ΒιβλίοΠολιτισμός

Βιβλιοπαρουσίαση – «Μεσαιωνική Ισλαμική πολιτική σκέψη και σύγχρονη ηγεσία»

Ο Στέφανος Κορδώσης, ακαδημαϊκός συνεργάτης του Διεθνούς Πανεπιστημίου, παρουσιάζει στον Ηπειρωτικό Αγώνα το βιβλίο του Βασίλη Σύρου «Μεσαιωνική Ισλαμική πολιτική σκέψη και σύγχρονη ηγεσία» (εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2020).

Στο βιβλίο του «Μεσαιωνική Ισλαμική πολιτική σκέψη και σύγχρονη ηγεσία» (εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2020), ο Βασίλης Σύρος, διευθυντής του Early Modern Greek Culture Program στο Medici Archive Project στη Φλωρεντία, επιδίδεται στη μελέτη δύο, σχετικά αγνώστων, στοχαστών της Ισλαμικής παράδοσης, που επικεντρώθηκαν στην πολιτική θεωρία και πράξη και την ιστορία, συνδέοντας τα έργα τους με άλλα δύο επίπεδα στη μελέτη του: το πρώτο αφορά στην τοποθέτηση των προσώπων και των έργων τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δια-πολιτισμικού διαλόγου, επιχειρώντας μια συγκριτική ανάλυσή τους με γραπτά μνημεία της δυτικής πολιτικής σκέψης και κουλτούρας και τους συγγραφείς τους. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στη σύνδεσή τους με ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής ανάλυσης, θεωρίας και, γενικότερα, σκέψης και πράξης. Σε αυτό το επίπεδο, ο συγγραφέας αναδεικνύει καίριες πλευρές των σύγχρονων εννοιών της «ήπιας» και «σκληρής» ισχύος (όπως αυτές έχουν σκιαγραφηθεί από τον Robert S. Nye) στις οποίες, έτσι, προσδίδεται ένα άγνωστο ιστορικο-φιλοσοφικό βάθος, αλλά και του τύπου της ηγεσίας που, κατά τα τελευταία χρόνια, αποκαλείται στο δημόσιο διάλογο «λαϊκιστική» (populist).

Το πρώτο κείμενο (που παρουσιάζεται στο Α΄ μέρος της μελέτης) ανήκει στα έργα που κατατάσσονται στην κατηγορία των παραινετικών προτάσεων προς ηγεμόνες, γνωστά και στη δυτική αλλά και ελληνική μεσαιωνική γραμματεία, ως «κάτοπτρα ηγεμόνων», δηλαδή κείμενα που απευθύνονται σε ηγεμόνες (αυτοκράτορες, βασιλείς, πρίγκιπες) και που στόχο είχαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, να εκθειάσουν το πρόσωπο στο οποίο αυτά απευθύνονταν και συνάμα να προσφέρουν παραινέσεις. Σε μερικές όμως, πεφωτισμένες, περιπτώσεις, οι συγγραφείς πραγματικά ενδιαφέρονταν να παρακινήσουν τους ηγεμόνες που υπηρετούσαν να στοχαστούν μακροχρόνια και διαχρονικά σχετικά με τη διακυβέρνηση, τα διδάγματα της Ιστορίας και της στρατηγικής τέχνης, φέρνοντάς τους σε επαφή με το κείμενό τους. Το έργο του Ibn al-Ṭiqṭaqā, άραβα κρατικού λειτουργού μιας περιοχής στο σημερινό Ιράκ, ανήκει σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία: το Περί των συστημάτων διακυβέρνησης και των μουσουλμανικών δυναστειών (Al-Fakhrī fī al-ādāb al-sulṭāniyya wa-al-duwal al-islāmiyya, γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία ως al-Fakhrī) γράφτηκε στα τέλη του 13ου αιώνα, ακριβώς λίγο μετά την μογγολική κατάκτηση του νευραλγικού κέντρου του αραβικού κόσμου, της Μέσης Ανατολής. Ο Ibn al-Ṭiqṭaqā ενδιαφέρεται για «τον συσχετισμό μιας αγαθής ή φιλάνθρωπης εξουσίας με την άσκηση βίας και τα κριτήρια που νομιμοποιούν την καταστολή» (σ. 27), πράγμα που κάνει σε μια περίοδο που το ίδιο το κέντρο της Αββασιδικής αυτοκρατορίας βρίσκεται, ουσιαστικά, υπό το μογγολικό ζυγό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ibn al-Ṭiqṭaqā εξετάζει μίγματα πολιτικών που συνδυάζουν τη συμμετοχή μέσω διαλόγου και παραδείγματος με την καταναγκαστική συμμετοχή/υπακοή δια της βίας, με αφορμή πτυχές από την ιστορία του Ισλαμικού χαλιφάτου. Ταυτόχρονα, τα επιχειρήματα του Ibn al-Ṭiqṭaqā τοποθετούνται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της ισλαμικής πολιτικής φιλοσοφίας (al-Fārābī, Ibn Sīnā, Sālim Abū al-‘Alā’, Ibnal-Muqaffa‘, Ibn Miskawayh, Niẓām al-Mulk σ. 35 κ.ε.). Πάνω σε αυτά τα μοτίβα, ο Β. Σύρος χτίζει και τη συγκριτική του προσέγγιση με τη πολιτική παράδοση της Δύσης, αντιπαραβάλλοντας τις οπτικές του Machiavelli (Ηγεμόνας, σ. 55 κ.ε.) και αναδεικνύοντας κοινά στοιχεία ανάμεσα στους δύο στοχαστές.

