Απόψεις

Από τον λυγμό του ηπειρώτη αγωνιστή στη δική μας μιζέρια

Ο Ηπειρωτικός Αγών και ο Γιώργος Απηλιώτης επανέρχονται στο ζήτημα μετονομασίας της οδού Παπαδοπούλου, για να αποδοθεί επιτέλους τιμή στον Νικολάκη Εφέντη, ένα πρόσωπο που συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους. Ωστόσο φαίνεται πως, παρόλο που συστάθηκε, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, αρμόδια επιτροπή για να μελετήσει το θέμα, μπήκε «φρένο» στη διαδικασία με το σκεπτικό ότι «η Αποκεντρωμένη Διοίκηση δεν θα επικυρώσει αυτή την απόφαση (!) γιατί θα επιφέρει σύγχυση στους κατοίκους της οδού»

Ανήμερα της τοπικής μας επετείου για την απελευθέρωση της πόλης και εν μέσω της απουσίας των καθιερωμένων εκδηλώσεων ένεκα της πανδημίας, η κρατική τηλεόραση επέλεξε ευτυχώς να κάνει ένα εκτεταμένο αφιέρωμα στα γεγονότα. Και ασφαλώς το σημαντικότερο στοιχείο ήταν η αφήγηση του αείμνηστου συμπολίτη μας Αθανασίου Τσεκούρα, που έζησε άμεσα τα γεγονότα και τα κατέγραψε στο σημαντικό για την ιστορία της πόλης σύγγραμμα με τίτλο «Από του 98ου υψώματος – Αναμνήσεις ενός Ηπειρώτου αγωνιστού». Η συνέντευξη από τον Αθ. Τσεκούρα είχε παρθεί το 1981, όταν ήταν σχεδόν 100 ετών και με εκπληκτική διαύγεια πνεύματος και μνήμη.

Σημαντικό μέρος τόσο του βιβλίου όσο και της συνέντευξης του συμπολίτη αγωνιστή ήταν η καθοριστική συμβολή στην έκβαση της μάχης, του Νικολάκη Εφέντη, που με τρόπους που εξηγούνται καθαρά έδωσε τη διάταξη της οχύρωσης του Μπιζανίου στον ελληνικό στρατό. Μ’ αυτό το όνομα «Νικολάκη Εφέντης» ήταν γνωστός τότε σ’ όλη την πόλη.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει στη σελ. 221 του βιβλίου του ο Αθ. Τσεκούρας, «Τα Γιάννινα γίνονται λεύτερα τούτη την αυγή που ξημερώνει σήμερα: 21 του Φλεβάρη. Αυτό που δε γινόταν κοντά δυο μήνες ως προχθές, γίνηκε τώρα σε δυο μέρες. Άθλημα μ’ ένα νικημένο, τον Τούρκο και δύο νικητές: Τον Νικολάκη Εφέντη και τον Στρατό μας».

Η συνέχεια, όπως οφείλουμε να γνωρίζουμε, αντλείται από τον… Αισχύλο. Ο Νικολάκη Εφέντης κλήθηκε από τον τότε διάδοχο για να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, και ζήτησε απελπισμένα να μην αποκαλυφθεί η ενέργειά του, διότι όλη η οικογένειά του βρισκόταν (όπως και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες) στη Μικρά Ασία και φοβόταν για την τύχη τους. Όλοι έκαναν δεκτή την επιθυμία του, εκτός από έναν άφρονα δημοσιογράφο εφημερίδας της Θεσσαλονίκης που, στο κυνήγι της είδησης, χωρίς ηθικούς φραγμούς αποκάλυψε την ταυτότητά του. Το αποτέλεσμα ήταν να  συλληφθεί μαζί με επτά μέλη της οικογένειάς του και μετά από βασανιστήρια να εκτελεστούν.

Ήταν συγκλονιστικός ο λυγμός του αιωνόβιου τότε Αθ. Τσεκούρα, όταν αναφέρθηκε στη θυσία του Νικολάκη Εφέντη λέγοντας ότι «δεν ήταν οι Τούρκοι που τον σκότωσαν, εμείς τον σκοτώσαμε»!

Μετά από κάποιες δεκαετίες, η πόλη μας αποφάσισε να τον τιμήσει δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο που διανοίχθηκε, χρησιμοποιώντας ορθά το όνομα με το οποίο ήταν γνωστός στους κατοίκους της πόλης: Οδός Νικολάκη Εφέντη. Ήρθε όμως η περίοδος των Απριλιανών και οι διορισμένοι δημοτικοί άρχοντες φαίνεται πως ενοχλήθηκαν από την τουρκογενή χροιά του όρου «Εφέντη». Δεν τους ενοχλούσε το Πετρό-μπεης Μαυρομιχάλης που περιλαμβάνεται στα βιβλία ιστορίας των σχολείων μας, το Νικολάκη Εφέντης τους ενόχλησε. Έτσι, αποφάσισαν να δώσουν στην οδό το πραγματικό όνομα του Νικολάκη Εφέντη που από πρόχειρη, όπως αποδεικνύεται, και εντελώς εσφαλμένη πληροφόρηση οδήγησε στη μετονομασία σε οδό Νικολάου Παπαδοπούλου.

