Η υποδοχή του Έλληνα πολιτικού
Το πρωί της Τρίτης 21 Οκτωβρίου 1908, εκατοντάδες Γιαννιώτες κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι του Αη-Γιάννη της Μπουνίλας, τρία χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Δεν υπήρχε ακόμη το προάστιο της Ανατολής εκεί, οπότε οι γύρω λόφοι ήταν ακάλυπτοι (Εικόνα 1). Το πλήθος σταμάτησε και περίμενε. Αρκετοί αξιωματούχοι είχαν πάρει νωρίτερα το δρόμο για τη Φιλιππιάδα και είχαν σταματήσει στο χάνι Μισιό δυο ώρες από τα Γιάννενα. Μαζί τους μαζεύτηκε και πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά.
Ανάμεσα στους Γιαννιώτες επίσημους που περίμεναν στο χάνι ήταν ο Οθωμανός δήμαρχος της πόλης Σελιχουδίν εφέντης Τελιάταγας (κτηματίας που πέθανε το 1910), ο χριστιανός βουλευτής στο οθωμανικό κοινοβούλιο Κωνσταντίνος Σούρλας, αλλά και ένας νεαρός γιατρός που έμελλε να γίνει και αυτός αργότερα δήμαρχος της πόλης, ο 33χρονος τότε Δημήτρης Βλαχλείδης, απόφοιτος της Ζωσιμαίας.
Όλοι στάθηκαν και περίμεναν κοιτώντας νότια. Κάποια στιγμή φάνηκαν ποδηλάτες λέγοντας ότι ο Έλληνας επίσημος πλησίαζε. Τότε, σύμφωνα με την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ: «Συγκίνησις κατέλαβε τούς πάντας, ὁ δὲ συγκρατούμενος ἄχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐθνικός ἐνθουσιασμός ἐξέσπασαν εἰς οὐρανομήκεις καὶ φρενιτιὼδεις ζητωκραυγάς: Ζήτω τό Ἑλληνικόν Ἐθνος ! Ζήτω ὁ βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων Γεώργιος Α’».
Όλα αυτά στην Τουρκοκρατία!
Όταν έφτασε στο χάνι ο αξιωματούχος του Ελληνικού κράτους, ο δήμαρχος τον προσφώνησε στα Ελληνικά ως εξής:
«Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε, ἡ πόλις τῶν Ἰωαννίνων δι’ ἑμοῦ τοῦ Δημάρχου της σᾶς προσφωνεῖ τὸ καλῶς ὡρίσατε. Εὐχαριστῶ ὑμᾶς διὰ τὴν ἔξοχον τιμὴν, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς ἐπισκέψεώς σας μᾶς περιποιεῖτε. ὅπως ή ὑμετέρα ἔλευσις συντείνῃ πρὸς μεγαλειτέραν σύσφιγξιν τῶν καὶ ἤδη ὑπαρχόντων ἀδελφικῶν μεταξὺ τῶν δύο λαῶν δεσμῶν».
Ὀλα αυτά στην Τουρκοκρατία! Τέσσερα χρόνια πριν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Ποιος ήταν ο Έλληνας επίσημος που προκάλεσε αυτόν τον ενθουσιασμό στην πόλη; Γιατί τον υποδέχτηκαν τόσο θερμά οι οθωμανοί;
Το καλοκαίρι του 1908 στα Γιάννενα
Τα ασυνήθιστα φαινόμενα είχαν αρχίσει το καλοκαίρι. Έγραψε ο ανταποκριτής της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στα Ιωάννινα στις 3 Ιουλίου 1908:
«Γνωρίζοντες τὸν χαρακτῆρα καὶ τὰ αἰσθήματα τῶν Ὀθωμανῶν συμπολιτῶν μας, πᾶν ἄλλο παρὰ φιλελεύθερα φρονήματα καὶ συνταγματικάς ἰδέας περιμένομεν ν’ ἀκούσωμεν παρ’ αὐτῶν. […]
Παραδόξως ὅμως καὶ παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα σήμερον οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἰωαννίνων, ὦν πολλοί Ἀλβανικῆς καταγωγῆς, ἐκηρύχθησαν ἀναφανδὸν ὑπέρ τῶν Νεοτουρκικῶν ίδεῶν, καί ἀπροφυλάκτως ἐν τῆ ἀγορᾶ καὶ τοῖς καφενείοις ὁμιλοῦσι καὶ κατηγοροῦσι τὸ παρὸν πολιτικὸν τουρκικὸν σύστημα ὡς ὀλέθριον διὰ τὸ Τουρκικὸν Κράτος, τὸν δὲ Σουλτάνον ὡς ἅρπαγα καὶ χρηματολόγον καὶ καταστροφέα διότι ἀπό τῆς ἀναβάσεώς του είς τὸν θρόνον τὸ Ὀθωμανικόν Κράτος ἐκολοβώθη κατὰ τὸ τρῖτον καὶ διηρπάγη.
Πρὸ 3 ἡμερῶν εὑρισκόμην εἰς τὸ Τουρκικὸν καφενεῖον Ίσανιέ εὑρισκόμενον πλησίον τοῦ διοικητηρίου καί τοῦ μεγάρου τοῦ Στραταρχεῖου τὸ ὁποῖον εἶνε τὸ κέντρον τῶν συναθροίσεων τῶν ἀνεπτυγμένων Ὀ0ωμανῶν. Ἐκεῖ εἴδον ἀναγινωσκομένην ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν ἀπροφυλάκτως τὴν ἐν Παρισίοις ἐκδιδομένην ἐφημερίδα τῶν Νεοτούρκων το δὲ περιεχόμενον ἐξήγουν Ἑλληνιστί είς τοὺς ἀκροατὰς καὶ ἐπεδοκίμαζον τά γραφόμενα».
Όχι μόνο διάβαζαν άφοβα την εφημερίδα της αντιπολίτευσης, αλλά μάζευαν και υπογραφές σε προκήρυξη. Στον ανταποκριτή της εφημερίδας είπαν ότι οργανώνουν κίνημα που θα φέρει συνταγματικό πολίτευμα στο οθωμανικό κράτος «διά νά ἤμεθα ὅλοι ἴσοι Ὀθωμανοὶ καὶ Χριστιανοί».
Πως ήταν δυνατό όλες αυτές οι συνωμοτικές συζητήσεις να γίνονται ανοιχτά στο κέντρο της πόλης χωρίς φόβο για αντίποινα από τις αρχές;
«Οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ ἐνταῦθα στρατοῦ τῆ συγκατανεύσει καὶ τοῦ στρατοῦ συνέταξαν καὶ ὑπέγραψαν ἀναφοράν ὑπὸ τὸ πνεύμα τῶν Νεοτούρκων, δι’ ἧς ζητοῦσι μεταρρυθμίσεις και συνταγματικὸν έλεύθερον πολίτευμα. Ὥστε δύναμις στρατιωτική πρὸς περιορισμὸν τῶν ἐνεργειῶν τῶν Ὀθωμανῶν πολιτῶν καὶ πρὸς τιμωρίαν δὲν ὑπάρχει».
Γιατί οι αξιωματικοί, οι στρατιώτες, και οι πολίτες στα Γιάννενα και αλλού πήραν αυτή την πρωτοβουλία; Το εξηγούσε στον Παρισινό «Χρόνο» (Le Temps) ο βετεράνος ανταποκριτής Jean Rodes.
