Φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, την Εθνική Παλιγγενεσία που οδήγησε στην ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους. Πλήθος εκδηλώσεων συνοδεύουν την επέτειο, εκδηλώσεις που στοχεύουν στη διασύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, στην ανάγνωση των γεγονότων, στην αξιολόγηση προσώπων και πράξεων, στον επαναπροσδιορισμό αξιών. Διακόσια χρόνια και βέβαια η μνήμη της Ιστορίας μας ακολουθεί. Κι αυτή η μνήμη επαναφέρει κυρίως στην επικαιρότητα τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών των πολεμικών γεγονότων που για μας τους έχοντες κάποια ηλικία είναι αποτυπωμένα «φωτογραφικά» έτσι όπως μας κοίταζαν από τους τοίχους των δημοτικών σχολείων στα οποία αποτελούσαν το σύνηθες ντεκόρ. Κυρίαρχες μορφές, όπως του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη και του Μακρυγιάννη αποτελούσαν–αποτελούν γνώριμες φυσιογνωμίες για όλους μας. Ποιος δεν θυμάται, δεν έχει συγκρατήσει τη γερακίσια μύτη του Γέρου του Μοριά, το ευθυτενές βλέμμα του Καραϊσκάκη, τη μαχαίρα στο σελάχι του Μακρυγιάννη, τις πιστόλες του Νικηταρά, το τσιγκελωτό μουστάκι του Κίτσου Τζαβέλλα;
Το ερώτημα που προκύπτει εύλογο. Ήταν όντως έτσι τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν το ‘21; Πόσο κοντά στην αληθινή όψη τους είναι οι γνωστοί πίνακες; Σε ποιον χρωστάμε τα «φωτογραφικά» πορτραίτα των ηρωικών προγόνων μας και πώς αυτά διασώθηκαν και φτάσανε στις μέρες μας για να συντροφεύουν τις παραδόσεις Ιστορίας (τουλάχιστον) στο δημοτικό σχολείο;
Σε μια εποχή που δεν είχε εφευρεθεί η φωτογραφία ο μοναδικός τρόπος να απαθανατιστεί ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός ήταν η σχεδιαστική-ζωγραφική απόδοσή του. Αυτό συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά ευτυχή σύμπτωση την εποχή που ζούσαν και δρούσαν οι ήρωες της Επανάστασης, έλαβε χώρα η συνάντησή τους με έναν σπουδαίο φιλέλληνα αξιωματικό αλλά και σπουδαίο ζωγράφο–σκιτσογράφο τον Γερμανό Karl Krazeisen (Καρλ Κρατσάιζεν, 1794-1878). Ο αξιωματικός του βαυαρικού στρατού και καλλιτέχνης δεν απαθανάτισε μόνο σκιτσογραφικά, εκ του φυσικού μάλιστα, τους πρωταγωνιστές του αγώνα, αλλά, ως αυτόπτης μάρτυς και αγωνιστής, και πολλά από τα συμβάντα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Εκτός όμως από τον Βαυαρό Φιλέλληνα είχαμε την τύχη να ζει και δραστηριοποιείται στην Αθήνα αυτήν την περίοδο, ένας εξαίρετος ζωγράφος ο Βέλγος, πρόξενος μάλιστα, Benjamin Mary (Μπεντζαμέν Μαρί). Και σ’ αυτόν οφείλουμε μια σειρά πορτραίτων των πιο σημαντικών αγωνιστών του 1821.
Ο Καρλ Κρατσάιζεν, γεννημένος το 1794 σε μια κωμόπολη της Ρηνανίας–Παλατινάτου, το Kastellaun, κατετάγη για βιοποριστικούς λόγους το 1812 στον Βαυαρικό Στρατό και αμέσως έλαβε μέρος στον πόλεμο κατά της Γαλλίας, το 1813-1814. Θερμός Φιλέλληνας παρακολουθούσε με έντονο ενδιαφέρον από την έναρξη της Επανάστασης τα γεγονότα στην Ελλάδα. Έτσι, και βλέποντας την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, ιδίως μετά την πτώση του Μεσολογγίου, αποφάσισε να βοηθήσει έμπρακτα πλέον τον απελευθερωτικό αγώνα. Τον Αύγουστο του 1826, ενώ υπηρετούσε στην Βαυαρία με το βαθμό του υπολοχαγού, αποφάσισε να κατέβει στην Ελλάδα δίχως μάλιστα να εξασφαλίσει τη σχετική άδεια (!) από το βαυαρικό επιτελείο για να στηρίξει τον αγώνα των Ελλήνων.
