Απόψεις

Ποιος νοιάζεται;

Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει ένα πολύ καλό άρθρο, όπου, μεταξύ άλλων, ο συντάκτης του έγραφε πως είναι αδιανόητο σε ένα σύγχρονο κράτος να περνά ο πολίτης το κατώφλι μιας δημόσιας υπηρεσίας με αγωνία, σκεπτόμενος ότι μόνο αν έχει κάποιον γνωστό, μπορεί να γίνει η δουλειά του έγκαιρα και σωστά, χωρίς καθυστερήσεις και παράλογες γραφειοκρατικές απαιτήσεις.

Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει ένα πολύ καλό άρθρο, όπου, μεταξύ άλλων, έγραφε πως είναι αδιανόητο σε ένα σύγχρονο κράτος να περνά ο πολίτης το κατώφλι μιας δημόσιας υπηρεσίας με αγωνία, σκεπτόμενος ότι μόνο αν έχει κάποιον γνωστό, μπορεί να γίνει η δουλειά του έγκαιρα και σωστά, χωρίς καθυστερήσεις και παράλογες γραφειοκρατικές απαιτήσεις. Από την έκδοση ενός πιστοποιητικού μέχρι την εύρεση μιας πολεοδομικής άδειας (και περιγράφω πιθανά τα εύκολα και λιγότερο δαιδαλώδη).

Για να απλοποιηθούν διαδικασίες και να μην ανεβοκατεβαίνουν οι πολίτες σκάλες μεταφέροντας έγγραφα από τον έναν υπάλληλο στον άλλο για ώρες ή και μέρες, πολλές από τις υπηρεσίες του δημοσίου παρέχονται πλέον ηλεκτρονικά. Πληρωμές, έκδοση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας κ.λπ. Τα ξέρετε. Κι επειδή όλα εκσυγχρονίζονται και τρέχουμε ασθμαίνοντας να προλάβουμε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, μην μας πούνε λειτουργικά και ψηφιακά αναλφάβητους, φτιάξαμε και ηλεκτρονικές πλατφόρμες για την άμεση εξυπηρέτηση του πολίτη και την ταχύτατη ανταπόκριση σε κάποιο αίτημά του.

Μία από αυτές είναι η διαδικτυακή εφαρμογή «Νοιάζομαι», στην οποία ο δημότης μπορεί να καταθέσει, συνοδεία φωτογραφίας, το αίτημά του, να το απευθύνει σε όποια υπηρεσία του δήμου κρίνει ότι είναι αρμόδια και από εκεί αξιολογείται αν, πώς και από ποιον θα ικανοποιηθεί. Ο αιτών ενημερώνεται για την παραλαβή του αιτήματός του και για τα στάδια εξέλιξης στα οποία βρίσκεται. Υπογραμμίζουμε, εκ νέου, ότι αυτό γίνεται για να απλοποιηθούν χρονοβόρες και αχρείαστες διαδικασίες.

Εδώ και χρόνια έξω από την εφημερίδα λείπουν δυο-τρία πλακάκια από το πεζοδρόμιο. Συνεργεία της ΔΕΥΑΙ είχαν κάνει κάποιες εργασίες στο ρολόι του νερού και τα έσπασαν κατά λάθος. Εδώ και χρόνια, και ενώ στην αρχή τηλεφωνούσαμε να έρθουν να τα φτιάξουν, το κενό που αφήσανε το έχουμε καλύψει υποτυπωδώς με άλλες πλάκες και πέτρες. Δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για τον περαστικό, μόνο για εκείνον που βγαίνει από την πολυκατοικία, γι’ αυτό και έχουμε καταγράψει διάφορα τραγελαφικά περιστατικά με ενοίκους, η αναφορά των οποίων δεν είναι ασφαλώς της παρούσης.

Για κακή μας τύχη, είναι επιτακτική ανάγκη αυτά τα πλακίδια να αποκατασταθούν, καθώς πρέπει να γίνει συγκεκριμένη εργασία στο σημείο. Εμείς –οι δημότες- πλάκες πεζοδρομίου δεν διαθέτουμε. Έτσι, απευθυνθήκαμε στον δήμο και μάλιστα –σε πείσμα όσων επέμεναν να πάρουμε κάποιον γνωστό μας- χρησιμοποιήσαμε την εφαρμογή «Νοιάζομαι». Πριν έναν μήνα. Μετά από δύο εβδομάδες, ο δήμος Ιωαννιτών μας ενημέρωσε με mail ότι το αίτημά μας βρίσκεται σε εξέλιξη. Μέχρι σήμερα ακόμη εξελίσσεται.  Ωστόσο, αν παίρναμε εκείνον τον γνωστό μας, που λέγαμε, και πιέζαμε και λίγο παραπάνω, πιθανά από την πρώτη –βία τη δεύτερη- μέρα να είχε γίνει η δουλειά μας. Δεν έχει σημασία αν τα πλακίδια θα μπουν ή όχι στη θέση τους. Και να μην μπουν, κάποια πατέντα θα βρούμε, καθώς ο Έλληνας συχνά γίνεται ευρεσιτέχνης, διαπιστώνοντας ότι διά της ευθείας και υποδειχθείσας οδού, σπάνια φτάνει στον προορισμό του.

Αυτό που έχει σημασία είναι ο πρωτογονισμός μας και η απροθυμία μας να ανασυρθούμε απ’ αυτόν και να προχωρήσουμε μπροστά. Εκείνη η δυσπιστία των παππούδων μας, που θεωρούσαν «πράγματα του διαβόλου» όσα δεν μπορούσαν να μάθουν και να εξηγήσουν, φαίνεται ότι είναι αποτυπωμένη στο συλλογικό dna μας και μας σκουριάζει, μας καθυστερεί, μας αφήνει πίσω. Ακόμη κι όταν υποχρεωνόμαστε από επιδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, από τις εξελίξεις και τις συγκυρίες, να χρησιμοποιήσουμε καινούρια, σύγχρονα μέσα, δεν τα πιστεύουμε, δεν τα στηρίζουμε, τα αφήνουμε σε υποτυπώδη χρήση, υπονομεύουμε την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά τους. Προτιμάμε να καρφιτσώνουμε τα έγγραφα, να γράφουμε σε τεφτέρια τα χρέη, να σηκώνουμε το τηλέφωνο και να λέμε στον γνωστό μας: «φέρε, ρε παιδί μου, εκεί δυο – τρία πλακάκια να γίνει η δουλειά μου». Γιατί δεν θέλουμε να μάθουμε να κάνουμε τις δουλειές μας αλλιώς, δηλαδή ορθά και σύγχρονα.