«Οι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυκλοφορούσαν σαν ζωντανοί νεκροί. Πριν την υποβολή του Συντάγματος συναντούσε κανείς αυθαιρεσίες παντού στο εσωτερικό της χώρας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί δεν είχαν εξασφαλισμένη την τακτική πληρωμή τους αλλά έπαιρναν μόνο ένα μέρος του μισθού τους. Αυτό επειδή το παλάτι απορροφούσε από μόνο του το ένα τέταρτο από τα κρατικά εισοδήματα. Η κατάσταση στο στρατό ήταν ιδιαίτερα περίεργη. Λάμβαναν σε μετρητά μόλις έξη μήνες του ετήσιου μισθού τους. Για τους άλλους έξη μήνες έπαιρναν χαρτονομίσματα υποτιμημένα κατά 30% από τραπεζίτες οι οποίοι μοιραζόντουσαν το υπόλοιπο με το υπουργείο πολέμου. Καθώς κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στα άλλα υπουργεία, αντιλαμβανόμαστε την τεράστια διαφορά που θα έφερνε στην τουρκική καθημερινότητα μια ομαλή κρατική διαχείριση».
Αν μαζί με τις οικονομικές αυθαιρεσίες προσθέσουμε και τον αυστηρό έλεγχο στον τύπο και στην καθημερινότητα, καταλαβαίνουμε την επιθυμία για «αλλαγή». Οι ραγιάδες στις θρησκευτικές μειονότητες πάντως είδαν αρχικά το όλο επιχείρημα με σκεπτικισμό.
Μόλις ξέσπασε το κίνημα των Νεότουρκων, ο ανταποκριτής της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ έστειλε την ακόλουθη αναφορά την Κυριακή 13 Ιουλίου 1908.
«Δὲν ἠξεύρομεν τί ἔγεινεν εἰς τὰ ἄλλα μέρη, ἀλλ΄ἐδῶ ἦσαν μεμυημένοι ἅπαντες ἀπὸ τοῦ Βαλῆ μέχρι τοῦ στρατιώτου καὶ ἀπὸ τοῦ πρώτου ἀφθέντου Όθωμανοῦ μέχρι τοῦ τελευταίου χειρώνακτος.
Τὸ πρᾶγμα ἔγεινεν ὡς ἑξῆς: Τὴν Πέμπτην, ὥραν 10ην μ.μ. Τουρκιστί [δηλαδή γύρω στις 8 το βράδυ] ἦλθε τηλεγράφημα ἐκ Κορυτσᾶς, ἀπευθυνόμενον πρὸς τὸν πρόεδρον τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κομιτάτου, ὅπερ εἶχεν ὡς ἑξῆς:
ΠΡΟΕΔΡΟΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ –
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΝΤΑΥΘΑ ΑΝΕΚΗΡΥΧΘΗ. ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΗΤΕ.
Τὴν νύκτα τῆς Πέμπτης πρὸς τὴν Παρασκευὴν ἅπαντα τὰ μέλη τοῦ Κομιτάτου εἶχον συνέλευσιν ἐν τῶ Σελιαχανέ. Ἐκεῖ ὥρκίσθησαν ὑπὲρ τοὺς 150 ἀξιωματικοὶ, οἵτινες ἐνετάλησαν, ἄλλοι μὲν διὰ τὴν τάξιν, ἄλλοι δὲ διὰ νὰ φονεύσωσιν ὅσους δὲν ἦσαν ὑπογεγραμμένοι εἰς τὸ Κομιτᾶτον, ὅπερ καὶ ἔγεινε, χωρὶς ἀντίστασιν.
Τὴν νύκτα, πρὸς τὰ ἐξημερώματα τῆς Παρασκευῆς, ἐτοιχοκόλλησαν προκηρύξεις εἰς τοὺς δρόμους, γεγραμμένας Τουρκιστὶ καὶ Ἑλληνιστὶ, καὶ φέρουσας τὰς λέξεις: ΟΜΟΝΟΙΑ (με δύο χεῖρας συμπλεγμένας). Κάτωθεν, ΙΣΟΤΗΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» (Εικόνες 2,3).
Τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς πρωίας Τουρκιστὶ [γύρω στις επτά το πρωί] συνῆλθον ἅπαντες ἐν τῶ Διοικητηρίω καὶ ἀφοῦ ἐκήρυξαν τὸ Σύνταγμα, 21 κανονιοβολισμοὶ ἀνήγγειλαν τὸ χαρμόσυνον δι΄αὐτοὺς γεγονὸς ἀπὸ τὴν πλατεῖαν τοῦ Διοικητηρίου, ὅπου εἶχε μεταφερθῆ μία πυροβολαρχία ἐπίτηδες, ἡ ὁποία εύρίσκεται ἀκόμη ἐκεῖ.
«Ἀπὸ τὸν ἐξώστην τοῦ Διοικητηρίου ἀπηγγέλθησαν διάφοροι λόγοι παρ’ ἀξιωματικῶν καὶ πολιτῶν ἐκ τῶν τὰ πρῶτα φερόντων, ἀλλ΄ἄπαντες τουρκιστί. Σπουδαιότερος δὲ ὅλων ἦτο ὁ λόγος τοῦ Προέδρου τοῦ κομιτάτου. Μετ΄ὀλίγον ὁ Βαλῆς καὶ οἱ στρατιωτικοὶ διοικηταὶ ἀνέγνωσαν τηλεγράφημα τοῦ Μ. Βεζύρου, ἀναγγέλλοντος ὅτι ὁ Σουλτᾶνος ἐδέχθη τὸ Σύνταγμα. Τότε μέγας ἐνθουσιασμὸς ἐξηκολούθησεν».
«Τὴν Παρασκευὴν ὑψώθη εἰς τὸ Διοικητήριον κίτρινη σημαία μὲ ἑλληνικὰ καὶ τουρκικὰ γρἀμματα “Ζήτω ἡ ἐλευθερία”, ἀμέσως δὲ ἐγένετο διαδήλωσις καθ’ἥν ὠμίλησεν ὁ πρόεδρος τοῦ Κομιτάτου καταλήλως».
Διστακτικά στην αρχή, αλλά με ενθουσιασμό μετά, συμμετείχαν στις εκδηλώσεις και οι Έλληνες χριστιανοί, οι Ρωμανιώτες Εβραίοι και οι Αλβανοί. Ανάλογες σκηνές συναδέλφωσης εκδηλώθηκαν και σε πολλές άλλες πόλεις. Η σκηνές αυτές χαράχτηκαν στη μνήμη όσων τις έζησαν, όπως στον μικρό Δημήτρη Σαλαμάγκα που θυμόταν 50 χρόνια αργότερα:
«Ὅταν τὸν Ἰούλιο τοῦ 1908 ἀνακυρήχτηκε στὴν Τουρκία τὸ Σύνταγμα, οἱ Ρωμηοὶ – μιλῶ πάντοτε γιὰ τὰ Γιάννινα – κόντεψαν νὰ παλαβώσουν ἀπὸ τὴ χαρά τους. Εἶχαν φανταστῆ ὅτι ἦρθε κι΄ὅλας τὸ Ἑλληνικό. Πολυάνθρωπα συλλαλητήρια χαρᾶς καὶ ξέφρενου ἐνθουσιασμοῦ, σάν ὁρμητικά ποτάμια γέμιζαν τοὺς κεντρικοὺς τῶν Γιαννίνων δρόμους.
