Αίθουσα ΣύνταξηςΑπόψεις

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πόλη: μια σχέση προς επανεξέταση 60 χρόνια μετά

Γράφει η Ελένη Σιάνου-Κύργιου, Ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Συμπληρώνονται φέτος 60 χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στη διάρκεια των οποίων ήταν εντυπωσιακή η ανάπτυξή του. Σε αυτή έπαιξε, αναμφίβολα, σημαντικό ρόλο η σχέση του με την πόλη των Ιωαννίνων, η οποία προσέφερε πολλαπλά οφέλη και στις δύο πλευρές.

Η ίδρυση του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων ήταν μόνιμο αίτημα από τη δεκαετία του ’50. Βουλευτές, δήμαρχοι, εκπρόσωποι συλλογικών φορέων, πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας συμμετείχαν στις προσπάθειες να πεισθούν οι κυβερνήσεις για την ίδρυσή του, επικαλούμενοι λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς, εθνικούς. Υποστηρίζοντας, επίσης, ότι ήταν ένα δίκαιο αίτημα, συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης στην εκπαίδευση από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, κατά τα προεπαναστατικά χρόνια.

Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έγινε με το Β.Δ.735/1964 «Περί ιδρύσεως Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εν Ιωαννίνοις». Η Φιλοσοφική Σχολή λειτούργησε το ακαδημαϊκό έτος 1964-1965, ως παράρτημα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αυτονομήθηκε σύντομα, ενώ παράλληλα δρομολογήθηκε η ίδρυση νέων Τμημάτων και Σχολών, η διαμόρφωση της πανεπιστημιούπολης στην περιοχή της Μονής Δουρούτης.

Στα 60 χρόνια της λειτουργίας του το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς και υποδέχτηκε μεγάλους αριθμούς φοιτητών, προσφέροντάς τους τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις αξίες για την επαγγελματική και την κοινωνική τους ζωή. Η ανάπτυξή του οφείλεται στις πολιτικές για την επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης που υιοθετούσε η Ε.Ε., στις επιλογές των κυβερνήσεων, στις πρωτοβουλίες των ακαδημαϊκών αρχών, αλλά και στην υποστήριξη των τοπικών αρχών. Σήμερα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας, ως προς τον αριθμό των φοιτητών και των σχολών που καλύπτουν τους περισσότερους επιστημονικούς τομείς.

Η  λειτουργία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σφράγισε την ταυτότητα της πόλης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της ανάπτυξη. Η συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η εισροή οικονομικών πόρων από τις δαπάνες χιλιάδων φοιτητών. Η προετοιμασία πτυχιούχων με υψηλή εξειδίκευση για την αγορά εργασίας και για ερευνητικούς τομείς αιχμής που προωθούν την τεχνολογική ανάπτυξη της περιοχής. Η ανέγερση κτιρίων και τεχνικών έργων στην πανεπιστημιούπολη, κατοικιών και ξενοδοχείων στην πόλη, η αναβάθμιση του αστικού χώρου στο κέντρο της πόλης και των περιοχών γύρω από την πανεπιστημιούπολη. Η προσφορά θέσεων εργασίας, αφού είναι, μαζί με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της πόλης. Η συμβολή του στην κοινωνική πρόοδο της πόλης οφείλεται επίσης σε πολλούς λόγους, όπως η γενική άνοδος του επιπέδου εκπαίδευσης των κατοίκων της πόλης. Η μείωση  των κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων, με την παροχή ευκαιριών σε νέους με χαμηλό κοινωνικό υπόβαθρο να σπουδάσουν και να εξασφαλίσουν μια καλή εργασία και κοινωνική ανέλιξη. Η επίλυση κοινωνικών προβλημάτων και η προστασία της υγείας των πολιτών της ευρύτερης περιοχής, με την πρόσβαση στις υψηλού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Εξίσου σημαντική η συμβολή του πανεπιστημίου στην πολιτισμική ανάπτυξη, με τη μελέτη του τοπικού πολιτισμού, την ανάδειξη της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την πολιτισμική αναβάθμιση των αστικών και αγροτικών περιοχών και, συνακόλουθα, την ανάπτυξη του τουρισμού. Η δύναμη της επίδρασης του είχε ως αποτέλεσμα τα Ιωάννινα, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού στην ορεινή και φτωχή Ήπειρο, να γίνει μεγάλη πόλη, γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο από το λογότυπο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Και η πόλη σφράγισε την ταυτότητα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, βοηθώντας το να επεκταθεί και να ενισχυθεί η ακαδημαϊκή του φήμη. Δημιούργησε  άρτιες υποδομές για τις επιστημονικές εκδηλώσεις, για τις ανάγκες των σπουδών και της καθημερινής ζωής των φοιτητών. Διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να γίνει μια πόλη ελκυστική που έχει τη φήμη ότι προσφέρει μια ασφαλή, πλούσια σε εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές εμπειρίες φοιτητική ζωή. Αυτή η αμοιβαία συνεισφορά δημιούργησε μια αμφίδρομη σχέση, η οποία ωφέλησε και στις δύο πλευρές.