Ο δεύτερος συγγραφέας που εξετάζει ο Β. Σύρος, είναι ο Żiyā’ al-Dīn Baranī (περ. 1285-1357), σύμβουλος του Σουλτανάτου του Δελχί (1206–1526), ενός από τα τουρκο-ινδικά Ισλαμικά κράτη που επικράτησαν στην ινδική υπο-ήπειρο πριν από τη δυναστεία των Μουγκάλ. Οι ιδέες του Baranī εξετάζονται μέσα από τα έργα του Fatāwā-i Jahāndārī (Κανόνες της [παγκόσμιας] εξουσίας) και Tārīkh-i Fīrūz Shāhī (Η ιστορία του Fīrūz Shāh, σ. 69 κ.ε.). Τα έργα του αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της περιόδου διακυβέρνησης του σουλτάνου Muḥammad b. Tughluq, η εσωτερική πολιτική του οποίου αποτέλεσε την αφορμή για μια σειρά επαναστάσεων και βίαιων γεγονότων. Μέσα σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, το οποίο έζησε από κοντά, όντας σύμβουλος του Muḥammad, ο Baranī εξετάζει, μέσα από γλαφυρές απεικονίσεις, τον τρόπο διακυβέρνησης του κυρίου του και τον προβάλει, κατά τον Β. Σύρο, ως περίπτωση «μιας αυταρχικής ηγεσίας, στον πυρήνα της οποίας επωάζεται μια δυσλειτουργική, αρπακτική και δεσποτική εξουσία» (σ. 73). Η μελέτη του Baranī γίνεται σε αντιπαράθεση με τα έργα του Ιταλού ουμανιστή Leonardo Bruni (περ. 1370-1444) και του Machiavelli, οι οποίοι εξετάζουν την περίπτωση του Walter VI de Brienne (Γκωτιέ ΣΤ΄ του Μπριέν, περ. 1304-1356). Ο Γκωτιέ παρά το διαφορετικό πλαίσιο, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τον Muḥammad. Ο Bruni επικεντρώνεται στις «μεθόδους του πολιτικού ελέγχου που ο Γκωτιέ χρησιμοποίησε, στην προσπάθειά του να ενισχύσει τη θέση του για να διατηρηθεί στην εξουσία, και στους τρόπους με τους οποίους εκμεταλλεύτηκε τις ταξικές αντιπαλότητες και τις άσπονδες πολιτικές διαιρέσεις, που δίχασαν την κοινωνία της Φλωρεντίας» (σ. 69). Ο Machiavelli «φέρνει στο προσκήνιο τη σκληρότητά του [σ.τ.Σ. του Γκωτιέ], την απροθυμία του να δεχθεί ακροάσεις και τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίον αποκρινόταν» (σ. 71). Ο Β. Σύρος καταδεικνύει τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο ηγεμόνων, όπως αυτά έχουν κωδικοποιηθεί στις περιγραφές των πηγών του.

Συμπερασματικά, μπορούμε να σημειώσουμε ότι το πόνημα του Β. Σύρου αποτελεί μια σημαντική και επίκαιρη συμβολή στη δύσκολο επιστημονικό πεδίο της συγκριτικής πολιτικής σκέψης. Ο συγγραφέας επιχειρεί ένα πολύπλοκο εγχείρημα, επιδεικνύοντας όχι μόνον βαθιά γνώση των πηγών του (που ανήκουν σε δύο ελάχιστα μελετημένες περιπτώσεις μουσουλμάνων συγγραφέων) αλλά και του πλαισίου στο οποίο τους εντάσσει, δηλαδή των κειμένων δυτικών συγγραφέων πολιτικού στοχασμού του ύστερου δυτικού μεσαίωνα και της αναγέννησης. Συμβάλλει με αυτούς τους όρους ενεργά στη διεξαγωγή ενός διαπολιτισμικού διαλόγου του οποίου τις μεθοδολογικές δυσκολίες υπερβαίνει, σεβόμενος ταυτόχρονα και τα επιστημολογικά όρια και αναδεικνύοντας αντιστοιχίες με τη σύγχρονη πολιτική σκέψη.