Σὰν τὠρα θυμᾶμαι, τὸ μικρὸ τότε ἑαυτούλη μου, ἀνακατεμμένο στὸ πλῆθος ποὺ ἀλάλαζε, νὰ ξελαρυγγίζεται φωνάζοντας: Γιασιασὶν κανουιγιέ!… Γιασιασὶν χουριγιέτ!… (Ζήτω τὸ Σύνταγμα, ζήτω ἡ ἐλευθερία).
Ἕνας Τοῦρκος μπίμπασης – χιλίαρχος – εἶχε ἀνεβῆ ἀπάνου στὸ ρολόϊ τῆς πλατείας -ποὺ τότε, ἦταν στημένο μπροστὰ στὸ Ξενοδοχεῖο Ἀβέρωφ – τότε Ἰσχανιὲ -κι΄ἀνάγγειλε μὲ βροντερὴ φωνὴ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Συντάγματος: Μποὺ γκιούν, μπίρ τελεγκράμ γκελεντί!… (σήμερα, ἦρθε ἕνα τηλεγράφημα!…).
Τοῦρκοι, Ρωμιοί, Ὀβρἐοι, γινήκαμε ἀμέσως ἀδέρφια. Φιλιά, ἀγκαλιὲς ἐνθουσιασμοί. Εἶδαν τότε, κι΄ἔναν παππᾶ, ν΄ἀγκαλιάζεται καὶ νὰ φιλιέται μ΄ἕνα χότζια. Μουσικές, βιολιά, νταούλια. Χαλοῦσε ὁ κόσμος!…
Το πρώτο μέρος της περιοδείας του Ράλλη
Εδώ θα γνωρίσουμε τον Δημήτριο Ράλλη. Γεννημένος το 1844 ο βετεράνος Έλληνας πολιτικός, γνωστός σαν «Αττικάρχης», είχε διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας τρεις φορές, αλλά σε καμία από τις τρεις δεν είχε καταφέρει να κρατηθεί στην εξουσία πάνω από έξη μήνες. Ούτε και αργότερα το κατάφερε. Το 1897 είχε οργανώσει συλλαλητήρια για να πιέσει την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη να συγκρουστεί με την Τουρκία για το Κρητικό, αναγκάζοντας τον τελικά σε παραίτηση. Ο Ράλλης ανέλαβε την πρωθυπουργία και μαζί της κληρονόμησε την «καυτή πατάτα» με ένα κράτος που είχε προκαλέσει πολεμική σύρραξη για την οποία δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένο. Μετά την ταπεινωτική ήττα και την διαπραγμάτευση, παραιτήθηκε και αυτός τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Όταν οι Νεότουρκοι κήρυξαν το Σύνταγμα το 1908 με το μήνυμα της ισότητας και της αδελφοσύνης των λαών μέσα στο οθωμανικό κράτος, ο Ράλλης τους καλωσόρισε με ενθουσιασμό. Ίσως να αντιλαμβανόταν πως μια δραστήρια παρουσία του Ελληνικού στοιχείου, διασπαρμένου «στις πέντε θάλασσες» μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα αποτελούσε πηγή για επιρροή και για οικονομικές ευκαιρίες στο Ελληνικό κράτος και στον Ελληνισμό γενικότερα. Ή απλά, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να λυτρώσει τους υποταγμένους αδελφούς της, θεώρησε το οθωμανικό αυτό καθεστώς σαν ένα χρήσιμο μεταβατικό στάδιο πριν την τελική απελευθέρωση.
Δεν ξέρω τι είχε στο νου του ο πατέρας και παππούς μελλοντικών πρωθυπουργών της χώρας (ο ένας κατοχικός). Έμπρακτα πάντως εκδήλωσε τη στήριξη του στο Νεοτουρκικό όραμα με περιοδείες σε τουρκοκρατούμενες πόλεις.
Η περιοδεία του ξεκίνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου από την Θεσσαλονίκη. Αναχώρησε από την Αθήνα στις 30 Αυγούστου και σταμάτησε πρώτα για μερικές μέρες αναψυχής στο Ζαγόρι. Από την Θεσσαλονίκη πήγε στο Μοναστήρι, περνώντας και από τη Βέροια και τη Νάουσα. Επέστρεψε μετά στην Θεσσαλονίκη και σκόπευε να πάρει το τρένο για την Κωνσταντινούπολη, αλλά μια απεργία των σιδηροδρομικών τον ανάγκασε να ταξιδέψει με πλοίο. Θα επανέλθουμε στην απεργία αυτή.
Έφτασε στην Πόλη στις 10 Σεπτεμβρίου. Εκεί, εκτός από τους ηγέτες της ομογένειας, συνάντησε τον κυπριακής καταγωγής Μεγάλο Βεζύρη Κιαμήλ Πασά και παραβρέθηκε στο «προσκύνημα της Παρασκευής» στο Σουλτάνο Αμντούλ Χαμίτ, με τον οποίο αντάλλαξε φιλοφρονήσεις. Από την Πόλη, ο Ράλλης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και μετά επισκέφτηκε την Καστοριά στις 23 Σεπτεμβρίου (Εικόνα 4). Έμεινε στην Καστοριά δύο μέρες και συνέχισε έφιππος ως την Κορυτσά σε διαδρομή που κράτησε πεντέμισι ώρες.
Αρχικά ο Ράλλης σκόπευε να επισκεφτεί και άλλα μέρη της Ηπείρου, ωστόσο οι πολιτικές εξελίξεις τον ανάγκασαν να αναβάλει το ταξίδι και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η χιονοστιβάδα με τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1908
Στις 27 Αυγούστου 1908 (9 Σεπτεμβρίου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο) έγραψε ο διορατικός Jean Rodes, ανταποκριτής του Παρισινού Χρόνου: «Η ηρωική περίοδος της Τουρκικής επανάστασης έκλεισε. […] Αν και ο ενθουσιασμός της ξαφνικής ελευθερίας παρέμεινε αναίμακτος, ήταν φανερό πως κανείς δεν ήθελε να δεχτεί όρια σε αυτήν την ελευθερία. Τα πλήθη πλημμύριζαν με το έτσι θέλω απαγορευμένα μέρη όπως το παλάτι και την Πύλη, ή δημόσιους χώρους όπου παλιότερα χρεωνόταν εισιτήριο, όπως σε δημόσιους κήπους και σε θέατρα. Ο καθένας έκανε ότι του καπνίσει, θορυβώντας όσο ήθελε νύχτα και μέρα. Αξιωματικοί εγκατέλειπαν τη μονάδα τους για να πάνε στην Θεσσαλονίκη ή την Κωνσταντινούπολη. Είδαμε τρένα ολόκληρα με στρατιώτες να φθάνουν στην πρωτεύουσα με δική τους πρωτοβουλία.