Φέτος γιορτάζονται τα 60 χρόνια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και γίνονται πολλές εκδηλώσεις, προκειμένου να τιμηθεί η επέτειος με τον προσήκοντα τρόπο. Μια επέτειος όμως δεν περιορίζεται μόνο σε πανηγυρικές εκδηλώσεις. Είναι αφορμή για μια επαναξιολόγηση, χωρίς εξωραϊσμούς, με σκοπό την κατανόηση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, κυρίως με την επανεξέταση της σχέσης τους.

Καθώς κλείνει λοιπόν ο κύκλος της εξηκονταετίας, είναι φανερό ότι η σχέση μεταξύ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και της πόλης γίνεται σταδιακά πιο αδύναμη. Περιορίζεται σε δραστηριότητες αναγκαίες για τη συνύπαρξή τους, αλλά ανεπαρκείς για μια ουσιαστική συνεργασία. Το πανεπιστήμιο απευθύνεται στην πόλη, όταν χρειάζεται κάτι από αυτή, όπως και η πόλη απευθύνεται στο πανεπιστήμιο, όταν χρειάζεται κάτι από αυτό.

Η επανεξέταση της σχέσης τους είναι σοβαρό πρόβλημα, επειδή οι ευρύτερες εξελίξεις μεγαλώνουν την εξάρτηση μεταξύ τους, οδηγούν την πόλη και το πανεπιστήμιο σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για το μέλλον τους. Η πόλη καλείται να  μετασχηματιστεί σε μια πόλη της γνώσης, ώστε να ανταποκριθεί στις  πολιτικές που της αναθέτουν μεγαλύτερες ευθύνες για την αντιμετώπιση τοπικών, εθνικών και παγκόσμιων προκλήσεων, για την προώθηση της τεχνολογικής ανάπτυξης. Και, αναμφίβολα, σε αυτή τη νέα πραγματικότητα το πανεπιστήμιο μπορεί να βοηθήσει την πόλη, με την έρευνα και την παραγωγή νέας γνώσης, την προετοιμασία κατάλληλου εργατικού δυναμικού, τις ομάδες καινοτομίας και κοινωνικού προβληματισμού.

Το πανεπιστήμιο, από την άλλη πλευρά,  καλείται να προσαρμοστεί στις ευρωπαϊκές πολιτικές για την ανώτατη εκπαίδευση, να ακολουθήσει τις διαδικασίες για την ώθηση της εξωστρέφειας και τη διεθνοποίηση της έρευνας, τη συνεργασία με ιδρύματα της αλλοδαπής. Παράλληλα, να επανεξετάσει τα υπάρχοντα και να οργανώσει νέα προγράμματα σπουδών, καθώς οι ανάγκες των φοιτητών αλλάζουν και αναδύονται νέα ψηφιακά οικοσυστήματα για τη μάθηση και την παραγωγή νέας γνώσης. Να αντιμετωπίσει, επιπλέον, τον ανταγωνισμό μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων, και άλλων φορέων παραγωγής και μετάδοσης γνώσης. Να βρει επειγόντως λύσεις στα προβλήματα που μεγαλώνουν τον κίνδυνο παρακμής και συρρίκνωσής του. Και, αναμφίβολα, η πόλη μπορεί να του προσφέρει βοήθεια για να τα επιλύσει, εφόσον έχουν αρνητικές συνέπειες και στις δύο πλευρές.

Ανάμεσα σε αυτά τα σημαντικότερα, που συνδέονται με το μέλλον του και την πρόοδο της πόλης, είναι τα οικονομικά προβλήματα και η μείωση των φοιτητών.  Τα οικονομικά προβλήματα οφείλονται κυρίως στην ανεπάρκεια της δημόσιας χρηματοδότησης να καλύψει το αυξανόμενο κόστος λειτουργίας του. Οι κυβερνήσεις, μετά την κρίση, φαίνεται ότι δεν είναι πρόθυμες να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες. Υιοθετούν το υβριδικό μοντέλο που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες, σύμφωνα με το οποίο τα πανεπιστήμια οφείλουν να εξασφαλίσουν πόρους από άλλες πηγές, όπως τα δίδακτρα και η συνεργασία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Οι φοιτητές σε υψηλό ποσοστό αδυνατούν να πληρώσουν δίδακτρα και οι συνεργασίες με σκοπό το κέρδος, ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματα είναι δύσκολες, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα του, με βάση τον οποίο είναι παραδοσιακά οργανωμένο.