Στην Αθήνα, όπου έφτασε μετά από περιπετειώδες ταξίδι, κατατάχθηκε στο σώμα Βαυαρών εθελοντών υπό τον Karl Wilhelm von Heideck. Το Σώμα αυτό είχε δημιουργηθεί κατά προτροπή του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’, πατέρα του μελλοντικού βασιλιά της Ελλάδος Όθωνος. Ο Κρατσάιζεν έμεινε μόνο ένα χρόνο στην Ελλάδα, ως τον Αύγουστο του 1827, έμπλεος όμως ενθουσιασμού για τον αγώνα των Ελλήνων συμμετείχε σε σημαντικές μάχες. Υπηρέτησε στη Σαλαμίνα και στο Ναύπλιο, ενώ έλαβε μέρος στην πολιορκία των Αθηνών το 1826, υπό τις διαταγές του Καρόλου Φαβιέρου. Επίσης αγωνίστηκε στην πολιορκία της Ακροπόλεως, το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 1827. Ήταν παρών και στη μάχη του Φαλήρου, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Αλλά πώς προέκυψαν τα περίφημα πορτραίτα των αγωνιστών και οι απεικονίσεις των συμβάντων της Ελληνικής Επανάστασης; Ο Κρατσάιζεν ως στρατιωτικός, αλλά και καλλιτέχνης, δεν έφερε μαζί του στα πεδία των μαχών μόνο τον πολεμικό του εξοπλισμό αλλά βέβαια και τα σύνεργα ζωγραφικής.
Όλα άρχισαν τον Αύγουστο του 1826 στο Ναύπλιο, όταν ο ζωγράφος-πολεμιστής συνάντησε τον Γεώργιο Κουντουριώτη και του ζήτησε να «ποζάρει» για να δημιουργήσει το πορτραίτο του. Ήταν το πρώτο που δημιούργησε. Σταδιακά, μέσα στον ένα χρόνο παραμονής του στην Ελλάδα, είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά τους περισσοτέρους από τους αγωνιστές και τους παράγοντες της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821, αλλά και κάποιους Φιλέλληνες. Αφού σχεδίαζε το πορτραίτο τους εκ του φυσικού στη συνέχεια, ως τυπικός Γερμανός στη νοοτροπία, τους ζητούσε να υπογράψουν το έργο που τους απεικόνιζε. Έτσι εξασφάλιζε όχι μόνο τη συγκατάθεσή τους αλλά και ένα πιστοποιητικό αυθεντικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν τα πορτραίτα των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γεωργίου Καραϊσκάκη (κατά τραγική σύμπτωση το πρόσωπό του φιλοτεχνήθηκε μόλις μια ημέρα πριν τον θανάσιμο τραυματισμό του), Νικηταρά, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ανδρέα Μιαούλη, Κωνσταντίνου Κανάρη, Κίτσου Τζαβέλλα, Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αλλά και των Τομπάζη, Γεωργίου Κουντουριώτη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σισίνη και πολλών άλλων. Οι πλέον γνωστοί από τους Φιλέλληνες που φιλοτεχνήθηκαν ήταν οι Φαβιέρος, Χάστινγκς και Γκόρντον. Τον Αύγουστο του 1827 ο Κρατσάιζεν φιλοτέχνησε το τελευταίο του ιχνογράφημα στην Ελλάδα, αυτό του σπουδαίου Φιλέλληνα βαρόνου Friedrich Eduard von Rheineck (1796-1854).
Παράλληλα με τους αγωνιστές, ο Βαυαρός αξιωματικός-ζωγράφος δημιούργησε μια σειρά έργων που απεικονίζουν τοπία, ως ένα μοναδικό χρονικό καταγεγραμμένο με ημερομηνίες, σκίτσα και υδατογραφίες με το Παλαμήδι, την Αίγινα, τη ζωή των ανθρώπων, πολεμικές συνθέσεις και πλοία του αγώνα.
Η επιστροφή του Κρατσάιζεν στη Γερμανία, δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Με την εμφάνισή του αποτάχθηκε από το Βαυαρικό στρατό, εξαιτίας της απουσίας του χωρίς άδεια, κάτι που συνιστούσε “λιποταξία”. Σύντομα όμως, χάρη στην υπηρεσία του στην Ελλάδα στο Βαυαρικό Σώμα, υπό τις διαταγές του Karl Wilhelm von Heideck, επανήλθε στις τάξεις του στρατεύματος, με παράλληλη απόδοση των στρατιωτικών του βαθμών.
Με την επάνοδό του στη Γερμανία, και έχοντας στη διάθεσή του τα κατάλληλα μέσα της τεχνολογίας, ο Κρατσάιζεν δημιούργησε μία σειρά από λιθογραφίες, αυτές που μας είναι γνωστές, και που μας προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε με ακρίβεια την όψη των αγωνιστών του ’21. Ο ίδιος σημειώνει ενδεικτικά στον πρόλογο ειδικής έκδοσης: «Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα μου δόθηκε η ευκαιρία να σχεδιάσω εκ του φυσικού τα πορτραίτα των περισσοτέρων, εξαίρετων ανδρών της νεότερης ιστορίας της χώρας αυτής».