Οι απεργίες, απεργίες εργατών και απεργίες εργοδοτών, όπως εκείνη των αρτοποιών, οι οποίες ξέσπασαν σχεδόν αμέσως πριν καλά-καλά ανασχηματισθεί η κυβέρνηση, είναι μια πρώτη ένδειξη της αταξίας που υποβόσκει και δείχνουν πόσες δυσκολίες θα αντιμετωπίσει το συνταγματικό καθεστώς. Η επανάσταση θα προκαλέσει άμεσα και έντονες διαμάχες ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα».
Εκτός από εσωτερικά αυτά προβλήματα, αυτό που άλλαξε δραστικά το κλίμα και που οδήγησε τον Ράλλη να επιστρέψει στην Αθήνα ήταν οι εδαφικές διεκδικήσεις γειτονικών κρατών. Μέσα σε μία εβδομάδα στα τέλη Σεπτεμβρίου, τρία σημαντικά γεγονότα ανέτρεψαν την «Βερολίνεια τἀξη» που είχε επιβληθεί μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Θυμίζω ότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν συγκαλέσει τη διάσκεψη στο Βερολίνο το 1878 για να ανατρέψουν τη μονομερή από τη Ρωσία υποβολή όρων στην ηττημένη Τουρκία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Η Βουλγαρία δυσαρεστήθηκε από τη συνθήκη του Βερολίνου και έκτοτε έψαχνε ευκαιρία για να την ανατρέψει. Η συνθήκη είχε επίσης αφήσει ημιτελείς τις βλέψεις της Αυστροουγγαρίας στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την οποία η Αυστρία είχε καταλάβει χωρίς όμως να την προσαρτήσει.
Με συντονισμένες τις κινήσεις τους, η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Τουρκία την Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου. Ως τότε ήταν από το 1878 αυτόνομη επαρχία με πρίγκηπα, ενωμένη και με την επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας από το 1885. Μία μέρα αργότερα, η Αυστρία προσάρτησε την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αντιδρώντας στις εξελίξεις αυτές, 15 χιλιάδες Κρητικοί κήρυξαν και αυτοί την ένωση της μέχρι τότε αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας με την Ελλάδα.
Αφορμή δεν ήταν μόνο η αστάθεια στο Οθωμανικό κράτος. Με την προκήρυξη του συντάγματος και με τις εκλογές τέθηκε το ερώτημα αν οι ημιαυτόνομες περιοχές θα έστελναν αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο. Με μια τέτοια ενέργεια όμως θα έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης στο οθωμανικό καθεστώς τη στιγμή που οι κάτοικοι τους όμως προσδοκούσαν το τέλος της Τουρκοκρατίας και όχι την ανανέωση της με άλλη μορφή.
Τα γεγονότα προκάλεσαν λαϊκές αντιδράσεις στα Γιάννενα. Συγκίνηση μεν στους Έλληνες για το Κρητικό, αλλά και αγανάκτηση όλων απέναντι στους Βούλγαρους και τους Αυστριακούς. Διαβάζουμε σχετικά σε ανταπόκριση που στάλθηκε την Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
«Τὴν Παρασκευὴν ὁ σύνδεσμος τῆς πόλεώς μας “Ἰσότης Πρόοδος” προσεκάλεσε τὸν λαὸν διὰ προκηρύξεων ὅπως συνέλθῃ τὴν ἕπομένην εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος καὶ συσκεφθῆ ἐπὶ σπουδαίων ζητημάτων.
Πράγματι τὴν ἑπομένην ἀπὸ πρωίας ἡ πόλις μας παρίστα πρωτοφανῆ ὄψιν. Ἅπαντα τὰ καταστήματα ἐκλείσθησαν. Οἱ πολῖται πάσης ἡλικίας καὶ παντὸς θρησκεύματος συνέρρευσαν ἀπὸ τὰ τέσσαρα τῆς πόλεώς μας ἄκρα εἰς τὴν πλατείαν τοῦ Συντάγματος, ὅπου ἀνελθὼν εἰς το βῆμα ὁ ἀρχιγραμματεὺς τοῦ νομοῦ ἀνέγνωσε τηλεγράφημα, διὰ τοῦ ὅποιου ἐκοινοποιεῖτο ἐκ Κων/πόλεως πρὸς τὰς ἐδῶ ἀρχὰς τὸ πραξικόπημα τῆς Βουλγαρίας καὶ Αὐστρίας. Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ὑπέδειξε δι’ὡραίου λόγου, καταχειροκροτηθέντος, τὸν κίνδυνον, ὅν διατρέχει ἡ Αὐτοκρατορία ὡς ἐκ τῆς καταπατήσεως τῆς Βερολινίου Συνθήκης καὶ τῶν διεθνῶν δικαίων, καὶ συνεβούλευσε τὸν λαὸν ὅπως ἐν ἠρεμίᾳ συσκεφθῆ καὶ διαμαρτυρηθῆ ἐναντίον τοῦ πραξικοπήματος, πρὸς δὲ ἐν ὁμονοία λάβῃ ἅπαντα τὰ ἐνδεδειγμένα εἰς τὴν περίστασιν μέτρα πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς κινδυνευούσης κοινῆς ἡμῶν πατρίδος.
Ζητωκραυγαὶ οὐρανομήκεις ἐκάλυψαν τὸν λόγον τοῦ ἀρχιγραμματέως ἐπὶ ὥρας δὲ ὁλοκλήρους αἱ ἐναντίον τὴς Βουλγαρίας καὶ Αὐστρίας ἀποδοκιμασίαι ἠκούγοντο ἀνὰ τὴν πὸλιν.
Κατόπιν ἔλαβον τὸν λὸγον ἐκ μὲν τῶν Χριστιανῶν ὁ κ. Θ. Θεοδωρίδης ἐκ δὲ τῶν Ἰσραηλιτῶν ὁ κ. Ματ. Λεβῆς [σημ. παππούς της γιαγιάς μου]. Ἀμφότεροι οἱ ρήτορες ἀφοῦ διὰ καυστικωτάτων φράσεων ἀπεδοκίμασαν τὴν ἁρπακτικὴν πολιτικὴν τῆς Αὐστρίας καὶ Βουλγαρίας προέτρεψαν διὰ πατριωτικωτάτων ἀποστροφῶν τὸν λαὸν ὅπως μηδενὸς φεισθῆ, οὔτε χρήματος οὔτε αἵματος πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν τιμαλφῶν συμφερόντων τῆς κινδυνευούσης πατρίδος.
Πρὸς πρόληψιν δὲ παντὸς ἀπροόπτου ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, κινήματος ἀπόσπασμα ἐξ εἰκοσιπέντε στρατιωτῶν φρουρεῖ ἀπὸ τοῦ παρελθόντος Σαββάτου καὶ ἐξακολουθεῖ φρουροῦν τὸ Αὐστριακὸν καὶ Ἰταλικὸν προξενεῖον».
Με συνεχή την απειλή εμπόλεμης σύρραξης, ακολούθησαν πολύμηνες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Νεοτουρκική κυβέρνηση, την Βουλγαρία, την Αυστρία, αλλά και με τους Κρητικούς και την Ελλάδα με παρεμβάσεις των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο πόλεμος αποτράπηκε. Ή αναβλήθηκε, αν θεωρήσουμε ότι οι διαφορές τους οδήγησαν στους Βαλκανικούς και στον παγκόσμιο πόλεμο.