Η μείωση των φοιτητών είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο δεν οφείλεται μόνο στην ελάχιστη βάση εισαγωγής, όπως υποστηρίζεται, αλλά πρωτίστως στην αδυναμία των οικογενειών να καλύψουν το κόστος των σπουδών. ‘Έτσι, αρκετοί φοιτητές μένουν στον τόπο κατοικίας τους και έρχονται στην πόλη για τις εξετάσεις. Άλλοι αναγκάζονται να εργαστούν ή εγκαταλείπουν τις σπουδές, λόγω και των αμφιβολιών τους για την αξία του πτυχίου στην αγορά εργασίας. Ολοένα και περισσότεροι επιλέγουν πανεπιστήμια που προσφέρουν εξ αποστάσεως προγράμματα, χωρίς τις δεσμεύσεις του χώρου και του χρόνου. Αν επιθυμούν την άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας επιλέγουν άλλους φορείς ταχύρρυθμης εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Η μείωση των φοιτητών αναμένεται να αυξηθεί μετά την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, παραρτημάτων από διεθνούς κύρους πανεπιστήμια που θα εδρεύουν κυρίως στην Αθήνα, αφού το κόστος των διδάκτρων θα είναι παρόμοιο με το κόστος των σπουδών σε μια απομακρυσμένη από το κέντρο επαρχιακή πόλη.

Οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις αυτές για την πόλη και το πανεπιστήμιο επιβάλλουν την ενδυνάμωση της σχέσης τους. Αυτή όμως προϋποθέτει ένα πανεπιστήμιο πιο ανοιχτό προς την τοπική κοινωνία που θα ασχολείται περισσότερο με την επίλυση των προβλημάτων της. Μια τοπική κοινωνία που να σκέφτεται όχι μόνο τι μπορεί να κερδίσει από το πανεπιστήμιο, αλλά πώς θα το υποστηρίξει για την περαιτέρω ανάπτυξή του. Προϋποθέτει, ακόμη, την αλλαγή του τρόπου συνεργασίας μεταξύ τοπικών και πρυτανικών αρχών, ώστε να σχεδιάσουν από κοινού δράσεις για το μετασχηματισμό του ιδρύματος σε ένα πανεπιστήμιο του μέλλοντος και της πόλης σε ένα κέντρο γνώσης, μάθησης και πολιτισμού. Στο σχεδιασμό αυτό μπορεί να αξιοποιηθούν οι εμπειρίες ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ήδη εφαρμόσει  αποτελεσματικές πρακτικές.

Με βάση αυτές τις πρακτικές, είναι έχει μεγάλη σημασία η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας και της ακαδημαϊκής κοινότητας, με` την ανάπτυξη της δημόσιας συζήτησης για το παρόν και το μέλλον του πανεπιστημίου και της πόλης, για την κατανόηση της επίδρασης που έχει η πόλη στην ανάπτυξη του πανεπιστημίου και της δύναμης που έχει το πανεπιστήμιο στην ανάπτυξη της πόλης. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί με την από κοινού οργάνωση ημερίδων ή συνεδρίων, συζητήσεων στα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Είναι σημαντική η υποστήριξη των φοιτητών, ειδικά από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα, ώστε να παραμείνουν στην πόλη για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Σημαντικά μέτρα είναι η χορήγηση υποτροφιών, με τη συνδρομή της πολιτείας,  τη συνεισφορά ιδρυμάτων και ιδιωτικών φορέων, η μείωση του κόστους των ενοικίων, αξιοποιώντας παλαιά ή κατασκευάζοντας νέα κτίρια και φοιτητικές εστίες.

Είναι χρήσιμο, επιπλέον, με βάση το παράδειγμα πόλεων με ισχυρή παράδοση στη σχέση πανεπιστημίου και πόλης, όπως η Μπολόνια, να ιδρύσουν από κοινού ένα Πολιτιστικό Ινστιτούτο, ώστε να ενδυναμωθεί η συνεργασία του πανεπιστημίου με τους πολιτιστικούς φορείς της πόλης. Επειδή μάλιστα η πανεπιστημιούπολη βρίσκεται σε μια απόσταση από την πόλη, θα ήταν σημαντική η παραχώρηση από το Δήμο Ιωαννιτών ενός χώρου για να εγκατασταθεί μια ειδική υπηρεσία του πανεπιστημίου στο κέντρο της πόλης, η οποία θα αναλάβει την προβολή του ακαδημαϊκού έργου, την ενημέρωση των πολιτών και το σχεδιασμό εκδηλώσεων μαζί με το Δήμο Ιωαννιτών στο ιστορικό κέντρο για την αξιοποίηση της δημιουργικότητας των φοιτητών και την ενσωμάτωση τους στη ζωή της πόλης.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλές πρακτικές, αλλά, καταληκτικά, ένα είναι το κρίσιμο ερώτημα που αξίζει να συζητηθεί με αφορμή της επετειακές εκδηλώσεις : κατά πόσο είναι έτοιμη η πόλη των Ιωαννίνων να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται το πανεπιστήμιο της και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον τρόπο που σκέφτεται την πόλη που το φιλοξενεί; Ανεξάρτητα από την απάντηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν πολλά να κερδίσουν από την επανεξέταση και την ενδυνάμωση της σχέσης τους και πολλά να χάσουν από τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης.

Σχετικά άρθρα

Έμειναν στη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων

Ναι στη διαγραφή των «αιώνιων φοιτητών», αλλά όχι με οριζόντια κριτήρια

Γεωργία Χαλάτση

Εχέγγυο για το μέλλον οι στιβαρές ιστορικές καταβολές

Γεωργία Χαλάτση