις και επαναχρήσεις του κατεξοχήν χώρου (εικ. 7) που προσδιόριζε την πολιτισμική ταυτότητα της πόλης και των κατοίκων της. Αξίζει ωστόσο να προσέξουμε ότι διαμορφώνεται μια τάση επικράτησης μιας εξευγενισμένης ομοιομορφίας (με τις πεζοδρομήσεις, στένεμα των δρόμων, με τις σύγχρονες κατασκευές των δημόσιων καθισμάτων κ.λπ.), που δείχνει να αναιρεί την παλιότερη ανοχή στην ετερότητα, στη διαφορά και στη συνύπαρξη. Και έπειτα αξίζει να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι σχέσεις που διαμορφώνουν οι σύγχρονες χρήσεις του χώρου, με το παρελθόν. Βασίζονται άραγε αυτές σε μια διαλεκτική εγκαθιδρυμένων σχέσεων μαζί του ή αποτελούν κατασκευές που συμβάλλουν στη δημιουργία σχέσεων αποστασιοποίησης, κυριαρχίας και τελικά παραγωγής ενός «μη τόπου», με την έννοια ότι ως χώρος επενεργεί ελάχιστα στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις, αντίθετα προωθεί έναν νέο τρόπο πρόσληψης που βασίζεται περισσότερο σε σχέσεις εξουσίας, σε σχέσεις χειραγώγησης και αποκλεισμών; Σε κάθε περίπτωση είναι ανάγκη να διαφυλαχθούν τα εναπομείναντα ιστορικά και μνημονικά ίχνη του συγκεκριμένου τόπου, να αναδειχθεί η σημασία τους για τις τωρινές και επόμενες γενιές, αν θέλουμε πραγματικά να υπάρξει μια ποιοτική, πολιτισμικά καθορισμένη ανάπτυξη της πόλης και μια αναβάθμιση της καθημερινής ζωής των κατοίκων της.