Η άφιξη του Ράλλη και η υποδοχή
Στα μέσα Οκτωβρίου του 1908, όταν φάνηκε πως ένας Βαλκανικός πόλεμος θα αποφευχθεί, ο Δημήτριος Ράλλης συνέχισε την περιοδεία που είχε διακόψει τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Την Κυριακή 19 Οκτωβρίου έφτασε στην Πρέβεζα, τη Δευτέρα πήγε στη Φιλιππιάδα και το πρωί της Τρίτης ξεκίνησε για τα Γιάννενα.
Στο χάνι του Μισιού, δύο ώρες από τα Γιάννενα, τον υποδέχθηκαν οι αρχές της πόλης μαζί με πολλούς χωρικούς από την περιοχή. Από εκεί όλοι κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι του Αη-Γιάννη της Μπουνίλας όπου τους περίμενε ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Γεράσιμος (Εικόνα 5).
Στην ομιλία του εκεί ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας είπε τα εξής, σύμφωνα με την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
«Ο κ. Δ. Ράλλης ἀνέφερε τὰς ὑπηρεσίας τὰς ὁποἰας ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων καὶ ἄχρι σήμερον προσέφερεν ἡ Ἤπειρος τῆ μητρὶ Ἑλλάδι καὶ τῶ πολιτισμῶ ἐν γένει ὑπὸ ἐθνικὴν, κοσμοπολιτικὴν, ἐκπαιδευτικὴν καὶ φιλανθρωπικὴν ἔννοιαν. Ἀνέφερε τὴν Δωδώνην, τὸν Πύρρον, τὸ Ζάλογκον, τὸν Βλαχάβαν, τὸν Γεώργιον Σταῦρον, τον Κατσαντώνην, τους Ζωσιμάδας, τοὺς Μποτσαρέους, τὸν Τοσίτσαν, τοὺς Τζαβελλέους, τὸν Ἀβέρωφ, τόν Ζάππαν καὶ τὴν λοιπήν φαεινὴν Ἠπειρωτικὴν πλειάδα τὴν σελαγίζουσαν ἀνὰ τὸ Ἐθνικόν στερέωμα καὶ λάμπουσαν καὶ εὐεργετοῦσαν καὶ ἐνθαρρύνουσαν ἅπαν τὸ Ἑλληνικόν.
Τελευτῶν συνέστησε διὰ θερμῶν λόγων πίστιν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸ Συνταγματικὸν πολίτευμα, ἄδολον καὶ εἰλικρινεί συνεργασίαν μετὰ τῶν Ἀδελφῶν Ὀθωμανῶν και λοιπῶν συνοίκων λαῶν, και Συνταγματικήν ἄμυναν ἐναντίον παντός διανοουμένου τὴν καταστρατήγησιν τῶν Συνταγματικῶν θεσμῶν καὶ Ἐλευθεριῶν». (Εικόνες 6, 7).
Ένας από τους ομιλητές ήταν ο πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ισραήλ Λεβής (πρώτος ξάδελφος του προπάππου μου), «πρὸς ὅν ἀπήντησεν ὁ κ. Ράλλης ὑπενθυμίσας τὴν ἀρχαίαν καὶ νέαν ἀλληλεγγύην μεταξύ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ καὶ Ἑλληνικοῦ λαοῦ».
Ο Ράλλης στα Γιάννενα
Στα Γιάννενα, οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι με κατοίκους από όλες τις θρησκευτικές κοινότητες. Όταν η πομπή μπήκε στην πόλη «προηγοῦντο τὰ λάβαρα καὶ αἱ ἠδελφωμέναι σημαῖαι, ἀμέσως κατὸπιν ἤρχετο ο Σ. Μητροπολίτης ἐπιβαίνων τῆς ἁμάξης τοῦ Γενικοῦ τῆς Ρωσσίας Προξένου καὶ συνοδευόμενος ὑπὸ τῶν καβάσηδων τοῦ Προξενείου εἴπετο ἡ ἅμαξα τοῦ Γενικοῦ Διοικητοῦ φέρουσα τὴν θυγατέρα τοῦ κ. Προέδρου, συνοδευομένην ὑπὸ τοῦ Δημάρχου τῆς πόλεως καὶ τοῦ διερμηνέως τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου κ. Ν. Χαντέλη. Ἤρχετο τρίτη ἡ φέρουσα τὸν κ. Πρόεδρον, συνοδευόμενον ὑπὸ τοῦ ἐκ χαρᾶς καὶ ἱκανοποιήσεως λάμποντος Γενικοῦ τῆς Ἑλλάδος προξένου εὐγενεστάτου κ. Νικ. Αγκωνάκη».
Πίσω τους ακολουθούσαν άμαξες με τους βουλευτές Κων. Γεροκωστόπουλο (Πατρών), Σπυρ. Δεληγιάννη (Κορινθίας), Δημ. Ράγκο (Βόνιτσας Αιτολοακαρνανίας), Γ. Μ. Αβέρωφ (πρώην βουλευτή Χαλκίδας), Γεωργ. Βούρο (Αττικής), δημοσιογράφους και τοπικούς προύχοντες. Η πομπή κατευθύνθηκε στο Οθωμανικό Διοικητήριο στη θέση του σημερινού Δημαρχείου. Εκεί, ο Ράλλης αντάλλαξε φιλοφρονήσεις με τον βαλή Χιλμή πασά. Στην έξω πλατεία όμως επικράτησε ένταση.
«Δυστυχῶς, καθ΄ἥν στιγμὴν ἀντηλλάσσοντο ἐν τῶ Διοικητηρίῳ οἱ ἐπίσημοι ἐκεῖνοι λὀγοι, ἔξωθεν αὑτοῦ, φανατικοί τινες Ὀθωμανοῖ, ἐπεχείρησαν νὰ καταβιβάσωσι τὴν Ἑλληνικὴν σημαίαν ἐκ τῆς ἁμάξης ἧς ἐπέβαινεν ἡ οἰκογένεια τοῦ κ. Γεωργίτση καὶ προταχθείσης ἀντιστάσεως ἐπηκολούθησαν σκηναὶ ὧν τὰ ἀποτελέσματα θὰ ἦσαν δυσάρεστα ἐὰν δὲν ἐπενέβαινον ἐπικαίρως ἀξιωματικοὶ καὶ ἰδίᾳ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ πυροβολικοῦ Ζιᾶ πασσᾶς».
Θυμόταν σχετικά σε άρθρο του στην Ηπειρωτική Εστία ο Δημήτρης Σαλαμάγκας το 1960: «Θὰ ἤμουν τότε στὸ Γυμνάσιο καὶ θυμᾶμαι, εἶχα βγῆ μαζί μὲ τὴν τάξη μου [σημ. της Ζωσιμαίας] σὲ προϋπάντηση τοῦ Σατραζάμη – ὅπως ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι τὸν Πρωθυπουργὸ – τῆς Ἑλλάδας (Εικόνες 8, 9).
Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, βγῆκε γιὰ ὑποδοχὴ τοῦ Ράλλη καὶ ἡ ὡραιότατη κόρη τοῦ Γεωργίτση, Βασιλικοῦλα, ἔχοντας στ΄ἁμάξι της μονάχα τὴν Ἑλληνικὴ σημαία. Κἄποιο ἐπεισόδιο εἶχε γίνει καὶ στὸν Ἅη-Γιάννη τῆς Μπουνίλλας, χωρὶς ἐκεῖ συνέχεια.