Ευτυχώς το έργο του έχει διασωθεί και μέρος του μάλιστα, «τύχη αγαθή», «επαναπατρίστηκε» και βρίσκεται στην Ελλάδα. Η διαδρομή του μας είναι γνωστή. Μετά το θάνατο του Κρατσάιζεν, η συλλογή με το έργο του περιήλθε ως κληρονομιά στην κόρη του, την Maria Krazeisen–Fetova, σύζυγο του Ρώσου καθηγητή Ion Radionov Fetov, ο οποίος μετά το θάνατό της, ενημέρωσε τον Έλληνα ζωγράφο Νικόλαο Γύζη για την ύπαρξη των λιθογραφιών των αγωνιστών. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, αντιλαμβανόμενος τη μεγάλη ιστορική, εθνική και καλλιτεχνική αξία των έργων, ζήτησε από την Ελληνική κυβέρνηση, να αγοράσει το κληροδότημα, όπως και συνέβη, έναντι του ποσού των 200.000 δραχμών, και στη συνέχεια να το παραδώσει στην Εθνική Πινακοθήκη. Ευτυχώς εισακούστηκε και η συλλογή, καθώς και άλλα αντικείμενα του Κρατσάιζεν, η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του ζωγράφου, το δερμάτινο σελάχι του αγωνιστή του 1821 Δημητρίου Πλαπούτα, μια φωτογραφία του ίδιου του ζωγράφου και 24 λιθογραφίες, αποκτήθηκαν από το Ελληνικό Κράτος. Παράλληλα αποκτήθηκε και ο λεπτομερής κατάλογος των έργων, με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μια φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζομένων.
Παρά την «ψυχρή» υποδοχή που του επιφυλάχτηκε όταν γύρισε στη Γερμανία, ο Κρατσάιζεν τιμήθηκε τόσο από το γερμανικό όσο και από το ελληνικό κράτος. Υπήρξε ιππότης πολλών Γερμανικών Ταγμάτων, ενώ ταυτόχρονα ήταν κάτοχος των Ελληνικών ηθικών αμοιβών του Αργυρού Αριστείου του Αγώνος και του Ταξιάρχη του Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος. Υπόμνηση της πολεμικής δραστηριότητας του Κρατσάιζεν στην Ελλάδα, αποτελεί η απεικόνισή του στον πίνακα «Το εν Πειραιεί στρατόπεδον του Καραϊσκάκη κατά το έτος 1827», τον οποίο φιλοτέχνησε ο Θεόδωρος Βρυζάκης.
Ο Καρλ Κρατσάιζεν δεν άφησε απομνημονεύματα, ούτε σημειώσεις. Άφησε όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό καλλιτεχνικό και ιστορικό έργο. Ο συνολικός αριθμός των έργων του ανέρχεται σε 39 σχέδια με μολύβι σε χαρτί, μικρού και μεσαίου μεγέθους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι προσωπογραφίες των αγωνιστών, 21 υδατογραφίες από τοπία με αρχαιότητες, κάστρα, θαλασσινά και στεριανά τοπία με ναυτικούς και χωρικούς και 31 σχέδια με μολύβι με μνημεία και πολεμικές συνθέσεις σε χαρτί μεγάλου μεγέθους. Συνολικά πρόκειται για 91 έργα. Πέθανε στο Μόναχο το 1878.
Και αν ελάχιστοι Έλληνες ξέρουν τι οφείλουμε στον Κρατσάιζεν, σχεδόν κανείς δεν έχει ιδέα ότι, εκτός από τις δικές του απεικονίσεις, υπάρχει ένα ακόμα «σώμα» προσωπογραφιών, καμωμένο από το πενάκι του πρώτου Βέλγου διπλωμάτη στην Αθήνα, του Benjamin Mary (Μπενζαμέν Μαρί,1792-1846), με γνωστά και άγνωστα πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Μαρί είχε αποκαλυπτική ματιά στα άδυτα της Εθνικής Συνέλευσης του 1843-1844, την οποίαν παρακολούθησε από κοντά και, με βάση αυτή τη «φωτογραφική» ματιά, δημιούργησε 125 άγνωστα και ανέκδοτα –μέχρι πρόσφατα– σχέδια, με 320 μοναδικά πρόσωπα. Χάρη στο ταλέντο του μπορούμε σήμερα να «γνωρίσουμε» μερικά από τα σπουδαιότερα πρόσωπα του Αγώνα αλλά και τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, των Θ. Κολοκοτρώνη, Λ. Κουντουριώτη, Ι. Μακρυγιάννη, Ν. Σταματελόπουλου ή Νικηταρά κ.ά. Σε πολλές περιπτώσεις ο Μαρί, όπως αντίστοιχα ο Κρατσάιζεν, παρακίνησε τους εικονιζόμενους να υπογράψουν την προσωπογραφία τους, διασώζοντας έτσι μία ακόμη σημαντικότατη ιστορική μαρτυρία.
Οι αγωνιστές του ‘21 έδωσαν πολλαπλά το παρών στην Επανάσταση για Ελευθερία και Ανεξαρτησία, πολέμησαν, ορισμένοι θυσιάστηκαν για τα ιδανικά του Έθνους, άλλοι επέζησαν και απόλαυσαν την Ελευθερία. Χάρις όμως στο πενάκι και τον χρωστήρα των Κρατσάιζεν και Μαρί, δεν ξεχάστηκαν μετά τη φυσική τους απώλεια, παραμένουν μέχρι σήμερα και «οπτικά» παρόντες, ως ανεκτίμητη μαρτυρία των αξιών του Έθνους.
