Απόψεις

Λυπημένη Βιλελμίνη

Τις σκέψεις, που τις γέννησε μια βόλτα στην έρημη πόλη, καταγράφει σήμερα η Λουκία Τζάλλα. Τις συνοδεύει ένα... όχημα του ΕΚΑΒ, που συνάντησε στο παραλίμνιο.

Και ιδού πάλι «ημείς μεθ’ υμών» στο καθημερινό μας αντάμωμα, με τη στήλη την Τσιμπίδα σας, που-όπως μας λέτε όλοι- πολύ σας έλειψε. Είναι τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι και μόλις έχουμε γυρίσει από μια άδεια πόλη. Το δικό μας καθημερινό δρομολόγιο είναι το ίδιο εδώ και μέρες. Καλείται σωματική άσκηση, διαρκεί γύρω στη μισή ώρα ή τρία τέταρτα το πολύ και περιλαμβάνει τους ίδιους σχεδόν δρόμους. Σήμερα έφτασα ως την κεντρική πύλη του κάστρου, χαιρέτησα από μακριά τον φούρναρη με το ωραίο παραδοσιακό ψωμί στη γωνία κι είδα πάλι την ανήμπορη γιαγιά με την κυρτή της πλάτη να προσπαθεί να περάσει απέναντι στον δρόμο, για να πετάξει μια βαριά σακούλα στα σκουπίδια. Αμέσως μετά, λόγω κρύου και αέρα, έστριψα αριστερά και δεν πήγα προς τη λίμνη. Πήρα τον δρόμο Σούτσου κι είδα το κλειδαμπαρωμένο οίκημα του Ιδρύματος Ιωσήφ και Εσθήρ Γκανή με το χαρτί απουσίας τους ως τα τέλη Απριλίου αναρτημένο στην είσοδο. Παρακάτω το μικρό γραφικό ξενοδοχείο «Βιλελμίνη» άδειο, έρημο και λυπημένο. Πώς φαντάζουν μερικά πράγματα τόσο πολύτιμα σήμερα, λες και δεν τα είδαμε ποτέ!

Άνθρωπος σε ένα κουτί

Αυτόν τον δρόμο μπροστά από το νοσοκομείο Χατζηκώστα τον έχω διανύσει άπειρες φορές, για να φτάσω στη μικρή αίθουσα του καλλιτεχνικού σωματείου «Εξαύδα». Κι αυτό μου φαίνεται τόσο απόμακρο σήμερα. Βλέπω μπροστά μου εικόνες, όπως μια γυναίκα που ταΐζει τα περιστέρια στη γωνία κι άλλο ένα κορίτσι που κρατά τα δυο σκυλιά της, ίδια κι απαράλλαχτα σαν δίδυμα. Ούτε σκουπίδι στον δρόμο, παρά μόνο δυο παρατημένα στρώματα, που πασχίζουν δυο άνθρωποι να τα περιμαζέψουν, προφανώς για να ξαπλώσουν πάνω σ’αυτά το βράδυ. Είναι εκείνοι οι συμπολίτες μας, που ψάχνουν να βρουν τόπο να πλαγιάσουν. Προχθές μας έλεγε αναγνώστρια ότι μόλις βγήκε από την πόρτα στην οδό Πουκεβίλ, για να πάρει την εφημερίδα όπως κάνει κάθε πρωί, βρήκε μέσα σε ένα κουτί -ναι, ένα χαρτόκουτο -έναν άνθρωπο να κοιμάται κουλουριασμένος.

Μας λείπει η Τσιμπίδα

Μόλις τους είδα τους δυο αστυνομικούς να πλησιάζουν έξω από το Καπλάνειο με τις στολές τους, ενστικτωδώς έκανα την κίνηση να βεβαιωθώ ότι είχα στο τσαντάκι μου την ταυτότητα κι αμέσως αισθάνθηκα ασφαλής, όταν την έπιασα. Πάντοτε από μικρή ηλικία ο φόβος και ο τρόμος μου ήταν ο χωροφύλακας. Πιθανόν να έχει τις ρίζες του αυτός ο τρόμος στο κυνήγι της αριστερής οικογένειας Ευαγγελίδη, καθώς είχα φίλη την κόρη τους τη Νίκη ή μπορεί και να ανάγεται στην εξορία στη Μακρόνησο του θείου μου του Φάνη Παπαγεωργίου. Ποιος, αλήθεια, ξέρει ποιες διεργασίες γίνονται μέσα στην ψυχή ενός παιδιού. Ακόμη κι εκείνο που τραγουδούσαν οι συμμαθητές μου κοροϊδεύοντας τους ένστολους «ο μπάτσος είναι όργανο, όργανο είναι και το μπουζούκι», ποτέ δεν το ξεστόμισα, ούτε γι’ αστείο.