Ὅταν ὅμως τὸ ἁμάξι ἔφτασε κοντὰ στὸ ρολόϊ, Τοῦρκοι στρατιῶτες, ποὺ φανατικοὶ Τουρκογιαννιῶτες, τοὺς ὑπόβαλαν ὅτι ὁ Σατραζάμης τῶν Γκιουνάνηδων, ἦρθε νὰ παραλάβη τὰ Γιάννινα, ἀπόσπασαν καὶ ποδοπάτησαν τὴν Ἑλληνικὴ σημαία. Ἡ ἀτμόσφαιρα τότε ἦταν πολὺ ἠλεκτρισμένη. Δὲν ἔλειπε παρὰ μονάχα ὁ σπινθήρας. Μὰ μπῆκαν στὴ μέση μερικοὶ – ἀνατολῖτες -ἀξιωματικοὶ καὶ προλήφθηκε τὸ μακελειό».
Οι τοπικές αρχές συνέλαβαν μερικούς Έλληνες και τους κράτησαν φυλακισμένους ως τα Χριστούγεννα.
Το Σάββατο 25 Οκτωβρίου, στις 11 το πρωί, ο Ράλλης και η συνοδεία του πέρασαν με καΐκια απέναντι στη λίμνη για να παρακαθήσουν σε εξοχικό γεύμα στη Μονή Ντουραχάνης. «Μετὰ τοὺς προσφερθέντας θαυμασίους Ἠπειρωτικοὺς μεζέδες οἱ κ.κ. Ἀβέρωφ και Γεροκωστόπουλος, τεθέντες ἐπὶ κεφαλῆς, ἔδωσαν τὸ σύνθημα τῶν ἐθνικῶν χορῶν καὶ ἤρχισεν ὁ συρτὸς ἐν ὅλῃ αὐτοῦ τῆ μεγαλοπρεπείᾳ καὶ ζωηρότητι». Επιστρέφοντας στα Γιάννενα, ο Ράλλης γευμάτισε στη Ζωσιμαία Σχολή και φιλοξενήθηκε στο Ελληνικό προξενείο.
Στη συνέχεια, πέρασε από το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και τους Άγιους Σαράντα όπου οι Βορειοηπειρώτες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου πέρασε στην Κέρκυρα και από εκεί συνέχισε για τον Πειραιά.
Πίσω στην Αθήνα, δεν είδαν όλοι με καλό μάτι τις επιθέσεις φιλίας του Ράλλη στην Νεοτουρκική κυβέρνηση. Έγραψε σχετικά ο «Ρωμηός» στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
Τὸν Ράλλη μὴν τὸν εἴδατε, τὸν Μῆτσο τὸν λεβέντη;
Τὸν εἴδαμε ποῦ΄ πήγαινε μέσα στὸ Μοναστῆρι,
μὲς’ στὸ κονάκι’ κόνευε τοῦ κάθενὸς Έφέντη
καὶ μ’ὅλους γιὰ τὸ Σύνταγμα ‘κτυποῦσε τὸ ποτῆρι.
[…]
Μιλεῖ πρὸς ὅλους καὶ στάζει μέλι,
Σύμπραξιν Τούρκων κι΄ Ἑλλήνων θέλει.
Μὲ μίαν νέαν χροιὰν φωνῆς
Παύει τὰ πάθη των, παύει τὰ μίση,
Καὶ προεστῶτες ὅμογενεῖς
τοῦ φέρνουν νήπια νὰ τὰ βαπτίσῃ,
καὶ καταρτίζει κι΄ἐκ τούτων αἴνον
ἐν μέσῳ τόσων ἄλλων ἐπαίνων.
Μετά την ουτοπική ευφορία οι σκοτούρες
Δεν ήταν όλα ρόδινα στα Γιάννενα όταν έφτασε ο Ράλλης. Η ευφορία που συνόδεψε την προκήρυξη του συντάγματος είχε περάσει και οι Γιαννιώτες ήταν ανήσυχοι.
Η ένταση ανάμεσα στις σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Αυστρία και την Βουλγαρία σήμαινε ότι υπήρχε συνέχεια φόβος για πόλεμο. Διαβάζουμε σε ανταπόκριση από τα Ιωάννινα στις 5 Οκτωβρίου στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
«Αὐτοκρατορικὸν Διάταγμα ἀνακοινωθὲν καλεῖ ἕξ ἡλικίας ἐφέδρων πάντων τῶν ὅπλων.[…] Μία ἰδέα, μία φροντὶς, ἕν μέλημα κατέχει πάντας, Ὀθωμανοὺς, Ἕλληνας, Ἰουδαίους, ἕν ἱερὸν πῦρ φωτίζει καὶ ζωογονεῖ πάντας, μια ἀπόφασις, ἡ διὰ παντὸς μέσου καὶ τρόπου ὑπεράσπισις τῆς κινδυνευοὐσης μεγάλης καὶ ἀγαπητῆς ἡμῶν πατρίδος. […] Οἱ ἔφεδροι προσέρχοναι ἀθρόοι ἐν ἀπεριγράπτῳ ἐνθουσιασμῶ. Πανταχόθεν ἀγγέλλεται, ὅτι εἰς τὰς διαφόρους ὑποδιοικήσεις τοῦ νομοῦ μας συνεστήθησαν ἐπιτροπαὶ, προεξάρχοντος τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου, πρὸς συλλογὴν ἐράνων ὑπὲρ τῶν οἰκογενειῶν τῶν ἀπορωτέρων ἐφέδρων».
Λίγο πιο κάτω όμως ο ανταποκριτής της εφημερίδας προσθέτει:
«Αὐτὴν τὴν στιγμὴν κυκλοφορεῖ φήμη ὅτι νέον Αὐτοκρατορικὸν Διάταγμα διατάσσε τὴν ἀπόλυσιν τῆς ἤδη συγκληθείσης ἐφεδρείας».
Η επιστράτευση ακυρώθηκε. Όμως όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, όλο και κάποια δύναμη απειλούσε με επιστράτευση για να φοβερίσει τις άλλες και τρόμαζε τον κοσμάκη. Με αστάθεια στην κορυφή της Νεοτουρκικής κυβέρνησης επέστρεψαν στην Ηπειρωτική ύπαιθρο και ληστείες με κίνητρα εγκληματικά ή και πολιτικά.
Η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό επανάφερε εκλογικά προβλήματα σαν εκείνα που είχαν απασχολήσει τους Οθωμανούς τριάντα χρόνια πριν, τότε που είχε εκλεγεί βουλευτής Ιωαννίνων ο παππούς της γιαγιάς μου Νταβιτσόν εφέντης. Οι θρησκευτικές κοινότητες άρχισαν να συγκρούονται για τον αριθμό των βουλευτών που θα είχαν δικαίωμα να εκλέξουν.
Στο τέλος, οι Γιαννιώτες εκλέκτορες έστειλαν στο Κοινοβούλιο τρεις βουλευτές, δύο χριστιανούς και ένα μουσουλμάνο, τους Κωνσταντίνο Σούρλα, Τακούλη Κίγκο και Μουφήτ μπεή (Εικόνες 10 – 11).