Πρόκειται για χοντρό λάθος, κάτι που έχει επισημανθεί και από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν, και από συγγενικό του πρόσωπο. Ο άνθρωπος λεγόταν Νικόλαος Μιζαντζής ή Μιζαντζόγλου.

Μπορούμε να ‘μαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η τότε δημοτική αρχή, αν είχε τη δικαιοδοσία, θα άλλαζε και την ονομασία του χώρου όπου είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο του Ελληνικού Στρατού, το γνωστό μας Χάνι Εμίν Αγά. Από  Χάνι Εμίν Αγά μπορούσε να’ χει γίνει π.χ. Χάνι Εμμαν(ουήλ) Παπαδόπουλου. Δεν θα μας ξένιζε.

Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι ότι ακόμη και σήμερα, στην αρχή της εν λόγω οδού και πάνω στην πλαϊνή πλευρά του κτιρίου του Στρατοδικείου υπάρχει η μαρμάρινη ανάγλυφη επιγραφή της οδού. Η μπογιά στο βάθος των γραμμάτων έχει μεν ξεθωριάσει, αλλά με λίγη προσοχή διαβάζει κανείς: «Οδός Νικολάκη Εφέντη»!

Τα λάθη όμως είναι λάθη και ιδιαίτερα όταν υπήρξαν προϊόν ταπεινού κινήτρου. Δεν είναι δυνατόν σήμερα η πόλη να τιμά τη μνήμη αυτού του ανθρώπου μ’ ένα ανύπαρκτο όνομα. Δεν χρειάζεται δε να δοθεί το πραγματικό ελληνικό του όνομα αλλά να επανέλθουμε σ’ εκείνο με το οποίο τον γνώριζαν οι πολίτες και να τον αναφέρουν τα ιστορικά συγγράμματα της εποχής. Να επανέλθει η αρχική ονοματοδοσία: Οδός Νικολάκη Εφέντη.

Μετά από εμπεριστατωμένα δημοσιεύματα συνεργάτη του «Η.Α.», με πλούσια και μακροχρόνια συμμετοχή στα κοινά της πόλης, το θέμα επανήλθε το 2020. Και με ικανοποίηση πληροφορηθήκαμε ότι η δημοτική αρχή συνέστησε επιτροπή για να μελετήσει το θέμα. Δεν άργησε όμως να κάνει την εμφάνιση η καθιερωμένη μιζέρια που κατά καιρούς μας χαρακτηρίζει. Ενώ όλα τα μέλη της επιτροπής ήταν σύμφωνα με την τιμή που οφείλει η πόλη στον Νικολάκη Εφέντη, πληροφορηθήκαμε ότι μπήκε «φρένο» στη διαδικασία με το σκεπτικό ότι «η Αποκεντρωμένη Διοίκηση δεν θα επικυρώσει αυτή την απόφαση (!) γιατί θα επιφέρει σύγχυση στους κατοίκους της οδού»! Από πότε μια απόφαση φρενάρεται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η πιθανότητα (αν υπάρχει) κάποιος παραπάνω να έχει διαφορετική γνώμη; Με τέτοιες λογικές πορευόμαστε το 2021;

Όσον αφορά τις… πρακτικές δυσκολίες στους κατοίκους της οδού, θα αναφέρουμε αυτό που μας αποκάλυψε Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου και τακτικός συνεργάτης του «Η.Α.». Ο ίδιος γεννήθηκε στην οδό Γκυ Σαντεπλέρ, έβγαλε το γυμνάσιο διαμένοντας στην οδό Λίνας Τσαλδάρη και σήμερα κατοικεί στην οδό Καποδιστρίου. Κι όμως, ποτέ δεν άλλαξε κατοικία. Μένει πάντα στο ίδιο πατρικό του σπίτι, όσο τρελό κι αν ακούγεται! Ο δρόμος ήταν που άλλαξε τρεις φορές ονομασία. Και δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Στην περίπτωση που συζητάμε, δεν θα αποδοθεί η ονομασία του δρόμου σε άλλο πρόσωπο. Θα παραμείνει στο ίδιο. Απλώς θα διατυπωθεί σωστά όπως ακριβώς ονομάστηκε από την πρώτη στιγμή η οδός. Και επιπλέον, δεν θα φέρει κεντρική οδός της πόλης όνομα ανύπαρκτου προσώπου.

Σχετικά άρθρα

«Η πόλις Αγνωμονούσα»

Γιάννης Γρατσανίτης