Ας γυρίσουμε στους αστυνομικούς, που βρέθηκαν στον δρόμο μας μια αυτών των ημερών της απομόνωσης. Ο ένας από τους δυο μου έκανε την καλοπροαίρετη παρατήρηση, φωνάζοντας από απέναντι και αποκαλώντας με μάλιστα με το μικρό μου όνομα: «Κυρία Λουκία, αν κάτι σας διαφοροποιεί από τις άλλες εφημερίδες είναι η δεύτερη και η τελευταία σελίδα, γιατί μας τις στερείτε»; Μπορεί να ήταν ο αστυνομικός η αιτία, που σήμερα βρισκόμαστε και πάλι μαζί σας και ως… Άσπρο-Μαύρο και ως Τσιμπίδα. Μπορεί και το παράπονο τόσων αναγνωστών, που από την πρώτη μέρα που… συρρικνωθήκαμε, αναζητούν τα σχόλιά μας και τις ασπρόμαυρες μνήμες μας, που μοιραζόμαστε τόσα χρόνια μαζί σας.

Πού πήγε το παιδί;

Να αναφερθούμε βέβαια και σ’ αυτό που μας είπε αναγνώστρια, αναζητώντας κι εκείνη τη στήλη. Θυμήθηκε τον πατέρα της που σε κάθε στιγμή έλεγε για ανθρώπους, που πάσχιζαν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους σε δύσκολες συνθήκες: «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια». Είπε και το χαρακτηριστικό γιαννιώτικο ως κατακλείδα: «Τα άλαλα, τα πάλαλα και του κορονωϊού τα άλαλα». Άλλη καλή μου φίλη με καλημερίζει καθημερινά στέλνοντάς μου κάποιο σκίτσο, που φέρνει την υπογραφή «Αρκάς». Είναι οι ωραιότερες καλημέρες που έχω πάρει. Το πιο χιουμοριστικό, όμως, μου το είπε δική μας καθηγήτρια φιλόλογος, που συμμετέχει σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσα από το ίντερνετ. Μια δασκάλα εκεί που έδινε οδηγίες στους μαθητές της, ξαφνικά έχασε την εικόνα με έναν μαθητή της κι άρχισε να φωνάζει απελπισμένα εις ευήκοον όλων: «Το παιδί… πού πήγε το παιδί, έχασα το παιδί». Ώσπου το βρήκε!

Πέταξαν μπουμπούκια

Με τον γείτονά μας τον Γιώργο Σμύρη μιλάμε από το ένα μπαλκόνι στο άλλο, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι πλέον. Εκείνος βγαίνει για ένα διάλειμμα από τη δουλειά, που κάνει στο σπίτι, κι εγώ για να ποτίσω τα λουλούδια, τα οποία –κόντρα στο γκρίζο των ημερών- πέταξαν πρασινάδες και μπουμπούκια. Εκείνα αντέχουν στο κρύο και στον βοριά και δεν τα νοιάζει κανένας ιός. Ανταλλάσσουμε με τον γείτονα κουβέντες, κι εκείνος πάντα λέει ότι ο κορωνοϊός θα μας φέρει όλους πιο κοντά. Θα ξέρουμε ποιος μένει απέναντί μας, που ίσως μέσα στη φούρια της βιοπάλης, δεν τον γνωρίζαμε.

Του λέω πως αυτές τις μέρες του κορωνοϊού το κανάλι της Βουλής και η ΕΡΤ2 βάζουν ωραίες ταινίες. Σαν εκείνη με τον σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, που πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία, για να καταγράψει σκηνές της χώρας αυτής, όπως τις είδε στις ταινίες του μεγάλου ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουτζίρο Όζου. Εκεί, βλέποντας κι εμείς κάποιες παλιές εικόνες με τη Γιαπωνέζα με την ποδιά να βγαίνει στον δρόμο να συμμαζέψει τα εγγόνια, τους ανθρώπους να μιλούν από τα μπαλκόνια, σκεφτόμαστε πως παντού οι άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη ίδιοι είναι.

Σχετικά άρθρα

Επανέρχονται οι συστάσεις για χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους

Γεωργία Χαλάτση

Ο ενιαίος συντονισμός έχει και απαιτήσεις

Γεωργία Χαλάτση

Και εντός και εκτός πόλης το ΕΚΑΒ