Στις 13 Δεκεμβρίου, βρίσκουμε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ περιγραφή της αναχώρησης τους για την Κωνσταντινούπολη:
Η κεντρική πλατεία ήταν κατάμεστη και σημαιοστολισμένη από τις τέσσερεις η ώρα αλατούρκα, δηλαδή 9 το πρωί. Μία ώρα αργότερα «ἐπιβάντες οἱ κ. βουλευταὶ πολυτελοῦς καὶ ἀνθοστολίστου ἁμάξης ἐν ἥ έπέβη καὶ ὁ Τζιαμὴλ βέης, ἀνεχώρησαν ἐκ τοῦ Δημαρχείου καὶ διηυθύνθησαν πρὸς τὴν πλατεῖαν τῆς Ὁμονοίας ὅπου ἐσχηματίσθη ἡ πομπὴ».
Προπορευόντουσαν έφιπποι χωροφύλακες, ένας λόχος πεζικού, η στρατιωτική μπάντα και ένα σώμα έφιππων αξιωματικών. Πίσω τους η «δαφνοστεφής άμαξα με τους βουλευτές», μια τιμητική φρουρά εξήντα έφιππων πυροβολητών και μετά οι μαθητές του Ελληνικού και του Τουρκικού γυμνασίου «φέροντες, ἅπαντες ἐπὶ τοῦ στήθους τὰ σύμβολα τοῦ Συντάγματος καὶ κρατοῦντες μικρὰς σημαίας. Ἐκεῖνο ὅπερ πάντας ηὐχαρίστησε προκαλέσαν παταγώδη τὰ χειροκροτήματα, ὑπῆρξεν ἡ ἀναμὶξ κατάστασις τῶν Ὀθωμανῶν καὶ Ἑλλήνων μαθητῶν, κατόπιν τῶν ὁποίων ἤρχοντο οἱ Ἰσραηλῖται μαθηταὶ καὶ μετ΄αὐτοὺς οἱ 23 τῆς Ρωμουνικῆς προπαγάνδας».
1909: Στρατιωτικό κίνημα με νεκρούς στο κέντρο των Ιωαννίνων!
Εννέα μήνες μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και την προκήρυξη του Συντάγματος, μια αντεπανάσταση και η γρήγορη αιματηρή καταστολή της σημάδεψαν το μήνα Μάρτιο του 1909 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ καθαιρέθηκε και οδηγήθηκε δέσμιος στη βίλλα Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη. Είχε προηγηθεί στάση αξιωματικών στα Γιάννενα, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ σε ανταπόκριση από τις 8 Μαρτίου 1909:
«Πρὸ ἡμερῶν ἐψιθυρίζετο ἀνὰ τὴν πόλιν ὅτι ὁ στρατὸς καὶ ἰδίᾳ οἱ Άλβανοὶ τοῦ τάγματος Ἰχτιὰτ προετοιμάζονται εἰς στάσιν. Διάφορα δὲ σχόλια καὶ είδήσεις ἀπαίσιαι διεσταυροῦντο».
Παρά τις προσπάθειες του διοικητή να αποτρέψει το κίνημα, οι στασιαστές κατέλαβαν το στρατώνα και το τηλεγραφείο και απείλησαν με σφαγές αν μέσα στην ίδια μέρα δεν τους δοθούν όλοι οι καθυστερημένοι μισθοί τους μαζί με αμνηστία.
Ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς, πρὸ τοιαύτης εὑρεθεὶς στάσεως έξήντλησε μὲ προφανῆ κίνδυνον αὐτῆς τῆς ζωῆς του πᾶν ἥπιον κατ΄ἀρχὰς μέσον, ὅπως πείσῃ τοὺς στασιαστὰς νὰ καταθέσωσι τὰ ὅπλα καὶ εἶτα συνεννοηθῶσιν. Ἀλλ΄ἐκεῖνοι ἔτι μᾶλλον ἐξαγριωθέντες παρέλαβον βίᾳ τον Διοικητὴν καὶ ὁδηγήσαντες αὐτὸν εἰς τὸ τηλεγραφεῖον ἀπήτησαν ὅπως ἀμέσως ζητηθῆ τηλεγραφικῶς ἐκ Θεσσαλονίκης καὶ Κων/πόλεως ἡ ἔγκρισις τῶν αἰτήσεών των.
Ὁ διοικητὴς ἐγνώρισεν ἀμέσως τηλεγραφικῶς τὴν κατάστασιν εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν, ζητῶν ὁδηγίας. Ἐν τῶ μεταξὺ καὶ ἐπὶ τῆ ὑποσχέσει ὅτι ἐντὸς τῆς ἡμέρας θὰ γείνουν ἀποδεκτὰ τὰ αἰτήματα τῶν στασιαστῶν, κατωρθώθη τὸ μέγα θαῦμα, νὰ συναθροισθῶσι καὶ ἀναμείνωσι τὴν ἐκ Κων/πόλεως ἀπόφασιν ἅπαντες οἱ στασιάσαντες ἐντὸς τῆς πλατείας τοῦ στρατῶνος ἡ ὁποία ἐσπευσμένως καὶ τεχνηέντως λίαν περιεκυκλώθη ὑπὸ τοῦ ἐπιλοίπου στρατοῦ χωρὶς οὐδὲ γνῶσιν κἄν νὰ λὰβωσιν οἱ στασιασταί».
Γύρω στις 11 η ώρα αλατούρκα (περίπου 6 το απόγευμα) έφτασε διαταγή στον διοικητή να καλέσει τρεις φορές τους στασιαστές σε παράδοση και σε περίπτωση που δεν υπακούσουν, να τους επιτεθεί, σκοτώνοντας αν χρειαστεί. Προσπάθησε πάλι να τους πείσει να παραδοθούν, αλλά εκείνοι όχι μόνο δεν υπάκουσαν, αλλά κακοποίησαν μέλη της αντιπροσωπείας του. Διέταξε τότε να διαβαστεί δυνατά το τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη. Αντί να κατευνάσει τους στασιαστές, αυτό τους εξαγρίωσε. Στο τέλος οι αξιωματικοί «διέταξαν πῦρ, κατ΄ἀρχὰς ἄσφαιρον καὶ εἶτα ἕνσφαιρον».
150 από τους στασιαστές παραδόθηκαν και φυλακίστηκαν. Στο «πεδίο της μάχης» άφησαν 3 νεκρούς και 17 τραυματίες ενώ δέκα άτομα κατάφεραν να δραπετεύσουν.
Ήταν μια αξέχαστη μέρα για τους Γιαννιώτες που βρέθηκαν στο κέντρο της πόλης.
«Εἴπομεν ὅτι ἀπὸ πρωίας φόβος καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία εἶχε καταλάβει τούς πάντας, ἀλλ΄ὁ τρόμος ἐκορυφώθη, […] εὐθὺς ὡς ἤρχισαν οἱ πυροβολισμοί.
Αἱ σφαῖραι, διασταυρούμεναι καὶ δαιμονιωδῶς συρίζουσαι, ἀπετέλουν πρωτάκουστον διὰ τὰ Ἰωάννινα ἄκουσμα! Εὐτυχῶς οὐ μόνον θύματα έκ τῶν πολιτῶν δὲν ἔχομεν νὰ θρηνήσωμεν, ἀλλ΄οὔτε ἄλλας ζημίας νὰ ἀριθμήσωμεν […].
Ἐθεάθησαν καταστηματάρχαι φεύγοντες χωρὶς νὰ λάβωσι τὴν πρόνοιαν οὐδὲ τὰ καταστήματα αυτῶν νὰ κλείσωσιν. Ἄλλοι καὶ τὰ ταμεῖα των ἀφῆκαν ἀνοικτά. Πλεῖστοι ἔφευγον πρὸς ἀγνώστους διευθύνσεις καὶ πολλοὶ ἀπέρριπτον καὶ αὐτὰ τὰ ὑποδήματά των ὅπως ταχύτερον φύγωσι. Γυναῖκες ὀλολύζουσαι ἀνεζήτουν τοὺς συζύγους, γονεῖς, τὰ τέκνα των καὶ αἱ κόραι τοὺς γονεῖς. Ὀθωμανίδες ένεκλείοντο είς τὰς Χριστιανικὰς οἰκίας ζητοῦσαι βοήθειαν».
Αναφέρθηκε αργότερα πως το κίνημα αυτό των Αλβανών είχε οικονομικά αλλά και πολιτικά κίνητρα.
Το τέλος του ονείρου για αδελφότητα των Βαλκανικών λαών
Με αφορμή το Κρητικό, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις χειροτέρεψαν. Ο Ράλλης, που λίγους πριν μιλούσε για αδελφικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη και τους δύο λαούς, κατέκρινε την κυβέρνηση του Θεοτόκη για υποχωρητική στάση στο Κρητικό.
Όπως και στο 1897, ο Ράλλης οδήγησε την κυβέρνηση σε παραίτηση, κληρονομώντας πάλι την «καυτή πατάτα» της σύγκρουσης σαν πρωθυπουργός. Αναγκάστηκε όμως να υποχωρήσει και δέχτηκε την ταπεινωτική υποστολή της γαλανόλευκης στην Κρήτη. Κυβέρνησε μόνο σαράντα μέρες αφού στις 14-15 Αυγούστου 1909 χειρίστηκε αδέξια το κίνημα των αξιωματικών στο Γουδί οπότε αντικαταστάθηκε από τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Όταν μπήκε το 1910 ήταν πλέον ορατά στον ορίζοντα τα σύννεφα που οδήγησαν στους Βαλκανικούς πολέμους. Το όραμα να καταργηθούν όλες οι ιδιαιτερότητες και τα προνόμια των οθωμανικών μειονοτήτων για χάρη ενός οθωμανικού εθνικιστικού ιδεώδους είχε αποτύχει. Έγραφε τον Απρίλιο του 1910 η ΠΑΤΡΙΣ:
«Οἱ πάντοτε αὐταπατώμενοι Νεότουρκοι ἐσκέφθησαν – ἀλλά χωρὶς τὸν ξενοδόχον -ὅτι εἶνε δυνατὸν νὰ ἐξοθωμανίσωσι καὶ ἐξισλαμίσωσι τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας, ὅπως μείνωσι κύριοι αὐτοὶ ἀπόλυτοι τῆς καταστάσεως καὶ τοῦ τόπου. Πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἄγαν σωβινιστικοῦ τούτου σκοποῦ των μύρια ὅσα μέτρα καὶ μέσα ἔθεσαν εἰς ἐνέργειαν. Οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Ἄραβες, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἀλβανοὶ ἐδέχθησαν ἐκ περιτροπῆς πάντες ἐπὶ τοῦ ἐθνικοῦ των στήθους τὰ δηλητηριώδη βέλη καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἐβυθίσθησαν ἤδη ἄχρι λαιμοῦ εἰς τὸ αἶμα των ὅπως σώσωσιν ἐκ τῆς Νεοτουρκικῆς βουλιμίας ἑαυτοὺς καὶ τὰ κεκτημένα προνόμιά των».
Οι 24 Έλληνες βουλευτές (Εικόνα 12) οργανώθηκαν σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις παρεμβολές της Νεοτουρκικής εξουσίας σε κοινοτικά θέματα όπως η φορολογία, η εκπαίδευση, η εκκλησία, και η στρατολογία. Προσπάθησαν επίσης να εμποδίσουν το μποϋκοτάζ Ελληνικών επιχειρήσεων από τους Τούρκους λόγω Κρήτης. Δεν πέτυχαν πολλά αφού μειοψηφούσαν.
Στις 3 Ιουνίου 1910 διαβάζουμε από τα Γιάννενα:
«Τὰ πρὸ καιροῦ ἀρχίσαντα ὀχυρωματικὰ περὶ τὴν πόλιν ἔργα ἐξακολουθοῦσι συντελούμενα μετὰ πυρετώδους ἐνεργείας καὶ δραστηριότητος. Οἱ πρὸ τινων ἡμερῶν πρὸς ἐπιθεώρησιν αὐτῶν ἀποσταλέντες ἐκ Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοὶ ἀξιωματικοὶ, οἱ ἐν τῶ Ὀθωμανικῶ ἐπιτελείῳ ὑπηρετοῦντες, ἀπεφάνθσαν πομπωδῶς λίαν, ὅτι ἅμα τῆ συμπληρώσει τοῦ δικτύου τῶν ὀχυρβματικῶν ἔργων, θὰ καταστῶσι τὰ Ἰωαννινα δεύτερον Πὸρτ-‘Αρθούρ καὶ τότε, ἐὰν εὐδοκήσωσιν, ἄς ἔλθωσιν οἱ βουλόμενοι νὰ τὰ καταλάβωσι. Ἅπαντα τὰ ὀχυρωματικὰ καὶ ἀμυντικὰ ἔργα, ἰδίᾳ δὲ τὰ διάφορα πυροβολεῖα, οὐ μόνον ἀνηγέρθησαν ἐπὶ τῶν ἐπικαιροτέρων καὶ στρατηγικωτέρων σημείων, ἀλλὰ καὶ κατασκευάζονται κατὰ τὰς τελειοτέρας ὀχυρωματικκὰς μεθόδους. Ἐκεῖ, ὅπως ἐργασθῶσι μετὰ τῶν λοιπῶν καταδίκων στρατιωτῶν, ἀπεστάλησαν καὶ οἱ ἀφιχθέντες πρὸ ἡμερῶν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως 80 Ἀρμένιοι, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες στρατιῶται».
Και στις 7 Αυγούστου: «Οἱ Τοῦρκοι ἀστυνόμοι, περιφερόμενοι εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Ἰωαννίνων καὶ τῶν ἄλλων πόλεων τῆς Ἠπείρου, ὅταν συναντήσουν Ἑλληνόπαιδας, φέροντας πίλους με ταινίας, ἐπὶ τῶν ὅποίων εἶνε ἀναγεγραμμένα τὰ ὀνόματα τῶν πολεμικῶν μας Βέλος, Σφενδόνη, Νίκη, Ἀβέρωφ κλπ. τὰς καταξεσχίζουν, φρονοῦντες, ὅτι οὔτω ἐξευτελίζουν τὸ γόητρον τοῦ στόλου μας».
Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από τότε που οι γαλανόλευκες είχαν κυματίσει μαζί με τις οθωμανικές σημαίες στην υποδοχή του Ράλλη τον Οκτώβριο του 1908.